Λούκας Βεντουρίνι, Ο κομφορμισμός ζέχνει!
Ακολουθεί μια νέα μετάφραση επάνω στο πρωτότυπο κείμενο του Ernst Lohoff με τίτλο: Linksruck nach rechts, Η επικράτηση ενός οπισθοδρομικού κομφορμισμού ανάμεσα στους θιασώτες κάθε παρωχημένης πολιτικώς ιδεολογικής απόχρωσης λόγω των συνεπειών της ανηλεούς οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη είναι πλέον κοινός τόπος. Η σημασία του κειμένου που ακολουθεί έγκειται στην επισήμανση του φαινομένου (έστω και ψηλαφώντας αυτό το φαινόμενο επιγραμματικά) πως όλες οι ιδεολογίες που πλάστηκαν για να εξυπηρετούν εν τέλει την κεφαλαιοκρατική κοινωνία στέκονται ανήμπορες να δώσουν λογικές εξηγήσεις απέναντι στα κρίσιμα προβλήματα που η ίδια η κοινωνική ιεραρχία υποθάλπει.
Σύνδεσμος πρωτότυπου: http://www.krisis.org/2012/linksruck-nach-rechts
Οι ευρωσκεπτικιστές (συντηρητικοί γαρ) δεν είναι οι μοναδικοί που πιστεύουν πως η Ευρώπη πρέπει να αποχαιρετήσει το ευρώ, καθώς και μερικοί αριστεροί με φιλελεύθερες καταβολές, οικονομολόγοι και διανοούμενοι συμμερίζονται την άποψη αυτή. Και επομένως αντί να ασκούν μία αριστερή κριτική ενάντια στον καπιταλισμό, αναπτύσσουν μία μορφή οικονομικού νεοεθνικισμού που εξαπλώνεται με σημάδια πολιτισμικής θρησκοληψίας στους κόλπους της Αριστεράς.
Μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και την Γαλλία πολλοί Γερμανοί σχολιαστές ήρθαν σε ομοφωνία: Η Ευρώπη βιώνει σήμερα μια μετατόπιση προς την Αριστερά. Ισχυρίζονται ότι η Ευρωπαϊκή πολιτική της λιτότητας που θεσμοθετεί της κοινωνικές επιβολές της επάνω στους ανθρώπους του νότιου τμήματος της ευρωζώνης αποδέσμευσε τις δυνάμεις για μία ανταρσία ενάντια στους "πρακτικούς οικονομικούς περιορισμούς". Κρίνουν ότι η σημαντικότερη ελπίδα αυτής της στάσης έχει ως κύρια πηγή της τον Φρανσουά Ολλάντ.
Αυτό που μπορεί να φαίνεται με μία πρώτη ματιά ως ένας καλός οιωνός κρύβει, ωστόσο, μία παγίδα. Αυτή συνίσταται στο δεδομένο πως το αριστερόστροφο κοινωνικό ρεύμα που πήγε στην κάλπη πορεύεται "χεράκι με χεράκι" με την αναγέννηση των εθνικοφρόνων ιδεών. Πράγματι, δεδομένης της αποτυχίας του ενιαίου νομίσματος υπάρχει και κάτι εναλλακτικό που θα μπορούσε να προταθεί: Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που θα στηρίζεται στην κοινή πάλη ενάντια στην παραφροσύνη της διαχείρισης των κρίσεων, θα είναι ένας αυθεντικός αντικαπιταλιστικός επαναπροσδιορισμός της ευρωπαϊκής ιδέας. Ότι κι' αν πραγματικά συμβεί απομένει απλά να το δούμε. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο εν τω μεταξύ, ότι ο αριστερός νεο-εθνικισμός* αυτή την περίοδο αφήνει πολύ πιο δυνατό αντίκτυπο. Ο Γάλλος διανοούμενος Εμμανουέλ Τοντ που θεωρείται πως ανήκει στους τωρινούς πρωτοπόρους στοχαστές της Γαλλικής διανόησης, έδωσε πρόσφατα μία συνέντευξη στην εφημερίδα der Spiegel. Ο Τοντ είναι υποστηρικτής του Ολάντ και οι απόψεις του τεκμηριώνουν με ακρίβεια το είδος της ιδεολογίας για την διαχείριση της κρίσης που αυτή την στιγμή εξυφαίνεται.
