Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Και για να μην ξεχνιόμαστε (συμβολική επέτειος της κατάρρευσης του σύγχρονου κόσμου)

Βερολίνο, Νοέμβρης του '89


Του 'Ανσελμ Γιάππε

 Σύνδεσμος πρωτότυπου: https://www.krisis.org/1993/recensione/

    Μετά τις πτώσεις του Τείχους του Βερολίνου και των οικονομιών των Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, στη Γερμανία δύο ρεύματα επήλθαν σε σύγκρουση: το πλειοψηφικό ρεύμα χαιρόταν με το γεγονός και έβλεπε σε αυτό την επιβεβαίωση της ανωτερότητας του Δυτικού μοντέλου. Αντιθέτως, μια μειονότητα ανησυχώντας για το τεράστιο βάρος που θα αναλάμβανε μια επανενοποιημένη Γερμανία, μίλησε για τον κίνδυνο ενός «Τέταρτου Ράιχ» και κατήγγειλε επίσης την άνευ όρων υποταγή των χωρών της Ανατολής στο παγκόσμιο κεφάλαιο. 

    Ύστερα από τούτη τη διπλή κατάρρευση η γέννηση μιας Γερμανικής υπερδύναμης και η ραγδαία επέκταση του δυτικού καπιταλισμού ―ο οποίος θεωρήθηκε νικητής από το δικαστήριο της ιστορίας―, προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κρίθηκαν ομόφωνα αναπόφευκτες. Οι διαφορές των απόψεων αφορούσαν μόνο την αποτίμηση: στη Γερμανία η πλειοψηφία ήταν ευχαριστημένη που η χώρα είχε ανακτήσει τον ιστορικό της ρόλο, ενώ μια μειοψηφία στην χώρα αυτή και η πλειοψηφία στο εξωτερικό φοβόντουσαν ένα «Τέταρτο Ράιχ». Ο τελικός θρίαμβος του καπιταλισμού ―μια έννοια και πάλι της μόδας, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε προσβλητική γεύση― μπορούσε να είναι εξίσου ένας λόγος τόσο για θρίαμβο, όσο και για μία πικρόχολη δυσαρέσκεια, αναλόγως τα γούστα.

    Ο Ρόμπερτ Κουρτζ και η επιθεώρηση Κρίση {Krisis] που διηύθυνε ήταν οι μόνοι πρακτικά, που καταδείκνυαν ότι η προσάρτηση μιας οικονομίας σε πλήρη κατάρρευση θα ήταν καταστροφική για τη Γερμανία και ότι η έξοδος από τη σκηνή των «κομμουνιστικών» καθεστώτων ήταν αποκλειστικά ένας παράγοντας μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που είχε ήδη υποσκάψει τα θεμέλια των Δυτικών κοινωνιών οι οποίες είχαν ―επομένως― πολλά άλλα προβλήματα πέραν της κατάκτησης καινούργιου χώρου.

