Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Anti-imp α λα Πούτιν

Η γυναίκα που κλαίει, Πάμπλο Πικάσσο 1937, ελαιογραφία

 

Anti-imp α λα Πούτιν

Πώς τα αυταρχικά καθεστώτα σκηνοθετούν τους εαυτούς τους σαν αγωνιστές αντίστασης ενάντια στη Δύση
 του Ερνστ Λόχοφ

Σύνδεσμος πρωτότυπου κειμένου: https://jungle.world/artikel/2022/07/antiimp-la-putin

 Ημερομηνία δημοσίευσης 17/2/2021

«Ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια του τη χώρα» έγραψε ο Καρλ Λίμπκνεχτ κατά τη διάρκεια του Α’ παγκόσμιου πολέμου, μία φράση η οποία έμεινε βαθιά χαραγμένη στην συλλογική μνήμη της Αριστεράς. Η παρόρμηση της μητροπολιτικής Αριστεράς να αρνηθεί την κινητοποίηση ενάντια στον εξωτερικό εχθρό δεν έρχεται τυχαία. Η καπιταλιστική παγκόσμια κοινωνία αποτελεί εν τέλει, μία επιβεβαιωμένα ιμπεριαλιστική τάξη, στην οποία η εξουσία και η επιρροή κατανέμονται εξαιρετικά άνισα σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Κατά συνέπεια, τα κράτη του καπιταλιστικού κέντρου ορίζουν τον ρυθμό με τον οποίο πρέπει να χορεύει η περιφέρεια της παγκόσμιας αγοράς και καθορίζουν επίσης κατά κανόνα τα ηγεμονικά πρότυπα ερμηνείας.

      Ακόμη και ο πόλεμος υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εναντίον του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν ακολούθησε το 2003 στο Ιράκ τούτο το γνώριμο σενάριο. Εν τούτοις, σηματοδοτεί συγχρόνως ένα ιστορικό ορόσημο. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν, να συντρίψουν στρατιωτικά την ετοιμόρροπη αναπτυξιακή δικτατορία του Ιράκ σε χρόνο μηδέν· παρ’ όλα αυτά η πολιτική αναδιοργάνωση κατέληξε σε φιάσκο. Η ιδεολογική αίσθηση του καθήκοντος με την οποία η Δύση τη δεκαετία του ’90 σύρθηκε στους «πολέμους για τα ανθρώπινα δικαιώματά» της, ως αυτοαποκαλούμενος παγκόσμιος αστυφύλακας, έχει έκτοτε εξαφανιστεί εντελώς.

      Όχι ότι η Δύση δεν είναι πλέον σε θέση να επιβάλλει παγκοσμίως την υπεροχή των οικονόμικών της συμφερόντων. Σοφά σε τούτο το έδαφος, οι εκάστοτε Πούτιν, Λουκασένκο και Ερντογάν αυτού του κόσμου ούτε καν αμφισβητούν τις ΗΠΑ και τα κράτη της ΕΕ. Άλλωστε, αμέσως μετά τον θρίαμβό τους την περασμένη χρονιά οι νικητές Ταλιμπάν μεταμορφώθηκαν σε ικέτες ζητώντας από τη Γερμανική κυβέρνηση, μεταξύ άλλων, ανθρωπιστική βοήθεια· ωστόσο η συμπεριφορά τους στη σφαίρα της πολιτικής ταυτότητας γίνεται τόσο πιο πολεμοχαρής. Κάθε είδους απολυταρχικοί παίρνουν την πόζα του αντιιμπεριαλιστή αγωνιστή και θορυβωδώς δεν ανέχονται οποιοδήποτε δυτικό πατρονάρισμα ενώ την ίδια στιγμή δοκιμάζουν ν’ αποκτήσουν δοσοληψίες με τη Δύση.

      Αν το μοναδικό τίμημα για τούτη την αλλόκοτη μορφή συνεργασίας και αντιπαράθεσης, ήταν να χάσει το κύρος της η Δύση τότε το όλο ζήτημα θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί μια ασήμαντη μπαγαποντιά για την Αριστερά που προσανατολίζεται προς την χειραφέτηση. Δυστυχώς, τα πραγματικά θύματα της αντιπαράθεσης βρίσκονται εντελώς αλλού. Οι αυταρχικοί εξουσιαστές παίζουν από σπόντα [διπλό παιχνίδι]. Επιδιώκουν τη σύγκρουση με τη Δύση ώστε να εξασφαλίσουν τον έλεγχο επάνω στους δικούς τους λαούς. Αντιπαρατιθέμενοι στην Δύση, τα καθεστώτα των «κλεφτών και απατεώνων» ―όπως ο Αλεξέι Νοβάλνι και άλλοι αντιπολιτευτικοί αποκαλούν το ρωσικό κυβερνών κόμμα Ενωμένη Ρωσία― θέλουν να ανακτήσουν τη νομιμότητα που απολάμβαναν στην Ρωσία και αλλού, και την έχουν χάσει προ πολλού, σε μία κοινωνία εξαντλημένη από την διαφθορά και την κοινωνική αθλιότητα.