Ο Τοντ χαρακτηρίζει το € ως το "κυρίαρχο σφάλμα των αρχουσών ελίτ" και ως "ζόμπι" από το οποίο δεν θέλουν να απαλλαγούν. Δεν πιστεύει απλώς ότι η Ευρώπη πρέπει να απελευθερωθεί από το κοινό νόμισμα αλλά κι' ότι οι έξι δεκαετίες της γαλλογερμανικής προσέγγισης θα αποδειχθούν μια ψευδαίσθηση που εν κατακλείδι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί επειγόντως. "Ένας φιλικός διαχωρισμός του γερμανογαλλικού ζευγαριού", λέει πως "είναι ζωτικής σημασίας". Είναι ο μόνος τρόπος για να τερματίσει η δυστυχία της Ευρώπης που οφείλεται στην "σύγκρουση των δύο πολιτισμών". Η Γαλλία και οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα έχουν τότε ένα οικονομικό μέλλον, μόνο εάν αποστασιοποιηθούν από την αυταρχική και απερίγραπτη οικονομική κουλτούρα της Γερμανίας που "αντιφάσκει με το γαλλικό ρεπουμπλικανικό (σ.τ.μ. δημοκρατικό) ιδεώδες, με το οικουμενικό είδωλο της ισότητας για όλους τους ανθρώπους".
Ο Τοντ δεν εφηύρε την τακτική να αποδώσει τις εσωτερικές αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στον πολιτισμό. Ειδικά στην Ευρώπη υπάρχει μία μακρά τέτοια παράδοση η οποία υπερβαίνει σε τεράστιο βαθμό το συντηρητικό στρατόπεδο και φτάνει ως την ακροδεξιά. Όπως επίσης συμβαίνει και στην Αριστερά καθώς αυτή η παράδοση στέκεται το πιο δημοφιλές υποκατάστατο σε μια σοβαρή κριτική του καπιταλισμού. Προηγουμένως,, τον ρόλο του προσδιορισμένου ως πολιτισμικά σατανικού που μπαίνει σαν εμπόδιο στην υποτιθέμενη αντίληψη της ελεύθερης αγοράς με ανθρώπινο πρόσωπο πάντα τον ενσάρκωναν είτε οι ΗΠΑ, είτε η Αγγλοσαξονική κουλτούρα της ολοκληρωτικής ελευθερίας των αγορών. Εν αντιθέσει, η Γερμανία θεωρήθηκε ως μέρος του οικονομικού Άξονα της αγοράς των αγαθών, με την παράδοση που έχει αναπτύξει στον Καπιταλισμό του Ρήνου.
Το γεγονός της πρόσφατης αντικατάστασης των ΗΠΑ από τους μισητούς Γερμανούς αντικατοπτρίζει με παράξενο τρόπο την πορεία που η οικονομική κρίση έχει πάρει τα τελευταία τρία χρόνια. Η Ευρωζώνη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια κρίσιμη δοκιμασία δέκα χρόνια αφότου τα νομίσματα και τα χαρτονομίσματα του ευρώ εκδόθηκαν για πρώτη φορά. Εν τω μεταξύ, οι εσωτερικές αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος από τις οποίες προσπάθησαν να ξεφύγουν με την θέσπιση ενός ενιαίου νομίσματος η Ελλάδα, η Γερμανία, η Γαλλία και οι άλλες χώρες διέλυσαν τα θεμέλια τους. Το 2009, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο γρήγορα όσο ποτέ άλλοτε κατά το παρελθόν. Η αναχρηματοδότηση έγινε ένα πρόβλημα για όλο και περισσότερες χώρες - συμπεριλαμβανομένων των Ευρωπαϊκών. Αυτή η γενική εξέλιξη πλήττει πολλές χώρες της Ευρωζώνης με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Η Ελλάδα και η Ισπανία είχαν ωφεληθεί σημαντικά από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος έως το 2007. Χάρη στο ευρώ, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις καθώς και το Δημόσιο των δύο χωρών βρέθηκαν στην κατάσταση να αυξήσουν τα χρηματικά τους κεφάλαια με πολύ πιο πλεονεκτικούς όρους απ' όσο ήταν δυνατό να το πράξουν με τα εθνικά τους νομίσματα που απειλήθηκαν και με υποτίμηση. Τα φύλλα της τράπουλας όμως γύρισαν δραματικά από τότε. Δεδομένης της εκρηκτικής ανάπτυξης του ποσοστού του δημοσιονομικού τους χρέους, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές χορηγούν πίστωση στα κράτη της Ελλάδας και της Ισπανίας μόνο στα θεωρούμενα επιτρεπτά ή ανεκτά επιτόκια (σ.τ.μ. δλδ καθόλου αφού το χρέος έχει ξεφύγει) ενόσω οι Ευρωπαίοι εταίροι τους που εξακολουθούν να τις δανείζουν παρέχοντας έτσι σε αυτές πιστοληπτική ικανότητα σταδιακά αναλαμβάνουν και την ντε φάκτο διαχείριση του δημόσιου χρέους τους.