    Η ταχεία διάψευση των προσδοκιών περί νέων οικονομικών θαυμάτων είναι πιθανώς η αιτία του γεγονότος ότι το βιβλίο, «Η Κατάρρευση της νεωτερικότητας» [Der Kollaps der Modernisierung], το οποίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1991, έφτασε τάχιστα τα είκοσι χιλιάδες αντίτυπα και στη σημαίνουσα εφημερίδα Frankfurter Rundschau το αποκάλεσαν: «το πλέον πολυσυζητημένο από τις πρόσφατες εκδόσεις». Εκκινώντας από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ουσιώδους ταυτότητας μεταξύ της οικονομίας της αγοράς και της κρατικής οικονομίας: αμφότερες βασίζονται στην «αφηρημένη εργασία», δηλαδή με άλλα λόγια, στην εργασία ως αυτοσκοπό, που δεν στοχεύει στην ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών αλλά στο να προάγει την «αυτοματοποιημένη κίνηση» του χρήματος και την αέναη αύξησή του. Η επέκταση σε όλη την κοινωνική ζωή της αφηρημένης εργασίας επιβλήθηκε από την Αναγέννηση κι έπειτα μέσα σε διαφορετικά στάδια και στην πραγματικότητα συνιστά τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της νεωτερικότητας. Ο Κρατικός παράγοντας και ο νομισματικός/μονεταριστικός παράγοντας, με άλλα λόγια το ελεύθερο εμπόριο που επικράτησε σε εναλλασσόμενες φάσεις και οι παρεμβάσεις του Κράτους, εν γένει βάναυσες, ήταν ουσιώδη για εκείνο που ο Μαρξ περιέγραφε ως «πρωταρχική συσσώρευση» Από την στιγμή που ο καπιταλισμός ξεκίνησε, έγινε ολοένα και πιο δύσκολο για κάθε νεοφερμένο να εισαχθεί σε αυτόν. Η ρωσική επανάσταση του 1917 έθεσε, πέρα ​​από τη βούληση των ηγετών της, το πρόβλημα της ταχείας εκτέλεσης ενός βιαστικού εκσυγχρονισμού, κατευθύνοντας την υπεραξία σε στρατηγικούς τομείς. Αυτό που ήταν αποκρουστικό στη δυτική συνείδηση όπως ο απολυταρχισμός της ΕΣΣΔ, ήταν στην πραγματικότητα, μια συμπυκνωμένη επανάληψη του δικού της παρελθόντος. Όπως επιδεικνύει ο Κουρτζ, η απόδειξη επ’ αυτού είναι το πώς ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» μοιάζει πάρα πολύ με το αυτάρκες «κλειστό εμπορικό κράτος» του οποίου ο Φίχτε ήταν υπέρμαχος. Οι τιμές, το χρήμα, το κέρδος, οι μισθοί, τα εμπορεύματα, ούτε μια από τις βασικές κατηγορίες δεν είχε εξαφανιστεί. Αντιθέτως, ο Λένιν είδε στη Γερμανική οικονομία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και πιο συγκεκριμένα στα γερμανικά ταχυδρομεία ένα μοντέλο για να το ακολουθήσει. Όμως, ενώ η ΕΣΣΔ πέτυχε στην σταλινική περίοδο να επαναλάβει την εκτεταμένη συσσώρευση της αρχικής καπιταλιστικής περιόδου, αποδείχθηκε ανίκανη να προχωρήσει τα διαδοχικά στάδια. Η απουσία της αγοράς συνεπαγόταν τη συνολική έλλειψη προσαρμογής της παραγωγής της αξίας στην πραγματική αναγκαιότητα.


 

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Η οικειότητα της βίας στην βία της ανοικειότητας*

 The Seventh Continent - movie: watch streaming online

 

«Το πραγματικά φρικιαστικό είναι η υποψία ότι αυτή η προφανώς παράλογη φύση τέτοιων πράξεων θα μπορούσε να έχει τις ρίζες της στον τρόπο που ζούμε, και ότι μάλιστα θα μπορούσαν να ερευνηθούν λογικά.»

Μίκαελ Χάνεκε

 

Η

 κοινωνία της υλικής αφθονίας δια της εις άτοπον απαγωγής γνωρίζει πώς να ξεδιαλέγει ένοχους. Για την αποτρόπαια πράξη αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι θύτες της που τήν εκτελούν εφόσον οι φυσιολογικοί άνθρωποι δεν φέρονται έτσι κι γι’ αυτό δεν μπορούν ποτέ να διαπράξουν τέτοιες ανομολόγητες ακρότητες. Τα νοσηρά κίνητρα κρύβονται αδιαλείπτως μέσα στις λεπτομέρειες και η κατανόηση τους σταματά ακριβώς εκεί. Όποιος διαπράττει αναίτιους ξυλοδαρμούς έχει «συνήθως» προβληματικό περιβάλλον (οικογενειακό, κοινωνικό, οικολογικό και πάει λέγοντας) ελλιπή παιδεία ή κατά βάθος ενέχει την διαστροφή και θέλει να το κάνει. Η μετριοπαθής δημοσιολογία γουστάρει να τραβά μία μανιχαϊστική γραμμή καταπραϋντικά και να κατοχυρώνει έτσι την «αθωότητά» της. Αποτελεί όντως ζήτημα παιδείας η ηθική της απόφανση, το πρόβλημα μιας δασκαλεμένης σκέψης να προτάσσει την αυτοαναφορικότητα της ως οιονεί ξόρκι απέναντι στις εκρήξεις του θυμού.