      Πρόθεσή τους είναι να τοποθετήσουν τις σχέσεις τους επάνω στην ακόλουθη επιχειρηματική βάση: οι ΗΠΑ και η ΕΕ πρέπει ν’ αποκηρύξουν τις φλυαρίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την δημοκρατία και ν’ αφήσουν στα αυταρχικά καθεστώτα την εξουσία τους και την ελευθερία τους στην κυριαρχία και την κατοχή των δικών τους πληθυσμών. Τότε η ειρηνική εξισορρόπηση των συμφερόντων δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα.

      Η υπόθεση εν προκειμένω γίνεται πιο περίπλοκη στην περίπτωση της τέως υπερδύναμης Ρωσίας, δεδομένου ότι δεν αρκεί στο καθεστώς του Πούτιν να διατηρεί την απόλυτη εξουσία στη χώρα του. Για να πείσει με το ζόρι των ρωσικό λαό, ότι είναι μάταιη η ανυπακοή, ακολουθεί ένα είδος στρατηγικής της μηδενικής δημοκρατίας στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Κάτω από τον φόβο της ανατρεπτικής μετάδοσης, η Ρωσία του Πούτιν έχει μετατραπεί σ’ ένα οχυρό προληπτικής αντεπανάστασης. Είτε πρόκειται για την Κιργιζία, τη Λευκορωσία ή, το Καζακστάν πιο πρόσφατα, μόλις μια κλεπτοκρατία κλονιστεί στην πρώην σοβιετική σφαίρα επιρροής, η σωτηρία είναι κοντά της στην μορφή της ρωσικής πολιτικής υποστήριξης ή ακόμη και του Ρωσικού στρατού. Τα κράτη της Βαλτικής είναι απίθανο να επανέλθουν και επίσης η Ουκρανία διέφυγε της ρωσικής μέγγενης με την «πορτοκαλί επανάσταση». Είναι πλέον πολύ πιο σημαντικό, τουλάχιστον ν’ αποσταθεροποιηθεί. Χωρίς την αποδέσμευση της δεν θα είχε ποτέ προσαρτηθεί η Κριμαία και δεν θα υπήρχε σήμερα καμιά ανάπτυξη των ρωσικών στρατευμάτων.

         Κάποια κομμάτια του αστικού τύπου γράφουν για τον νεοσοβιετικό ιμπεριαλισμό εν όψει της σύρραξης στην Ουκρανία. Τούτη η τοποθέτηση που κολλιέται σαν ετικέτα, συσκοτίζει περισσότερο από ό, τι επεξηγεί, διότι δεν καθιστά αν μη τι άλλο σαφές το παράδοξο που χαρακτηρίζει την σχέση της Ρωσίας με τα γειτονικά της Κράτη. Η έντονη επιθετικότητα της πολιτικής των Ρώσων εξουσιαστών εκπηγάζει από την αδυναμία του καθεστώτος και αποτελεί εκδήλωση της αποδιοργάνωσης της ρωσικής κοινωνίας. Πέραν αυτού, η χρήση της έννοιας του ιμπεριαλισμού υποδηλώνει ότι η ρώσικη ηγεσία επιδιώκει ν’ αποκτήσει τον άμεσο έλεγχο σε άλλες χώρες και στους πόρους τους ώστε να ενισχύσει τις δικές της οικονομικές δυνατότητες. Στην πραγματικότητα, η υποστήριξη του Λευκορωσικού καθεστώτος που έχει πληγεί από τις Δυτικές κυρώσεις και η προσάρτηση της Κριμαίας είναι μία επιχορήγηση δίχως προοπτική απόσβεσης. Εάν παραδόξως η Ρωσική ηγεσία δοκιμάσει πραγματικά να προσαρτήσει την Ουκρανία, αυτό θα ήταν ολέθριο για την κατοχική δύναμη ακόμη και χωρίς τις Δυτικές κυρώσεις.