Αυτό είναι ακριβώς και το νόημα των ποικίλων "πακέτων διάσωσης" που έχουν εγκριθεί από το 2010 κι' έπειτα. Και ακόμα και αυτή η μεταφορά της πιστοληπτικής ικανότητας λειτουργεί μόνο εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ταυτοχρόνως αγοράσει επιζήμια κρατικά χρεόγραφα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε μαζική κλίμακα και συνεπώς ενεργεί και η ίδια ως κακή και αναξιόπιστη τράπεζα.
Η Γερμανία έχει αναπτυχθεί οικονομικά με ιδιάζοντα τρόπο μετά το 2009. Κατά την χρηματοπιστωτική κατάρρευση του φθινοπώρου του 2008 η ύφεση έπληξε και την δική της οικονομία ιδιαιτέρως σκληρά χάρη στο γεγονός της εξαιρετικά μεγάλης της εξάρτησης από τις εξαγωγές (το 2009 το Ακαθόριστο Εθνικό της Προϊόν μειώθηκε ποσοστιαία κατά 5%). Στη συνέχεια η Γερμανία ξεκίνησε να προσπορίζεται τα οφέλη από την κερδοφορία της οικονομίας της που δεν προσομοίαζε στην κερδοφορία οποιουδήποτε άλλου κράτους παγκοσμίως και που αντιστοιχούσε στην επιβολή των προγραμμάτων σταθεροποίησης των εθνικών οικονομιών που είχαν υπέρογκα δημοσιονομικά χρέη. Ακόμη και το εξαγωγικό πλεόνασμα της Κίνας έχει μειωθεί σημαντικά από το 2009 κι' έπειτα. Η Γερμανία που ήταν εφικτό να αυξήσει το δικό της πλεόνασμα, προς το παρόν, μετατράπηκε σε ένα είδος μακαριστού και απάγκιου νησιού μέσα στην γενικευμένη "αναταραχή" της κρίσης. Η επιταχυνόμενη αύξηση του χρέους προς εξαγωγή που στηρίζεται στην υπερχρεωμένη οικονομία των χωρών εταίρων, έδωσε την δυνατότητα στην κυβέρνηση της Άγγελα Μέρκελ έστω και βραχυπρόθεσμα να επιβραδύνει σημαντικά τα νέα χρέη και να αυτοπροταθεί ως ο στιβαρός θεματοφύλακας της σταθερότητας. Επιπλέον, ο συνδυασμός της γενικευμένης κρίσης και η σπουδαιότητα της γερμανικής οικονομίας μετέτρεψαν την χώρα στην νέα ερωμένη των χρηματοπιστωτικών αγορών που ώθησε περαιτέρω την οικονομική της ανάπτυξη.
Αυτή η ιδιαίτερη συγκυρία αναμένεται να εκλείψει και πάλι καθώς η κρίση εξελίσσεται. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, έχει ήδη αρχίσει να καταλύεται για δύο κυρίως αιτίες. Η πρώτη αιτία είναι οι μακροχρόνιες πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται στις ευρωπαϊκές χώρες εταίρους, επειδή αυτές αποκόπτουν την γερμανική εξαγωγική οικονομία από την πιο σημαντική της αγορά. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2011, το γερμανικό ΑΕΠ αυξήθηκε με υψηλό ρεκόρ της τάξης του 5,0 τοις εκατό, όμως το προηγούμενο τρίμηνο έφτασε μόλις στο 1,5%. Και όμως η άνετη έως τώρα θέση της Γερμανίας στις κεφαλαιαγορές επ' ουδενί δεν θεωρείται παγιωμένη. Η κοινοτικοποίηση της ευθύνης του δημόσιου χρέους των χωρών εταίρων εκ των πραγμάτων θα έχει επιπτώσεις στην πιστοληπτική ικανότητα και της Γερμανίας τουλάχιστον μόλις ένα κούρεμα του χρέους αυτού θα πρέπει να καταστεί αναγκαίο όχι μόνο για μια σχετικά μικρή χώρα όπως είναι η Ελλάδα, αλλά και για την Ιταλία και την Ισπανία.