     Η αρρώστια της υπάρχουσας κοινωνίας συμβαδίζει με της δυνατότητές της. Είναι η αυτοαναφορικότητα στο εξής που απασφαλίζει την ενότητα στην δυστυχία της. Η παντελής έλλειψη επαφής με τη πραγματικότητα από τον Λόγο του Θεάματος που είναι εμμονικά προσκολλημένος στον μονόλογο του εαυτού του αποτελεί εχέγγυο για την παντελή έλλειψη επίγνωσης ή κρίσης των ανθρώπων ώστε ν’ αλληλεπιδρούν με τον κόσμο γύρω τους. Μια ναρκισσιστική ορθολογικότητα, ολοένα και πιο ανίκανη να συνειδητοποιήσει τ’ αποτελέσματα της ανόητης εμπορευματικής υλικής παραγωγής στην καθημερινότητά της, ασυνείδητη «από οποιαδήποτε φροντίδα για κάθε φυσική ισορροπία όπως και για κάθε προηγούμενη [ψυχική] αρμονία ενός ανθρώπινου περιβάλλοντος» (Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων). Όσο κι αν η εξελιγμένη δυστυχία βρίσκει επίμονα μανιακή διέξοδο, μέσα από λανθάνουσες ορμές σε θύτες και θύματα με δυσβάσταχτες συνέπειες, η εμμενής τυφλότητα είναι ανήμπορη στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Σε μία κοινωνία με τις πιο πλούσιες υλικές δυνατότητες που έχουν υπάρξει ποτέ προκύπτουν οι πιο φτωχές πνευματικές ιδιότητες. Η βία είναι η μεγαλύτερη οικειότητά της γιατί απορρέει μέσα από την άμεση βία της ανοικειότητας ενός άθλια ομογενοποιημένου κόσμου.

     Η ανερμάτιστη ευτυχία της επιδερμικότητας που δημιουργεί η λατρεία μιας επαυξημένης αποστέρησης, φτάνει, για να βιάσει την άμεση επικοινωνία. Έχει μεγαλύτερη αξία η καταγραφή άγριων ξυλοδαρμών στα κινητά τηλέφωνα ιδιωτών ακριβώς την ώρα και την στιγμή που συμβαίνουν (που ορισμένες φορές καταλήγουν σε ψυχρή δολοφονία ανυπεράσπιστων μπροστά σε μάτια  θεάτων) από την ελάχιστη παρέμβαση της επί τόπου αποτροπής τους. Άνθρωποι οι οποίοι, είτε με παιδεία, είτε χωρίς παιδεία, ούτε κατά διάνοια δεν συλλαμβάνουν τί εφιαλτικές δυνατότητες γεννά η μονόχνωτη επικοινωνία ενός απομονωμένου βίου μέσα σε μια αποσαθρωμένη κοινότητα. Η τρομακτική παραίτηση από οποιαδήποτε μορφή ευαισθησίας τρέφει μακάρια τον αυτοκαστροφικό λήθαργο του Λόγου. Στον δρόμο που έχει πάρει, το τέλος της νεωτερικότητας θα έχει κακά ξεμπερδέματα.

* Για τον ξυλοδαρμό του σταθμάρχη στο μετρό.