      Επίσης, κάποια κομμάτια της Αριστέρας μιλούν με προθυμία για τον ιμπεριαλισμό. Όμως μ’ αυτό δεν υπονοούν την Ρωσία αλλά ως επί το πλείστον την Δύση. Λέγεται ότι η επέκταση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στα Ανατολικά είναι η έκβαση ενός μεθοδευμένου σχεδίου αρπαγής γης. Τούτη η ερμηνεία προβάλει στις αρχές του 21ου αιώνα τους κανόνες με τους οποίους λειτουργούσε η παγκόσμια πολιτική στα τέλη του 19ου αιώνα. Φυσικά και υπάρχουν κύκλοι στα Κράτη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που υποστηρίζουν την διεύρυνση στην Ανατολή, φυσικά και υπάρχουν μεμονωμένες πρωτεύουσες που επωφελήθηκαν από αυτή. Ωστόσο,  οι δυνάμεις που την παρακινούν δεν βρίσκονταν σε καμία περίπτωση στις μητροπολιτικές χώρες της Δύσης αλλά στα Κράτη της περιφέρειας.

      Στις χώρες της Βαλτικής και στην Ουκρανία η κατώτερη εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ και τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ ήταν κι εξακολουθεί να είναι, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η μοναδική προοπτική. Τις ωθεί στους αντίστοιχους θεσμούς. Στα Δυτικά μητροπολιτικά κράτη δεν υπερίσχυσε καθόλου ο ομόφωνος ενθουσιασμός. Προ παντός στην ΕΕ τα παλιά μέλη θεώρησαν τα νεότερα ότι είναι ένα εν δυνάμει βάρος. Η δημοκρατική αίσθηση του καθήκοντος και η υποψία ότι οι νέες προσθήκες μπορούσαν να επιβαρύνουν υπερβολικά το ταμείο και να θέσουν σε κίνδυνο την ικανότητα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξισορρόπησαν η μία την άλλη.

      Όσον αφορά το ΝΑΤΟ, είχε χάσει τον λόγο της ύπαρξής του με το τέλος της αντιπαράθεσης του διπολικού μπλοκ. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε είτε να είχε διαλυθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είτε να προσφέρει στην Ρωσία την ενταξή της. Όσο συνεχίζει να υπάρχει ως γνήσια Δυτική στρατιωτική συμμαχία, ήταν εύλογο για τις χώρες που αναζητούν δεσμούς με την Δύση να εξωθηθούν στο ΝΑΤΟ. Αν κάποιος θέλει να μιλήσει για τον ιμπεριαλισμό μέσα σ’ αυτόν τον συσχετισμό τότε θα πρέπει να δώσει έμφαση στην παράδοξη μορφή του. Προέρχεται λιγότερο από την παρόρμηση των παλιότερων μελών για κατάκτηση και επέκταση και πολύ περισσότερο από την επιθυμία των «νεοφερμένων» να ενταχθούν στην λέσχη των εκλεκτών. Ακόμη και οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν πλέον θαμμένο το όνειρό τους για έναν μονοπολικό κόσμο. θέλουν να επικεντρωθούν στον κύριο αντίπαλο τους και αυτός δεν εδρεύει στη Μόσχα αλλά στο Πεκίνο.

      Η ρωσική προπαγάνδα επεξηγεί τον Δυτικό προσανατολισμό των Κρατών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού ως έκβαση μιας συστηματικής «πολιτικής της περικύκλωσης». Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να επικαλείται την εθνική ταυτότητα και να αποσπά την προσοχή από τον τρόμο που προκαλεί ένας καπιταλισμός (α λα Πούτιν) της μεγάλης ρωσικής μαφίας σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού στα διάδοχα Κράτη της Σοβιετικής Ένωσης. Όντως η επιθετική τακτική της Ρωσικής κυβέρνησης κατά τεκμήριο καταλογίζει στην Δύση πως κάνει το αντίθετο από εκείνο, για το οποίο [το Κρεμλίνο] την κατηγορεί. Μόνο και μόνο, επειδή το καθεστώς του Πούτιν ξέρει ακριβώς πόσο περιορισμένο είναι το συμφέρον της Δύσης για την ανατόλική του περιφέρεια, επιδιώκει την αντιπαράθεση. Θα τού βγει ο υπολογισμός; Όπως και να έχει, δύσκολα θ’ αποτύχει εξαιτίας της γερμανικής πολιτικής. Σ’ αυτήν εδώ την χώρα υπάρχει μία ευρεία και άτυπη υπερκομματική συμμαχία που βρίσκει κατανόηση στον Πούτιν.