Ο Τοντ ωστόσο επιμένει ότι "η γερμανική κουλτούρα του ανταγωνισμού και της αφόρητης πίεσης για την μέγιστη απόδοση" ευθύνεται για την κρίση ενόσω ο ίδιος διαμέσου της αυταπάτης του, πασχίζει να πείσει πως η "γαλλική κουλτούρα της ισότητας" είναι προορισμένη να σώσει τον κόσμο. Παρόλο που αυτή η "επεξήγηση" εστιάζει μονάχα σε μία σύντομη χρονική φάση της κρίσης με διάρκεια περίπου δύο ετών, ανακινεί την άποψη περί σύγκρουσης των πολιτισμών, ήτοι της διαμάχης μεταξύ κάποιων ασυμβίβαστων οικονομικών συστημάτων που είναι θεμελιωδώς συνδεδεμένα με την φυσιογνωμία δύο διαφορετικών λαών.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη πτυχή που είναι πιο σπουδαία από αυτή την επιφανειακή ασυμφωνία. Τα ένδο-ευρωπαϊκά κοινωνικά ρήγματα, δεν είναι απλοϊκά το προϊόν κάποιων αόριστων οικονομικών πολιτισμών, ακόμα κι' αν ενδελεχώς οι συντηρητικοί και οι αριστεροί ιδεολόγοι επιμένουν να παπαγαλίζουν μονότονα τα ποικίλα στοιχεία τους. Οι συγκρούσεις πηγάζουν πολύ περισσότερο από έναν υφιστάμενο διχασμό στην κατανομή των αρμοδιοτήτων που υπαγορεύεται από το παρανοϊκό σύστημα της διαχείρισης των κρίσεων. Αυτό ακριβώς ισχύει για το αλλόκοτο μείγμα που συγκροτούν οι πολιτικές λιτότητας αφενός και οι "πολιτικές ανάπτυξης" που στηρίζονται στην επιτάχυνση των πιστώσεων αφετέρου, και που αμφότερες αν και προσδιορίζονται αντιφατικές, εν τούτοις αποτελούν τους δύο πυλώνες που συνιστούν το απτό σημείο αναφοράς της τρέχουσας οικονομικής επίθεσης που εξαπολύει η Γερμανία στην Ευρώπη.
Από το φθινόπωρο του 2008 κι' έπειτα η διεθνής διαχείριση της κρίσης έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μία εξαιρετικά παράδοξη διαδικασία. Κάθε κράτος πρέπει να δανείζεται όλο και περισσότερο διότι αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος αναβολής της υποτίμησης (απο-αξιοποίησης) του "πλασματικού κεφαλαίου" ούτως ώστε να κρατηθούν οι επιχειρήσεις μέσα στα πλαίσια μιας εύρυθμης λειτουργίας. Συγχρόνως, τα κράτη που βρίσκονται στο κέντρο του συμπαγούς καπιταλιστικού πυρήνα εξαναγκάζονται να προσομοιώνουν την προθυμία τους για την επιβολή πολιτικών λιτότητας με την διασφάλιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Αυτές οι ασυμβίβαστες ενέργειες ενώ είναι ξεκάθαρα δύο μειονεκτήματα που διαπερνούν το σύνολο του καπιταλιστικού συστήματος έχουν τα τελευταία χρόνια προσωρινά τεθεί σαν εχέγγυο που ωστόσο προκύπτει ως φυσιολογικό επακόλουθο μέσα από τον αναπόφευκτο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ενόσω η Άγγελα Μέρκελ στηριζόμενη στην εφήμερη ιδιαιτερότητα της γερμανικής οικονομίας, ανέλαβε να διεκπεραιώσει έναν πανομοιότυπο ρόλο. Ωστόσο ακόμη και μία πολιτική προσομοίωσης απαιτεί αληθινές θυσίες. Ως ενσάρκωση της βούλησης για την επιβολή των μέτρων λιτότητας, η Γερμανία της Μέρκελ ουσιαστικά ανέλαβε να ενώσει την κοινοτικοποίηση του χρέους των νοτιοευρωπαϊκών χωρών με την προθυμία των κυβερνήσεων που θέλησαν να βυθίσουν τις χώρες τους σε μαζική εξαθλίωση ώστε να διατηρήσουν συλλογικά την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Η ξεκάθαρη ανοησία αυτής της πολιτικής επιζητεί ριζική κριτική και δικαιολογεί κάθε πράξη κοινωνικής αντίστασης απέναντι στην εξαθλίωση των νότιοευρωπαϊκών κρατών της Ευρωζώνης. Γι' αυτό ακριβώς η υποβάθμιση της σημασίας αυτής της συστημικής παραφροσύνης στην εξομοίωσή της σε γερμανική τρέλα είναι καταστρεπτική. Οι τύχες της Γερμανίας ως οικονομικού κέντρου δεν κινδυνεύουν από την πολεμική που ασκείται εναντίον της. Ωστόσο αυτός ο τρόπος σκέψης για την ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής προοπτικής είναι εντελώς άγονος. Η κοινωνική χειραφέτηση μπορεί μονάχα να εννοηθεί διεθνιστική ειδάλλως δεν υφίσταται.
Μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και την Γαλλία πολλοί Γερμανοί σχολιαστές ήρθαν σε ομοφωνία: Η Ευρώπη βιώνει σήμερα μια μετατόπιση προς την Αριστερά. Ισχυρίζονται ότι η Ευρωπαϊκή πολιτική της λιτότητας που θεσμοθετεί της κοινωνικές επιβολές της επάνω στους ανθρώπους του νότιου τμήματος της ευρωζώνης αποδέσμευσε τις δυνάμεις για μία ανταρσία ενάντια στους "πρακτικούς οικονομικούς περιορισμούς". Κρίνουν ότι η σημαντικότερη ελπίδα αυτής της στάσης έχει ως κύρια πηγή της τον Φρανσουά Ολλάντ.
Αυτό που μπορεί να φαίνεται με μία πρώτη ματιά ως ένας καλός οιωνός κρύβει, ωστόσο, μία παγίδα. Αυτή συνίσταται στο δεδομένο πως το αριστερόστροφο κοινωνικό ρεύμα που πήγε στην κάλπη πορεύεται "χεράκι με χεράκι" με την αναγέννηση των εθνικοφρόνων ιδεών. Πράγματι, δεδομένης της αποτυχίας του ενιαίου νομίσματος υπάρχει και κάτι εναλλακτικό που θα μπορούσε να προταθεί: Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που θα στηρίζεται στην κοινή πάλη ενάντια στην παραφροσύνη της διαχείρισης των κρίσεων, θα είναι ένας αυθεντικός αντικαπιταλιστικός επαναπροσδιορισμός της ευρωπαϊκής ιδέας. Ότι κι' αν πραγματικά συμβεί απομένει απλά να το δούμε. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο εν τω μεταξύ, ότι ο αριστερός νεο-εθνικισμός* αυτή την περίοδο αφήνει πολύ πιο δυνατό αντίκτυπο. Ο Γάλλος διανοούμενος Εμμανουέλ Τοντ που θεωρείται πως ανήκει στους τωρινούς πρωτοπόρους στοχαστές της Γαλλικής διανόησης, έδωσε πρόσφατα μία συνέντευξη στην εφημερίδα der Spiegel. Ο Τοντ είναι υποστηρικτής του Ολάντ και οι απόψεις του τεκμηριώνουν με ακρίβεια το είδος της ιδεολογίας για την διαχείριση της κρίσης που αυτή την στιγμή εξυφαίνεται.
Ο Τοντ χαρακτηρίζει το € ως το "κυρίαρχο σφάλμα των αρχουσών ελίτ" και ως "ζόμπι" από το οποίο δεν θέλουν να απαλλαγούν. Δεν πιστεύει απλώς ότι η Ευρώπη πρέπει να απελευθερωθεί από το κοινό νόμισμα αλλά κι' ότι οι έξι δεκαετίες της γαλλογερμανικής προσέγγισης θα αποδειχθούν μια ψευδαίσθηση που εν κατακλείδι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί επειγόντως. "Ένας φιλικός διαχωρισμός του γερμανογαλλικού ζευγαριού", λέει πως "είναι ζωτικής σημασίας". Είναι ο μόνος τρόπος για να τερματίσει η δυστυχία της Ευρώπης που οφείλεται στην "σύγκρουση των δύο πολιτισμών". Η Γαλλία και οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα έχουν τότε ένα οικονομικό μέλλον, μόνο εάν αποστασιοποιηθούν από την αυταρχική και απερίγραπτη οικονομική κουλτούρα της Γερμανίας που "αντιφάσκει με το γαλλικό ρεπουμπλικανικό (σ.τ.μ. δημοκρατικό) ιδεώδες, με το οικουμενικό είδωλο της ισότητας για όλους τους ανθρώπους".