      Είναι αχρείαστη μια ριζοσπαστική Αριστερά η οποία προθυμοποιείται να στηθεί στην ουρά και να μπει σε τούτο τον μεγάλο συνασπισμό που αντιδρά [ενάντια] στην Δυτική πολεμική υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι δυνάμεις της χειραφέτησης στέκονται μπροστά σε μια εντελώς διαφορετική πρόκληση. Η οικουμενικότητα των Δυτικών αξιών, η οποία ανέκαθεν διέψευδε τον εαυτό της, έχει πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Είτε η Δύση θέλει να συμβιβαστεί με τον Πούτιν, είτε να συμμετέχει μαζί του στο παιχνίδι των συγκρούσεων του, και τα δύο στρατόπεδα τα ενώνει ένας ρεαλπολιτίκ προσανατολισμός.

      Ο αποχαιρετισμός στην φιλελεύθερη-δημοκρατική αίσθηση του καθήκοντος δεν καθιστά καθόλου τον κόσμο έναν καλύτερο τόπο, αλλά έναν ακόμη πιο τρομαχτικό. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ο φιλελεύθερος μύθος έλεγε ότι η δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς θ’ άνοιγαν τον δρόμο για τα μέλη της παγκόσμιας κοινωνίας προς την ελευθερία και την ευημερία. Αυτή η ψευδαίσθηση έχει η ίδια ντροπιαστεί αξιολύπητα. Μα τούτο δεν πρέπει να σημαίνει ότι το δικαίωμα του καθενός στην αυτοδιάθεση και στην συμμετοχή του μέσα στον κοινωνικό πλούτο καταπέφτει στον σωρό των σκουπιδιών της ιστορίας.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Και για να μην ξεχνιόμαστε (συμβολική επέτειος της κατάρρευσης του σύγχρονου κόσμου)

Βερολίνο, Νοέμβρης του '89


Του 'Ανσελμ Γιάππε

 Σύνδεσμος πρωτότυπου: https://www.krisis.org/1993/recensione/

    Μετά τις πτώσεις του Τείχους του Βερολίνου και των οικονομιών των Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, στη Γερμανία δύο ρεύματα επήλθαν σε σύγκρουση: το πλειοψηφικό ρεύμα χαιρόταν με το γεγονός και έβλεπε σε αυτό την επιβεβαίωση της ανωτερότητας του Δυτικού μοντέλου. Αντιθέτως, μια μειονότητα ανησυχώντας για το τεράστιο βάρος που θα αναλάμβανε μια επανενοποιημένη Γερμανία, μίλησε για τον κίνδυνο ενός «Τέταρτου Ράιχ» και κατήγγειλε επίσης την άνευ όρων υποταγή των χωρών της Ανατολής στο παγκόσμιο κεφάλαιο. 

    Ύστερα από τούτη τη διπλή κατάρρευση η γέννηση μιας Γερμανικής υπερδύναμης και η ραγδαία επέκταση του δυτικού καπιταλισμού ―ο οποίος θεωρήθηκε νικητής από το δικαστήριο της ιστορίας―, προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κρίθηκαν ομόφωνα αναπόφευκτες. Οι διαφορές των απόψεων αφορούσαν μόνο την αποτίμηση: στη Γερμανία η πλειοψηφία ήταν ευχαριστημένη που η χώρα είχε ανακτήσει τον ιστορικό της ρόλο, ενώ μια μειοψηφία στην χώρα αυτή και η πλειοψηφία στο εξωτερικό φοβόντουσαν ένα «Τέταρτο Ράιχ». Ο τελικός θρίαμβος του καπιταλισμού ―μια έννοια και πάλι της μόδας, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε προσβλητική γεύση― μπορούσε να είναι εξίσου ένας λόγος τόσο για θρίαμβο, όσο και για μία πικρόχολη δυσαρέσκεια, αναλόγως τα γούστα.

    Ο Ρόμπερτ Κουρτζ και η επιθεώρηση Κρίση {Krisis] που διηύθυνε ήταν οι μόνοι πρακτικά, που καταδείκνυαν ότι η προσάρτηση μιας οικονομίας σε πλήρη κατάρρευση θα ήταν καταστροφική για τη Γερμανία και ότι η έξοδος από τη σκηνή των «κομμουνιστικών» καθεστώτων ήταν αποκλειστικά ένας παράγοντας μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που είχε ήδη υποσκάψει τα θεμέλια των Δυτικών κοινωνιών οι οποίες είχαν ―επομένως― πολλά άλλα προβλήματα πέραν της κατάκτησης καινούργιου χώρου.

    Η ταχεία διάψευση των προσδοκιών περί νέων οικονομικών θαυμάτων είναι πιθανώς η αιτία του γεγονότος ότι το βιβλίο, «Η Κατάρρευση της νεωτερικότητας» [Der Kollaps der Modernisierung], το οποίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1991, έφτασε τάχιστα τα είκοσι χιλιάδες αντίτυπα και στη σημαίνουσα εφημερίδα Frankfurter Rundschau το αποκάλεσαν: «το πλέον πολυσυζητημένο από τις πρόσφατες εκδόσεις». Εκκινώντας από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ουσιώδους ταυτότητας μεταξύ της οικονομίας της αγοράς και της κρατικής οικονομίας: αμφότερες βασίζονται στην «αφηρημένη εργασία», δηλαδή με άλλα λόγια, στην εργασία ως αυτοσκοπό, που δεν στοχεύει στην ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών αλλά στο να προάγει την «αυτοματοποιημένη κίνηση» του χρήματος και την αέναη αύξησή του. Η επέκταση σε όλη την κοινωνική ζωή της αφηρημένης εργασίας επιβλήθηκε από την Αναγέννηση κι έπειτα μέσα σε διαφορετικά στάδια και στην πραγματικότητα συνιστά τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της νεωτερικότητας. Ο Κρατικός παράγοντας και ο νομισματικός/μονεταριστικός παράγοντας, με άλλα λόγια το ελεύθερο εμπόριο που επικράτησε σε εναλλασσόμενες φάσεις και οι παρεμβάσεις του Κράτους, εν γένει βάναυσες, ήταν ουσιώδη για εκείνο που ο Μαρξ περιέγραφε ως «πρωταρχική συσσώρευση» Από την στιγμή που ο καπιταλισμός ξεκίνησε, έγινε ολοένα και πιο δύσκολο για κάθε νεοφερμένο να εισαχθεί σε αυτόν. Η ρωσική επανάσταση του 1917 έθεσε, πέρα ​​από τη βούληση των ηγετών της, το πρόβλημα της ταχείας εκτέλεσης ενός βιαστικού εκσυγχρονισμού, κατευθύνοντας την υπεραξία σε στρατηγικούς τομείς. Αυτό που ήταν αποκρουστικό στη δυτική συνείδηση όπως ο απολυταρχισμός της ΕΣΣΔ, ήταν στην πραγματικότητα, μια συμπυκνωμένη επανάληψη του δικού της παρελθόντος. Όπως επιδεικνύει ο Κουρτζ, η απόδειξη επ’ αυτού είναι το πώς ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» μοιάζει πάρα πολύ με το αυτάρκες «κλειστό εμπορικό κράτος» του οποίου ο Φίχτε ήταν υπέρμαχος. Οι τιμές, το χρήμα, το κέρδος, οι μισθοί, τα εμπορεύματα, ούτε μια από τις βασικές κατηγορίες δεν είχε εξαφανιστεί. Αντιθέτως, ο Λένιν είδε στη Γερμανική οικονομία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και πιο συγκεκριμένα στα γερμανικά ταχυδρομεία ένα μοντέλο για να το ακολουθήσει. Όμως, ενώ η ΕΣΣΔ πέτυχε στην σταλινική περίοδο να επαναλάβει την εκτεταμένη συσσώρευση της αρχικής καπιταλιστικής περιόδου, αποδείχθηκε ανίκανη να προχωρήσει τα διαδοχικά στάδια. Η απουσία της αγοράς συνεπαγόταν τη συνολική έλλειψη προσαρμογής της παραγωγής της αξίας στην πραγματική αναγκαιότητα.


 

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Στον Σκοτεινό Καθρέφτη της Πανδημίας



Μετάφραση πάνω στο σημείωμα του Γκαμπριέλ Ζακαρίας το οποίο δημοσιεύτηκε στις 23 Μαρτίου μέσα από τον ιστότοπο: Revista Cult




Αυτή η κοινωνία που καταργεί τις γεωγραφικές αποστάσεις, εμπερικλείει την απόσταση, ως θεαματικό διαχωρισμό.
Γκυ Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, §167


  Μιλούσα μ’ ένα φίλο που ζει στο Μπέργκαμο, πόλη στον Βορά της Ιταλίας όπου σπούδασα και η οποία επί του παρόντος είναι μία από τις πλέον πληγείσες λόγω της επιδημίας του κορονοϊού. Μου περιέγραψε την κατάσταση σαν «ένα ατελείωτο επεισόδιο του Black Mirror» (Μαύρος Καθρέφτης). Όντως, είναι δύσκολο να αγνοήσεις την αίσθηση πως βιώνουμε μια δυστοπία, όπως αυτές που αναπαριστώνται σε τόσες σειρές του είδους. Δεν είναι σύμπτωση ότι ο Μαύρος Καθρέφτης, ίσως η πλέον διάσημη σ’ αυτές τις σειρές, εμπεριέχει τη λέξη «καθρέφτης» στον τίτλο τής. Τα επεισόδια της δεν αναπαριστούν έναν μακρινό κόσμο –μια μακρινή εποχή, απόμακρους γαλαξίες, παράλληλα σύμπαντα– αλλά ένα κοντινό μέλλον μιας απροσδιόριστης χρονολόγησης. Παράδοξο και οικείο μαζί, το μυστήριό του μας επιτρέπει να φανταστούμε τι θα οδηγήσει στην ενδυνάμωση τάσεων που είναι ήδη παρούσες στους καθημερινούς μας βίους. Ίσως αυτό που βιώνουμε αυτή τη στιγμή μπορεί να γίνει κατανοητό με τον ίδιο τρόπο. Ο εκτροχιασμός της κανονικότητας μας φαίνεται να αναγγέλλει ένα εγγύς μέλλον (ήδη ξεκίνησε) τόσο παράξενο και οικείο. Μπορούμε να μάθουμε κάτι για τον κόσμο στον οποίο ζούμε από τούτο το «ατελείωτο επεισόδιο»; Ασυνήθιστες στιγμές ή καιροί κρίσεων μπορούν τουλάχιστον να χρησιμέψουν καλύτερα στην κριτική αντίληψη της συνηθισμένης κανονικότητας μας. Έχω προτείνει αλλού ότι εξετάζουμε τον «καθρέφτη της τρομοκρατίας» ως ένα τρόπο να κατανοήσουμε καλύτερα την κοινωνία του ύστερου καπιταλισμού που έχει σπείρει νέες μορφές τρομοκρατίας.[1] Παρομοίως, θεωρώ ότι είναι συναφές να αναλογιστούμε επί του παρόντος από το είδωλο που σχηματίζεται επάνω στο μαύρο καθρέφτη της πανδημίας.
   Η κατάσταση μας καλεί να σκεφτούμε επάνω σε αρκετά επίπεδα: πολιτική οργάνωση, οικονομική αναπαραγωγή, η σχέση με τη φύση και οι χρήσεις της επιστήμης. Θέλω μόνο να θεματοποιήσω εδώ το πρόβλημα στην ιδέα της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» (social distancing), που έγινε γρήγορα αποδεκτή ως κανόνας ανά την υφήλιο, οδηγώντας στην προοδευτική απαγόρευση των συναντήσεων και στην κανονικοποίηση μιας καθημερινότητας που διεξάγεται σε απομόνωση. Η κατάσταση της πανδημίας βασίζεται σε μια αντίφαση που πρέπει να της δοθεί έμφαση. Η ραγδαία εξάπλωση της νόσου είναι το αποτέλεσμα των παγκόσμιων ροών που έχουν ενώσει τους πληθυσμούς σε πλανητική κλίμακα. Από τη πανδημία γεννιέται το παράδοξο ενός παγκόσμιου πληθυσμού ενοποιημένου σ’ ένα καθεστώς ίσου περιορισμού. Κοντολογίς, υπάρχει μια πάγια απομόνωση των ατόμων σ’ έναν πλήρως συνδεδεμένο κόσμο. Τούτο το παράδοξο δεν είναι ένα αποκλειστικό παράδοξο της πανδημίας, αλλά ένα παράδοξο που η πανδημία έχει οδηγήσει στ’ άκρα, κι έτσι το έκανε ορατό. Στην πραγματικότητα, η διαλεκτική μεταξύ διαχωρισμού και ενοποίησης (των διαχωρισμένων) βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης του Δυτικού καπιταλισμού ο οποίος έχει ενοποιήσει την υφήλιο.
   Ο Γκυ Ντεμπόρ είχε ήδη προσέξει αυτή τη διαρθρωτική αντίφαση όταν επιχειρούσε να εξηγήσει τη «θεαματική» φάση του καπιταλισμού, η οποία προαναγγέλθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα. Αυτό που αποκάλεσε «η κοινωνία του θεάματος» ήταν μια κοινωνική μορφή που βασιζόταν στην αρχή του διαχωρισμού. Ό,τι συνήθως περιγράφτηκε σαν μια κοινωνία μαζικής επικοινωνίας μπορεί να κατανοηθεί, αντιθέτως, ως μια κοινωνία όπου η ικανότητα να επικοινωνείς είναι χαμένη μαζικά. Η επικοινωνία με την στέρεή της έννοια ήταν το προνόμιο της κοινοτικής ζωής, μια κοινή γλώσσα που δημιουργούσε η κοινή εμπειρία. Αυτό που συνέβη στις κοινωνίες του προηγμένου καπιταλισμού ήταν ακριβώς το αντίθετο. Η επέκταση στο χώρο –μεγάλες πόλεις, απομακρυσμένα προάστια, παγκόσμια οικονομική κυκλοφορία– κι ο εξορθολογισμός της εργασίας, με την υπερεξειδίκευση των ατομικών καθηκόντων, σηματοδότησε την συμπαγή απόσταση μεταξύ των ανθρώπων και την απώλεια κοινών αντιλήψεων,  παράγοντας ο οποίος ενισχύθηκε από το κρατικό μονοπώλιο επάνω στην οργάνωση της συλλογικής ζωής. Η σταδιακή εξαφάνιση της κοινότητας και των μορφών επικοινωνίας τής ήταν το προαπαιτούμενο για την ανάδυση των μέσων μαζικής επικοινωνίας – τα οποία είναι ακριβώς το αντίθετο από τα μέσα της επικοινωνίας, δεδομένου ότι βασίζονταν στην αύξηση της πραγματικής απομόνωσης. Τα εκατομμύρια των θεατών, ευθυτενή μπροστά στους τηλεοπτικούς τους δέκτες, καταναλώνοντας τις ίδιες εικόνες χωρίς να επικοινωνούν μέταξύ τους, παρέμεινε μια απολύτως σαφής αναπαράσταση του γεγονότος ότι το Θέαμα, όπως ο Ντεμπόρ έγραψε, «συνενώνει το διαχωρισμένο, αλλά το συνενώνει ως διαχωρισμένο» (§29). Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή η παρατήρηση και η κριτική που τη συνοδεύει θα ήταν παρωχημένη στον σημερινό κόσμο χάρη στην έλευση του διαδικτύου και των τεχνολογιών που πηγάζουν απ’ αυτό. Αντί για θεατές ευθυτενείς μπροστά απο τους χθεσινούς τηλεοπτικούς δέκτες, σήμερα θα είχαμε «δραστήριους» θεατές που ανταλλάσσουν μηνύματα, παράγουν και αναμεταδίδουν το δικό τους περιεχόμενο. Αλλά η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν αμφισβήτησε τον τελευταίο μισό αιώνα τον θεμελιώδη διαχωρισμό που υπόκειται στην συγκεκριμένη ανάπτυξη των τεχνολογιών επικοινωνίας. Η απολύτως συνηθισμένη σκηνή μιας παρέας φίλων γύρω από ένα τραπέζι εστιατορίου, οι οποίοι αντί να μιλούν ο ένας με τον άλλο κοιτούν τις οθόνες των κίνητών τούς, είναι αρκετή για να αποδείξει αυτή την αλήθεια. Σήμερα, το διαχωρισμένο ενώνεται ως διαχωρισμένο όπου καταλαμβάνει τον ίδιο φυσικό χώρο.
   Αυτό που έκλεψαν από εμάς τούτη τη στιγμή, εν μέσω πανδημίας, ήταν η δυνατότητα συνύπαρξης στον φυσικό χώρο. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η απαγόρευση των συναντήσεων και η υποχρέωση του περιορισμού φαίνονται πιο εύκολα αποδεκτές από έναν παγκόσμιο πληθυσμό απ’ ότι θα ήταν η απαγόρευση ή η διακοπή του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων. Κατά ειρωνικό τρόπο, η «κοινωνική αποστασιοποίηση» διατείνεται τώρα σαν η μεγάλη σωτηρία μιας κοινωνίας που ήταν πάντοτε εδραιωμένη στην αποστασιοποίηση. Ο μόνος τόπος συνάντησης σε μία κοινωνία εμπορευματικής παραγωγής, είναι στην πραγματικότητα, η αγορά – εκεί είναι που τα εμπορεύματα οδηγούν τους παράγωγούς τους και τους καταναλωτές από το χέρι και είναι που εκ μέρους τούς οι άνθρωποι συναντιόνται. Είναι η απουσία αυτών των συναντήσεων, που τώρα απαγορεύτηκαν, η οποία μας εκπλήσσει τόσο πολύ – το κλείσιμο των χώρων δουλειάς και κατανάλωσης. Αλλά ο καπιταλισμός, που ήταν μια κοινωνική σχέση μεσολαβημένη από πράγματα, σχίστηκε σε μια κοινωνική σχέση μεσολαβημένη από εικόνες. Και είναι ήδη δυνατό να είσαι σ’ ένα μέρος χωρίς να βρίσκεσαι εκεί∙ είναι δυνατό να εργάζεσαι (σ’ ένα ορισμένο βαθμό) και να καταναλώνεις (χωρίς όριο) χωρίς να χρειάζεται να φύγεις από το σπίτι. Η μεγάλη υπόσχεση που επαναλήφθηκε από τις διαφημίσεις πως όλος ο κόσμος είναι στο χέρι μας μ’ ένα απλό άγγιγμα της οθόνης –όλα μπορούν ν’ αγοραστούν και να παραδοθούν στα σπίτια μας–  δεν ήταν ανέκαθεν η υπόσχεση ενός εθελοντικού περιορισμού;
  Με αυτή την έννοια, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης της πανδημίας φαίνεται να έχει πραγματώσει, τουλάχιστον εν μέρει, το όνειρο του καπιταλισμού. Εάν το δυστοπικό επεισόδιο το οποίο προς το παρόν βιώνουμε αποδειχθεί ένα «ατελείωτο επεισόδιο», δεν θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα πληθυσμό τελείως εγκλιματισμένο στις εικονικές σχέσεις και στην απομόνωση που τρέφεται από το Νετφλιξ και τις υπηρεσίες παραδόσης (delivery). Τα ταξίδια θα απαγορευτούν και θα επιτρέπονται μόνο για τις ροές των εμπορευμάτων, ως αποτέλεσμα ενός τομέα παραγωγής κατ’ εξοχήν αυτοματοποιημένης. Το Θέαμα που αγωνιζόταν να καταστρέψει τον δρόμο, να καταργήσει τη συνάντηση και να εξαφανίσει όλους τους χώρους του διαλόγου –να εξουδετερώσει τις εναλλακτικές στην θεαματική ψευδο-επικοινωνία– θα έχει τελικά κερδήσει. Ο πραγματικός χώρος, εγκαταλελειμμένος από τ’ ανθρώπινα όντα που σε περιορισμό και βεβιασμένα θα έχουν τραπεί σε φυγή μέσω της εικονικότητας, θ’ ανήκει αποκλειστικά στα εμπορεύματα. Η ανθρώπινη κυκλοφορία «υποπροϊόν της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων», θα έχει τελικά καταστεί περιττή και ολόκληρος ο κόσμος θα έχει παραχωρηθεί «(σ)τα εμπορεύματα και τα πάθη τούς» (Debord, §168 and §66).
   Αυτό είναι απλώς μια άσκηση της φαντασίας – ένα απίθανο σενάριο προς το παρόν. Είναι ωστόσο, εύκολο να περιμένουμε ότι στο μέλλον θα γίνουμε μάρτυρες μιας αύξησης του ελέγχου στις παγκόσμιες ροές και την κυκλοφορία των ανθρώπων υπό υγειονομικά προσχήματα, με μια προοδευτική κανονικοποίηση των τρέχουσων ασυνήθιστων διαδικασιών (μ’ ένα παρόμοιο τρόπο αυτού που ξέρουμε για την τρομοκρατία μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001). Σε κάθε περίπτωση, είναι πάντοτε απερίσκεπτο να κάνεις προβλέψεις εν μέσω τόσων αβεβαιοτήτων. Αλλά οι στιγμές απαιτούν συλλογισμό και να σκεφτούμε ότι εκείνο που πραγματικά γνωρίζουμε είναι και το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε. Εκείνο που αισθανόμαστε ότι είναι το λιγότερο προβληματικό τούτη τη στιγμή είναι ίσως αυτό που χρειάζεται να θεματοποιηθεί συγκεκριμένα ως πρόβλημα. Μένει να ευελπιστούμε πως η κοινωνική αποστασιοποίηση θα μετατραπεί στο αποτέλεσμα της αποστασιοποίησης (Verfremdungseffekt) με την έννοια που απέδωσε ο Μπρεχτ – εκείνη μιας ρήξης με την αυτόνομη αναπαράσταση της κοινωνίας του θεάματος και των ψευδαισθήσεών της (εκ των οποίων η μεγαλύτερη όλων: εκείνη της καπιταλιστικής οικονομίας,  μίας παρανοϊκής και ακατάπαυστης αναπαραγωγής της αφηρημένης αξίας ενάντια στη ζωή). Μια αποστασιοποίηση σε σχέση με τούτη τη μορφή κοινωνίας: μια ευκαιρία αναγκαία για να επανεξετάσουμε κριτικά τους διαχωρισμούς που την ίδρυσαν και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τον καπιταλισμό στο καθημερινό μας βίο.



[1] (Σ.τ.μ.) Ο συγγραφέας υποννοεί το βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2018 στη Βραζιλία με τίτλο,  Στο Καθρέφτη της Τρομοκρατίας: Τζιχαντ και ΘέαμαNo espelho do terror: jihad e espetáculo , São Paulo: Elefante, 2018.