Ο Τοντ δεν εφηύρε την τακτική να αποδώσει τις εσωτερικές αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στον πολιτισμό. Ειδικά στην Ευρώπη υπάρχει μία μακρά τέτοια παράδοση η οποία υπερβαίνει σε τεράστιο βαθμό το συντηρητικό στρατόπεδο και φτάνει ως την ακροδεξιά. Όπως επίσης συμβαίνει και στην Αριστερά καθώς αυτή η παράδοση στέκεται το πιο δημοφιλές υποκατάστατο σε μια σοβαρή κριτική του καπιταλισμού. Προηγουμένως,, τον ρόλο του προσδιορισμένου ως πολιτισμικά σατανικού που μπαίνει σαν εμπόδιο στην υποτιθέμενη αντίληψη της ελεύθερης αγοράς με ανθρώπινο πρόσωπο πάντα τον ενσάρκωναν είτε οι ΗΠΑ, είτε η Αγγλοσαξονική κουλτούρα της ολοκληρωτικής ελευθερίας των αγορών. Εν αντιθέσει, η Γερμανία θεωρήθηκε ως μέρος του οικονομικού Άξονα της αγοράς των αγαθών, με την παράδοση που έχει αναπτύξει στον Καπιταλισμό του Ρήνου.
Το γεγονός της πρόσφατης αντικατάστασης των ΗΠΑ από τους μισητούς Γερμανούς αντικατοπτρίζει με παράξενο τρόπο την πορεία που η οικονομική κρίση έχει πάρει τα τελευταία τρία χρόνια. Η Ευρωζώνη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια κρίσιμη δοκιμασία δέκα χρόνια αφότου τα νομίσματα και τα χαρτονομίσματα του ευρώ εκδόθηκαν για πρώτη φορά. Εν τω μεταξύ, οι εσωτερικές αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος από τις οποίες προσπάθησαν να ξεφύγουν με την θέσπιση ενός ενιαίου νομίσματος η Ελλάδα, η Γερμανία, η Γαλλία και οι άλλες χώρες διέλυσαν τα θεμέλια τους. Το 2009, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο γρήγορα όσο ποτέ άλλοτε κατά το παρελθόν. Η αναχρηματοδότηση έγινε ένα πρόβλημα για όλο και περισσότερες χώρες - συμπεριλαμβανομένων των Ευρωπαϊκών. Αυτή η γενική εξέλιξη πλήττει πολλές χώρες της Ευρωζώνης με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Η Ελλάδα και η Ισπανία είχαν ωφεληθεί σημαντικά από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος έως το 2007. Χάρη στο ευρώ, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις καθώς και το Δημόσιο των δύο χωρών βρέθηκαν στην κατάσταση να αυξήσουν τα χρηματικά τους κεφάλαια με πολύ πιο πλεονεκτικούς όρους απ' όσο ήταν δυνατό να το πράξουν με τα εθνικά τους νομίσματα που απειλήθηκαν και με υποτίμηση. Τα φύλλα της τράπουλας όμως γύρισαν δραματικά από τότε. Δεδομένης της εκρηκτικής ανάπτυξης του ποσοστού του δημοσιονομικού τους χρέους, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές χορηγούν πίστωση στα κράτη της Ελλάδας και της Ισπανίας μόνο στα θεωρούμενα επιτρεπτά ή ανεκτά επιτόκια (σ.τ.μ. δλδ καθόλου αφού το χρέος έχει ξεφύγει) ενόσω οι Ευρωπαίοι εταίροι τους που εξακολουθούν να τις δανείζουν παρέχοντας έτσι σε αυτές πιστοληπτική ικανότητα σταδιακά αναλαμβάνουν και την ντε φάκτο διαχείριση του δημόσιου χρέους τους.
Αυτό είναι ακριβώς και το νόημα των ποικίλων "πακέτων διάσωσης" που έχουν εγκριθεί από το 2010 κι' έπειτα. Και ακόμα και αυτή η μεταφορά της πιστοληπτικής ικανότητας λειτουργεί μόνο εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ταυτοχρόνως αγοράσει επιζήμια κρατικά χρεόγραφα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε μαζική κλίμακα και συνεπώς ενεργεί και η ίδια ως κακή και αναξιόπιστη τράπεζα.
Η Γερμανία έχει αναπτυχθεί οικονομικά με ιδιάζοντα τρόπο μετά το 2009. Κατά την χρηματοπιστωτική κατάρρευση του φθινοπώρου του 2008 η ύφεση έπληξε και την δική της οικονομία ιδιαιτέρως σκληρά χάρη στο γεγονός της εξαιρετικά μεγάλης της εξάρτησης από τις εξαγωγές (το 2009 το Ακαθόριστο Εθνικό της Προϊόν μειώθηκε ποσοστιαία κατά 5%). Στη συνέχεια η Γερμανία ξεκίνησε να προσπορίζεται τα οφέλη από την κερδοφορία της οικονομίας της που δεν προσομοίαζε στην κερδοφορία οποιουδήποτε άλλου κράτους παγκοσμίως και που αντιστοιχούσε στην επιβολή των προγραμμάτων σταθεροποίησης των εθνικών οικονομιών που είχαν υπέρογκα δημοσιονομικά χρέη. Ακόμη και το εξαγωγικό πλεόνασμα της Κίνας έχει μειωθεί σημαντικά από το 2009 κι' έπειτα. Η Γερμανία που ήταν εφικτό να αυξήσει το δικό της πλεόνασμα, προς το παρόν, μετατράπηκε σε ένα είδος μακαριστού και απάγκιου νησιού μέσα στην γενικευμένη "αναταραχή" της κρίσης. Η επιταχυνόμενη αύξηση του χρέους προς εξαγωγή που στηρίζεται στην υπερχρεωμένη οικονομία των χωρών εταίρων, έδωσε την δυνατότητα στην κυβέρνηση της Άγγελα Μέρκελ έστω και βραχυπρόθεσμα να επιβραδύνει σημαντικά τα νέα χρέη και να αυτοπροταθεί ως ο στιβαρός θεματοφύλακας της σταθερότητας. Επιπλέον, ο συνδυασμός της γενικευμένης κρίσης και η σπουδαιότητα της γερμανικής οικονομίας μετέτρεψαν την χώρα στην νέα ερωμένη των χρηματοπιστωτικών αγορών που ώθησε περαιτέρω την οικονομική της ανάπτυξη.
Αυτή η ιδιαίτερη συγκυρία αναμένεται να εκλείψει και πάλι καθώς η κρίση εξελίσσεται. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, έχει ήδη αρχίσει να καταλύεται για δύο κυρίως αιτίες. Η πρώτη αιτία είναι οι μακροχρόνιες πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται στις ευρωπαϊκές χώρες εταίρους, επειδή αυτές αποκόπτουν την γερμανική εξαγωγική οικονομία από την πιο σημαντική της αγορά. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2011, το γερμανικό ΑΕΠ αυξήθηκε με υψηλό ρεκόρ της τάξης του 5,0 τοις εκατό, όμως το προηγούμενο τρίμηνο έφτασε μόλις στο 1,5%. Και όμως η άνετη έως τώρα θέση της Γερμανίας στις κεφαλαιαγορές επ' ουδενί δεν θεωρείται παγιωμένη. Η κοινοτικοποίηση της ευθύνης του δημόσιου χρέους των χωρών εταίρων εκ των πραγμάτων θα έχει επιπτώσεις στην πιστοληπτική ικανότητα και της Γερμανίας τουλάχιστον μόλις ένα κούρεμα του χρέους αυτού θα πρέπει να καταστεί αναγκαίο όχι μόνο για μια σχετικά μικρή χώρα όπως είναι η Ελλάδα, αλλά και για την Ιταλία και την Ισπανία.
Ο Τοντ ωστόσο επιμένει ότι "η γερμανική κουλτούρα του ανταγωνισμού και της αφόρητης πίεσης για την μέγιστη απόδοση" ευθύνεται για την κρίση ενόσω ο ίδιος διαμέσου της αυταπάτης του, πασχίζει να πείσει πως η "γαλλική κουλτούρα της ισότητας" είναι προορισμένη να σώσει τον κόσμο. Παρόλο που αυτή η "επεξήγηση" εστιάζει μονάχα σε μία σύντομη χρονική φάση της κρίσης με διάρκεια περίπου δύο ετών, ανακινεί την άποψη περί σύγκρουσης των πολιτισμών, ήτοι της διαμάχης μεταξύ κάποιων ασυμβίβαστων οικονομικών συστημάτων που είναι θεμελιωδώς συνδεδεμένα με την φυσιογνωμία δύο διαφορετικών λαών.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη πτυχή που είναι πιο σπουδαία από αυτή την επιφανειακή ασυμφωνία. Τα ένδο-ευρωπαϊκά κοινωνικά ρήγματα, δεν είναι απλοϊκά το προϊόν κάποιων αόριστων οικονομικών πολιτισμών, ακόμα κι' αν ενδελεχώς οι συντηρητικοί και οι αριστεροί ιδεολόγοι επιμένουν να παπαγαλίζουν μονότονα τα ποικίλα στοιχεία τους. Οι συγκρούσεις πηγάζουν πολύ περισσότερο από έναν υφιστάμενο διχασμό στην κατανομή των αρμοδιοτήτων που υπαγορεύεται από το παρανοϊκό σύστημα της διαχείρισης των κρίσεων. Αυτό ακριβώς ισχύει για το αλλόκοτο μείγμα που συγκροτούν οι πολιτικές λιτότητας αφενός και οι "πολιτικές ανάπτυξης" που στηρίζονται στην επιτάχυνση των πιστώσεων αφετέρου, και που αμφότερες αν και προσδιορίζονται αντιφατικές, εν τούτοις αποτελούν τους δύο πυλώνες που συνιστούν το απτό σημείο αναφοράς της τρέχουσας οικονομικής επίθεσης που εξαπολύει η Γερμανία στην Ευρώπη.
Από το φθινόπωρο του 2008 κι' έπειτα η διεθνής διαχείριση της κρίσης έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μία εξαιρετικά παράδοξη διαδικασία. Κάθε κράτος πρέπει να δανείζεται όλο και περισσότερο διότι αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος αναβολής της υποτίμησης (απο-αξιοποίησης) του "πλασματικού κεφαλαίου" ούτως ώστε να κρατηθούν οι επιχειρήσεις μέσα στα πλαίσια μιας εύρυθμης λειτουργίας. Συγχρόνως, τα κράτη που βρίσκονται στο κέντρο του συμπαγούς καπιταλιστικού πυρήνα εξαναγκάζονται να προσομοιώνουν την προθυμία τους για την επιβολή πολιτικών λιτότητας με την διασφάλιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Αυτές οι ασυμβίβαστες ενέργειες ενώ είναι ξεκάθαρα δύο μειονεκτήματα που διαπερνούν το σύνολο του καπιταλιστικού συστήματος έχουν τα τελευταία χρόνια προσωρινά τεθεί σαν εχέγγυο που ωστόσο προκύπτει ως φυσιολογικό επακόλουθο μέσα από τον αναπόφευκτο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ενόσω η Άγγελα Μέρκελ στηριζόμενη στην εφήμερη ιδιαιτερότητα της γερμανικής οικονομίας, ανέλαβε να διεκπεραιώσει έναν πανομοιότυπο ρόλο. Ωστόσο ακόμη και μία πολιτική προσομοίωσης απαιτεί αληθινές θυσίες. Ως ενσάρκωση της βούλησης για την επιβολή των μέτρων λιτότητας, η Γερμανία της Μέρκελ ουσιαστικά ανέλαβε να ενώσει την κοινοτικοποίηση του χρέους των νοτιοευρωπαϊκών χωρών με την προθυμία των κυβερνήσεων που θέλησαν να βυθίσουν τις χώρες τους σε μαζική εξαθλίωση ώστε να διατηρήσουν συλλογικά την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Η ξεκάθαρη ανοησία αυτής της πολιτικής επιζητεί ριζική κριτική και δικαιολογεί κάθε πράξη κοινωνικής αντίστασης απέναντι στην εξαθλίωση των νότιοευρωπαϊκών κρατών της Ευρωζώνης. Γι' αυτό ακριβώς η υποβάθμιση της σημασίας αυτής της συστημικής παραφροσύνης στην εξομοίωσή της σε γερμανική τρέλα είναι καταστρεπτική. Οι τύχες της Γερμανίας ως οικονομικού κέντρου δεν κινδυνεύουν από την πολεμική που ασκείται εναντίον της. Ωστόσο αυτός ο τρόπος σκέψης για την ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής προοπτικής είναι εντελώς άγονος. Η κοινωνική χειραφέτηση μπορεί μονάχα να εννοηθεί διεθνιστική ειδάλλως δεν υφίσταται.
* σ.τ.μ. Ο αριστερός νεο-πατριωτισμός επίσης θα ήταν δόκιμος όρος για την Ελληνική περίπτωση εάν λάβουμε υπόψη μας από την ΣΠΙΘΑ του Θεοδωράκη και του Γλέζου μέχρι το ΕΠΑΜ του Καζάκη και την πολυσυλλεκτικότητα που ευαγγελίζονται οι υπερκομματικοί Ανεξάρτητοι Έλληνες. Την παραληρηματική περίπτωση της ΚΚΕδικής Λιάνας θεωρώ πως ο ακραιφνής εθνικισμός την χαρακτηρίζει καλύτερα απ' οτιδήποτε άλλο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου