Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Internationale Situationniste. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Internationale Situationniste. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Η ανανέωση της λογοτεχνίας σαν φάρσα παραλόγου

Γιόζεφ Κουντέλκα, Εξορίες, Ιρλανδία 1976

Σημείωμα που εκφωνήθηκε στα πλαίσια της παρουσίασης του 5ου τεύχους του Σκαντζόχοιρου

Σ


τα χρόνια των μνημονίων, εάν περιδιάβαινε κανείς τα λογοτεχνικά σάιτ του διαδικτύου αποκόμιζε την αίσθηση από τους συνεντευξιαζόμενους δημιουργούς ότι η κρίση, καίτοι οικονομική όπως τόνιζαν οι ίδιοι, δύναται να οδηγήσει σε μία υπαρξιακή επαναξιολόγηση της ζωής αρκούντως αναδημιουργική κι επομένως μπορούσε να δώσει ένα δυνητικό έναυσμα για καινούργια άνθιση της λογοτεχνικής έκφρασης. Συγγραφείς και ποιητές, υπαινίσσονταν στους ισχυρισμούς τους την πεζολογία που θέλει τις περιόδους των κοινωνικών κρίσεων στη νεωτερική ιστορία ν’ αποτελούν και στιγμές κορύφωσης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κι έτσι με έντονη την αίσθηση που αφήνει σαφείς αιχμές για την ανανέωση της λογοτεχνίας, ήταν σαν να διατυπώνεται μία άρρητη ομοθυμία με τον κυρίαρχο τεχνοκρατικό λόγο, ο οποίος τιμάει σαν αυτό-εκπληρούμενη προφητεία την θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής» του Γιόζεφ Σούμπετερ,[*] ενός από τους πιο επιφανείς εκπρόσωπούς του. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ομοθυμία το μόνο που μπορεί να κάνει, με την απενοχοποιήση της κρίσης είτε από την οικονομική, είτε από την πολιτισμική μπάντα, είναι να μας φτύνει εκνευριστικά πίσω στα μούτρα την ηλίθια νομιμοποίηση του ετοιμόρροπου παρόντος.

   Αυτή η εξαπάτηση πηγάζει από την φετιχιστική εμμένεια της εμπορευματικής κοινωνίας να αξιολογεί το καθετί αναλόγως με την παράγωγή του, και πάντοτε για λογαριασμό της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής, μέσα στην οποία έχει σφυρηλατηθεί μια ατομική ψευδαίσθηση πως όχι μόνο όλα είναι δυνατά, αλλά πως δεν υπάρχει και καμία συνεκτική εναλλακτική απέναντι σ’ αυτή την κυρίαρχη οργάνωση. Από την πολιτισμική πλευρά, παραβλέπεται το γεγονός ενός αέναα επανερχόμενου παρόντος διά της επαναφομοιωτικής μεθόδου ασυνάρτητων θραυσμάτων από το παρελθόν που πάγωσαν μέσα στο ακίνητο παρόν χωρίς να δημιουργείται κάτι που να μην έχει επαναληφθεί ─ ακριβώς όπως το είχαν περιγράψει οι Καταστασιακοί σαν πρόβλεψη. Από την οικονομική κι επομένως τεχνοκρατική πλευρά πιπιλίζεται η λογική πλάνη των επανερχόμενων οικονομικών κύκλων, ασχέτως εάν τα τελευταία 45 χρόνια δεν έχει υπάρξει ούτε μία αναδιανομή του παγκόσμιου υλικού πλούτου προς τους πληβείους και με την νεκραναστημένη ακροδεξιά και πάλι παρούσα ως αποτέλεσμα, ενώ η αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας εδράζεται πλειοψηφικά πια στην μόνιμη παραγωγή ιδιωτικού ή κρατικού χρέους.

   Είναι κοινό μυστικό πλέον πως στην εποχή της χωρίς προηγούμενο θηριώδους παραγωγικότητας, είτε λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, είτε υλικών αγαθών, η ανθρώπινη κοινωνία δεν έχει βιώσει ποτέ τέτοια φτώχεια νοημάτων. Με άλλα λόγια και στο παράδειγμα που αφορά την ποίηση, ποτέ στην Ιστορία του πολιτισμού δεν παράχθηκε τόση ποίηση με τους ποιητές εν γένει ανύπαρκτους. Αυτό που θέλησε να επιδιώξει η Καταστασιακή Διεθνής, δηλαδή την κατασκευή καταστάσεων βασιζόμενες στα χειραφετημένα μέσα παραγωγής με σκοπό τον μετασχηματισμό τους σε μία ανώτερη ποιότητα βιωμάτων γεμάτων πάθος, μια διαρκή με άλλα λόγια βιωματική μετάβαση από την μία ποιοτική ατμόσφαιρα στην άλλη, μέσα σε μια πολεοδομία δυναμικά ποιητική συνέβη∙ μονάχα ως αποσύνθεση που ήταν, και παραμένει, το απώτατο στάδιο της αστικής σκέψης. Οι Καταστασιακοί επισήμαναν από το εναρκτήριο προγραμματικό τους κείμενο πως «η [τότε] παρούσα κατάληξη της κρίσης της σύγχρονης κουλτούρας είναι η ιδεολογική αποσύνθεση». Μια συνθήκη που βιώνεται πια στην δική μας εποχή ως σχιζοειδής διπολική πραγματικότητα θανάσιμης πλήξης και υπερδιέγερσης, συνοδευόμενη από την παραλυτική επήρεια μιας άνευ προηγουμένου τεχνολογίας. Στο κοινωνικό πεδίο της υπερεθνικής πραγματικότητας η ιδεολογική αποσύνθεση εκδηλώνεται πανευρωπαϊκά και αμερικανικά στους εθνικούς λαϊκισμούς κάνοντας ακόμα πιο επίκαιρη από το μακρινό 1842, την επισήμανση του Έντγκαρ Μπάουερ για την ελεύθερη κοινότητα στην μετάφραση που εμπεριέχεται στο παρόν τεύχους του Σκαντζόχοιρου: Εάν συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ελεύθερης κοινωνίας το ότι γνωρίζει τι κάνει τότε ή έννοια του «λαού» ακόμα κι αν περικλείεται ως πολιτική, παραμένει εντελώς αφηρημένη εφόσον ο λαός υποστασιοποιείται από μια ενότητα που είναι εξωτερική για να τον ορίσει. Ο ποιητικός τουρισμός του Ελύτη δύναται να εγγραφεί μέσα σε μια μακρά παράδοση λαϊκισμού, έτσι όπως τον ξεγύμνωσε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και μπορεί άνετα να ντύσει τις διαφημιστικές καμπάνιες του ΕΟΤ, όπως θα επέτασσε η ανάπτυξη της εθνικής ευημερίας, και είναι αρκετός στα καθ’ υμάς για να το υπενθυμίσει.

   Μέσα απ’ όλα τα ψεύδη που προπαγανδίστηκαν από την κυρίαρχη κουλτούρα σαν διαρκής υπόσχεση ελευθερίας η χειραφετημένη οργάνωση της ζωής παραμένει επιτακτική όσο ποτέ. Δεν είναι απαραίτητη καμία ανανέωση της Τέχνης όπως ευαγγελίζονται οι λογοτέχνες στα χρόνια της κρίσης, εάν η ίδια δεν έχει συναίσθηση μιας αμετάβλητης κατάστασης που την έχει μετατρέψει σε φανφαρονισμούς, ξεφτισμένους αισθητισμούς και περιττολογίες (όπως το καταδεικνύει και ο Σωτήρης στο δικό του κείμενο). Εάν απομένει μία ποιητική δυνατότητα αυτή θα είναι αδιαμεσολάβητη από τις αξιακές μορφές και την κοινωνία του θεάματος εν γένει οπότε πρέπει και να τις αντιπαλέψει για να πραγματωθεί. Η γλώσσα που είναι ζωντανή αρθρώνεται ακόμα εφόσον έχει την γνώση και την ικανότητα να προσβάλλει την ιδεολογία όταν διαφυλάσσει την αυτοσυνειδησία της. Θα επιμείνει λοιπόν στην επανίδρυση των ανθρώπινων σχέσεων με απώτερο σκοπό να τις αποκαταστήσει από τις καπιταλιστικές κατηγορίες για να τις υπερβεί ειδάλλως θα χαθεί κι αυτή στην περιρρέουσα αποσύνθεση του μεταμοντέρνου χυλού.






[*] Ο Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ ισχυριζότανι ότι: «το άνοιγμα νέων αγορών εντός και εκτός μιας χώρας, η ανάπτυξη της οργάνωσης, από τη χειροτεχνία έως τη βαριά βιομηχανία, και η στρατηγική, απεικονίζουν την ίδια διαδικασία βιομηχανικής μεταβολής, η οποία ασταμάτητα και εκ των έσω επαναστατικοποιεί τις οικονομικές δομές, καταστρέφοντας τις παλαιές και δημιουργώντας καινούργιες». Αυτή η «δημιουργική καταστροφή» αποτελεί το μέσον επιβίωσης του καπιταλισμού

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

«Κι ο μήνας Μάης δεν έχει ξανάρθει ποτέ, από το '68 εως το τέλος αυτού του κόσμου του θεάματος, δίχως να μας θυμήθουν!»*


 Η ομορφιά είναι στους δρόμους!
(Διαδηλώτρια σε φορείο στο Παρίσι, 17 Μάιου 1968)

  Αναγνώστη, προσοχή! Ακολουθεί κατάχρηση μηδαμινών στερεοτύπων. 
  Η γενιά της αμφισβήτησης, η σπορά της «σεξουαλικής επανάστασης»... Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο... Ο Μάης του '68 έμεινε στην Ιστορία... Το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 άλλαζε νοοτροπίες και κατεδάφισε τις αφόρητα καταπιεστικές και υποκριτικές συμπεριφορές... 

  Η κοινωνία του θεάματος ήταν πάντοτε βαριά εθισμένη στη στατική παρέλαση ξύλινων ευφημισμών. Ακόμη κι αν η εαρινή εξέγερση κρίθηκε προς στιγμή με την βαρυτική έλξη καταστασιακών δυνάμεων και με τη συνδρομή ασφαλώς ελευθεριακών σοσιαλιστών–Socialisme ou barbarie και των αναρχικών στην συνδιαμόρφωση της κοινής ανατρεπτικής κίνησηςπου κατακρήμνισαν το έδαφος κάτω από τα πόδια της αφασικά διαφωτισμένης κοινωνίας, αυτή δεν φείδεται με ακραία φιλαρέσκεια να τροφοδοτεί την επιφανειακή αποθέωση του καθολικού πάθους που την αμφισβήτησε εξ ολοκλήρου. Κάθε Μάης σέρνει κι ένα μνημόσυνο. Ακαδημαϊκοί της απολογητικής σχόλης και μεθοδολογιστές κοινωνιολόγοι ευλογούν τα πραγματιστικά τους γένια· εκθειάζουν τη δυνατότητα της δυτικής κοινωνίας να απαντά εποικοδομητικά στις προκλήσεις της, ενσωματώνοντάς τες σαν ανάγκες. Καλοζωισταί διανοούμενοι και εναλλακτικοί καλλιτέχνες που την έχουν «υποψιαστεί» ομνύουν με δέος ανιδεότητας την Επανάσταση της καθημερινής ζωής ωσάν απαρχή του μεταμοντέρνου καλλιτεχνήματος ενός «ελεύθερου δημιουργικού υποκειμένου». Παλιακοί αγωνισταί και όψιμοι επαναστάτες αποψύχουν το μόσχο τον σιτευτό του επαναστατικού νόστου. Όλοι τους πρότυπα στο παγωμένο παρόν αυτού του ανεστραμμένου κόσμου. Μακάριοι θεατές, φρουρούμενοι από τον θείο ύπνο τους, εξαργύρωσαν εισιτήριο στην πρώτη σειρά του θεωρείου. 
   Αλλά μετά τον Μάη που πάγωσε σαν καρτ ποστάλ, τι άλλο; Σαμπως αυτή η «λύτρωση» του ατόμου με την πλήρωση της ευελιξίας του αγοραίου υποκειμένου, οδήγησε πουθενά; Ή μήπως έβαλε, εν προκειμένω, μέσα από την πίσω πόρτα του ενναλακτισμού, τις διατρητικές δυνάμεις της αμετάκλητης διάλυσής του. Η «εκφραστική δημιουργικότητα», η «ρευστή ταυτότητα», η «αυτονομία», η «αυτοδημιούργητη ανάπτυξη» είναι τελικά όροι που παίζουν δίπορτο. Χρησιμοποιήθηκαν μέσα στην κριτική προσέγγιση της θεωρίας της μοντέρνας τέχνης αλλά ιδιάζουν, συγχρόνως —σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά—, την κοινωνική μηχανική της «ευέλικτης» αντίληψης για την αφηρημένη εργασία (Μαρξ) υποδηλώνοντας με τον χειρότερο τρόπο την πανωλεθρία αυτού που ονόμασαν νεωτερικό υποκείμενο. Σήμερα τα λείψανα της Τέχνης στέκουν βουβά στη βαναυσότητα της παρακμίακής της προσαρμογής. 'Ο,τι ορίζεται από το 1968 κι έπειτα ως «το νέο πνεύμα του καπιταλισμού» (Boltanski & Chiapello), το οικτρό συνονθύλευμα μιας καλλιτεχνίζουσας πολιτικής ορθότητας με το οποίο στολίζεται η αφηρημένη υλιστική χρησιμοθηρία, διασύρει και τις τελευταίες αυταπάτες για την αυτονομία της Τέχνης. Η Τέχνη όχι μόνο καταφάσκει δουλικά την ανυπόφορη αλλοτρίωση στην ήττα της να πραγματωθεί μέσα στην κοινωνική ζωή σαν περιοδεύων παλιάτσος, αλλά προσφέρει και τα ασυνάρτητα κουρέλια της για να ραφτούν τα ρούχα ενός αγοραία εξορθολογισμένου πρακτικιστή. Τόσο πετυχημένη ήταν η αναβάθμιση που της επιφύλαξε η κοινωνία του θεάματος τώρα που η νεωτερικότητα καταρρέει.
  Αλλά η γελοιότητα μιας κατάφασης δεν δύναται να καλλωπίσει την αθλιότητα μιας κοινωνίας. Το γένικό της ψεύδος αποκαλύπτεται με την πραγμάτική του μορφή. Με την ουτοπία μιας εκμηδένισης η οποία ποτέ της δεν συντέλεσε σε κάποια πρόοδο της ανθρώπινης Ιστορίας. Η πρόοδος της αστικής χίμαιρας επιβεβαίωσε την παρανοϊκή συνουσία χρήματος (του γενικού ισοδύναμου) και καλλιτεχνικής έκφρασης. Η κατάφαση στον εμπορεύσιμο χαρακτήρα της κουλτούρας ισοπεδώνει ουσιαστικά οποιαδήποτε ποιοτική κρίση. Μονάχα όταν βρίσκει απέναντί της την συνολική άρνηση που θέλει να επανακτήσει τον καθαρό έλεγχο επάνω στη ζωή, εκείνη την άρνηση που δεν ήθελε να εκσυγχρονίσει ή να διαχειριστεί την διαλυτική παρακμή της αλλοτρίωσης και της μιζέριας το '68, ενδέχεται ξανά η ποιητική δυνατότητα. Εκείνη που προτάσσει την έμπρακτη αξίωση της εξαφάνισης Κράτους και χρήματος μέσα από τις ζωές των ανθρώπων. Ή έστω την πτώση τούς σε θέση παρία. Έτσι έγινε τότε, κι έτσι θα γίνει και πάλι! Το ασυγκράτητο πάθος, η κατάφαση της ζωής δεν εφησυχάζει ποτέ σαν μια ασημαντότητα. Η αυτοσυνείδηση που ξυπνά την επιθυμία δεν μπορεί να μείνει στατική στο έλεος του τίποτα. Ειδάλλως θα καταστραφεί κι αυτή μαζί του!

* Ο τίτλος είναι παράφραση της φράσης του Ντεμπόρ.
** Αν έχουμε υπόψιν ότι «η συγκεκριμένη ζωή των πάντων έχει εκπέσει σε θεωρητικό σύμπαν» (Γκυ Ντεμπόρ), θα καταλάβουμε ποιοι κατέβηκαν τότε στους δρόμους και γιατί η Αριστερά είναι κλινικά νεκρή.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

All the king's men



Αναδημοσίευση από τον συντροφικό ιστότοπο Black Out: https://blackout.yfanet.net/keimena/1
 Ένα από τα ωραιότερα κείμενα της Καταστασιακής Διεθνούς για την γλώσσα, το «All the King's Men» δημοσιεύθηκε στο όγδοο τεύχος της ομώνυμης επιθεώρησης τον Ιανουάριο του 1963 και δεν συμπεριλήφθηκε σε καμία ανθολογία των κειμένων τής στα Ελληνικά. Οι Καταστασιακοί επιμένουν σ' ένα από τα τελευταία οχυρά επαναστατικής δυνατότητας για ελεύθερη δράση το οποίο εξακολουθεί να παραμένει ανεκμετάλλευτο στην εποχή μας - σκλαβωμένο στις ορμές του αυτόματου υποκειμένου (Μαρξ) και στην ψευδαίσθηση του θεάματος (Ντεμπόρ). Η εν λόγω κριτική έχει επηρεάσει αναμφίβολα την οπτική που εκθέτω στο κείμενο, «Τι μένει να κάνουν οι ποιητές;» και θα δημοσιευτεί στο προσεχές 5ο τεύχος του περιοδικού Σκαντζόχοιρος, σημειώματα κριτικής παρέα με δύο ακόμη δοκίμια που αφορούν την ποίηση, των Σωτήρη Λυκουργιώτη και Χρήστου Νεδελκόπουλου.

All The King's Men

 Το ζήτημα της γλώσσας βρίσκεται στην καρδιά όλων των αγώνων μεταξύ των δυνάμεων που μάχονται να καταργήσουν την παρούσα αλλοτρίωση κι αυτών που προσπαθούν να την διατηρήσουν· είναι αδιαχώριστο από το συνολικό πεδίο αυτών των αγώνων. Ζούμε μέσα στη γλώσσα όπως μέσα στον μολυσμένο αέρα. Αντίθετα με ό,τι νομίζουν οι ευφυολόγοι, οι λέξεις δεν παίζουν. Κι ούτε κάνουν έρωτα, όπως νόμιζε ο Μπρετόν, παρά μόνο στα όνειρα. Οι λέξεις εργάζονται – για λογαριασμό της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής. Και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν πλήρως αυτοματοποιηθεί· δυστυχώς για τους θεωρητικούς της πληροφορίας, οι λέξεις δεν είναι καθ’ εαυτές “πληροφοριακές”· ενσαρκώνουν δυνάμεις που μπορούν να αναστατώσουν τους πλέον προσεκτικούς υπολογισμούς. Οι λέξεις συνυπάρχουν με την εξουσία, κι έχουν μια σχέση ανάλογη μ’ αυτήν που έχουν οι προλετάριοι (είτε με τη σύγχρονη είτε με την κλασική έννοια του όρου) με την εξουσία. Τις βάζουν να δουλεύουν σχεδόν συνεχώς, τις εκμεταλλεύονται όλη την ώρα προσπαθώντας να ξεζουμίσουν απ’ αυτές οποιοδήποτε νόημα ή ανοησία, κι όμως παραμένουν ακόμη κατά μία έννοια ουσιαστικά ξένες κι άγνωστες.
Η εξουσία παρουσιάζει μόνο το διαστρεβλωμένο, επίσημο νόημα των λέξεων· τις εξαναγκάζει, τρόπος του λέγειν, να χτυπάνε κάρτα, ορίζει τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία (όπου ορισμένες εμφανώς δουλεύουν υπερωρίες) και τις πληρώνει μεροκάματο. Σε σχέση με τη χρήση των λέξεων, ο Χάμπτυ Ντάμπτυ του Λιούις Κάρολ παρατηρεί σωστά ότι «Το ζήτημα είναι ποιος θα ’ναι ο κύριός τους – και τίποτ’ άλλο». Και δηλώνει, ως κοινωνικά υπεύθυνος εργοδότης, ότι πληρώνει υπερωριακά αυτές που απασχολεί υπερβολικά. Χρειάζεται επίσης να κατανοήσουμε την ανυπακοή των λέξεων, τη λιποταξία τους, την ξεκάθαρη αντίστασή τους – φαινόμενα που εκδηλώνονται σ’ όλη τη μοντέρνα γραφή (από τον Μπωντλαίρ μέχρι τους ντανταϊστές και τον Τζόις) ως συμπτώματα της γενικότερης επαναστατικής κρίσης της κοινωνίας.
Υπό τον έλεγχο της εξουσίας, η γλώσσα κατονομάζει πάντοτε κάτι διαφορετικό από την αυθεντική εμπειρία. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η συνολική της αμφισβήτηση είναι εφικτή. Η οργάνωση της γλώσσας έχει περιπέσει σε τέτοια σύγχυση ώστε η επιβαλλόμενη από την εξουσία επικοινωνία αποκαλύπτεται ως εξαπάτηση και κοροϊδία. Μία, σε εμβρυακό ακόμη επίπεδο, εξουσία της κυβερνητικής πασχίζει μάταια να υποτάξει τη γλώσσα στον έλεγχο των μηχανών που ελέγχει, κατά τρόπον ώστε η πληροφορία να καταστεί η μόνη δυνατή επικοινωνία. Όμως ακόμη και σ’ αυτό το πεδίο εκδηλώνονται αντιστάσεις· η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια (προφανώς περιορισμένη και συγκεχυμένη) να αντιστραφεί η σχέση κυριαρχίας, μεταστρέφοντας τις μηχανές προς όφελος της γλώσσας. Όμως η πραγματική αντιπαράθεση είναι πολύ πιο γενική και πολύ πιο ριζοσπαστική. Καταγγέλλει κάθε μονόπλευρη “επικοινωνία”, είτε αυτή έχει την παλιά μορφή της τέχνης είτε τη σύγχρονη μορφή της ιδεολογίας της πληροφορικής. Αναγγέλλει μια επικοινωνία που υπονομεύει κάθε διαχωρισμένη εξουσία. Εκεί όπου υπάρχει επικοινωνία δεν υπάρχει κράτος.
Η εξουσία ζει χάρη σε κλεμμένα αγαθά. Δεν δημιουργεί τίποτε, επαναφομοιώνει. Αν δημιουργούσε το νόημα των λέξεων, δεν θα υπήρχε ποίηση – μόνο χρήσιμες “πληροφορίες”. Οι αντίπαλοί της δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν με τη γλώσσα· οι αρνήσεις θα βρίσκονταν εκτός γλώσσας, θα ήταν καθαρά λεττριστικές. Τι άλλο είναι η ποίηση παρά η επαναστατική στιγμή της γλώσσας, αδιαχώριστη από τις επαναστατικές στιγμές της ιστορίας και από την ιστορία της προσωπικής ζωής;
Ο ασφυκτικός έλεγχος της εξουσίας επί της γλώσσας είναι παρόμοιος με τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί στην ολότητα. Μόνο μια γλώσσα που έχει στερηθεί κάθε άμεση αναφορά στην ολότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση της πληροφορίας. Η πληροφορία είναι η ποίηση της εξουσίας, η αντι-ποίηση του νόμου και της τάξης, η διαμεσολαβημένη πλαστοποίηση του υπάρχοντος. Αντιθέτως, η ποίηση πρέπει να νοηθεί ως αδιαμεσολάβητη επικοινωνία εντός της πραγματικότητας και ως πραγματική μετατροπή αυτής της πραγματικότητας. Δεν είναι παρά η απελευθερωμένη γλώσσα, η γλώσσα που ανακτά τον πλούτο της, η γλώσσα που σπάει τις άκαμπτες σημασιοδοτήσεις της και συγχρόνως ενστερνίζεται λέξεις, μουσικές, κραυγές, χειρονομίες, ζωγραφική, μαθηματικά, γεγονότα, πράξεις. Και μ’ αυτόν τον τρόπο η ποίηση στηρίζεται στον πλούτο των δυνατοτήτων να ζήσει κανείς και ν’ αλλάξει τη ζωή του σε μια δεδομένη κοινωνικοοικονομική δομή. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτή η σχέση της ποίησης με την υλική της βάση δεν είναι σχέση μονόπλευρης υποτέλειας αλλά αλληλεπίδρασης.
Η επανανακάλυψη της ποίησης μπορεί να γίνει αδιαχώριστη από την επανεφεύρεση της επανάστασης, όπως έχει φανεί σε συγκεκριμένες φάσεις της μεξικάνικης, της κουβανέζικης και της κονγκολέζικης επανάστασης. Εκτός όμως των επαναστατικών περιόδων, οπότε οι μάζες γίνονται ποιητές εν δράσει, οι μικροί κύκλοι της ποιητικής περιπέτειας μπορούν να θεωρηθούν τα μόνα μέρη όπου ζει ακόμα η επαναστατική ολότητα – μη συνειδητή αλλά τόσο κοντινή δυνατότητα, σαν τη σκιά ενός απόντος προσώπου. Αυτό που ονομάζουμε ποιητική περιπέτεια είναι κάτι δύσκολο, επικίνδυνο και ουδέποτε εγγυημένο (είναι, στην πραγματικότητα, το σύνολο των συμπεριφορών που είναι σχεδόν αδύνατες σε μια δεδομένη εποχή). Μπορούμε να είμαστε σίγουροι μόνο για το τι δεν είναι πλέον η ποιητική περιπέτεια: η ψευδής, επίσημα ανεκτή ποίηση. Έτσι, ενώ ο σουρεαλισμός στο αποκορύφωμα της επίθεσής του ενάντια στην καταπιεστική τάξη της κουλτούρας και της καθημερινής ζωής μπορούσε σωστά να ορίσει το οπλοστάσιό του ως «ποίηση χωρίς ποιήματα εάν είναι αναγκαίο», το ζήτημα σήμερα για την Καταστασιακή Διεθνή είναι μια ποίηση αναγκαστικά χωρίς ποιήματα. Όσα λέμε για την ποίηση δεν έχουν καμιά σχέση με τους διανοητικά καθυστερημένους αντιδραστικούς οποιασδήποτε νεοστιχοπλοκής, ακόμα κι αν αυτή ακολουθεί τον λιγότερο απαρχαιωμένο μορφικό μοντερνισμό. Να πραγματώσουμε την ποίηση δεν σημαίνει παρά συγχρόνως κι αδιαχώριστα να δημιουργήσουμε τόσο γεγονότα όσο και τη γλώσσα τους.
Οι γλώσσες οποιασδήποτε κοινωνικής υποομάδας –είτε πρόκειται γι’ αυτές των άτυπων ομαδοποιήσεων της νεολαίας είτε για τις γλώσσες που αναπτύσσουν τα σημερινά πρωτοποριακά ρεύματα για εσωτερική τους χρήση καθώς αναζητούν την ταυτότητά τους είτε για εκείνες που σε προηγούμενες εποχές μεταφέρθηκαν μέσω της υπάρχουσας ποιητικής παραγωγής, όπως το trobar clus και το dolce stil nuovo– όλες αυτές στοχεύουν και επιτυγχάνουν μια ορισμένη άμεση, διαφανή επικοινωνία, αμοιβαία αναγνώριση, συμφωνία. Όμως αυτές οι απόπειρες υπήρξαν το έργο μικρών, ποικιλοτρόπως απομονωμένων ομάδων. Οι γιορτές και τα γεγονότα που δημιούργησαν παρέμεναν υποχρεωτικά οριοθετημένα. Ένα από τα προβλήματα της επανάστασης είναι πώς θα ομοσπονδιοποιηθούν αυτού του είδους τα σοβιέτ, αυτά τα επικοινωνιακά συμβούλια, έτσι ώστε να διαχυθεί παντού μια άμεση επικοινωνία που δεν θα χρειάζεται πλέον να καταφεύγει στα δίκτυα επικοινωνίας του εχθρού (δηλαδή στη γλώσσα της εξουσίας) και θα ’ναι ικανή να μεταμορφώσει τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες της.
Το ζήτημα δεν είναι να βάλουμε την ποίηση στην υπηρεσία της επανάστασης, αλλά μάλλον να βάλουμε την επανάσταση στην υπηρεσία της ποίησης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο η επανάσταση δεν προδίδει το ίδιο της το εγχείρημα. Δεν θα επαναλάβουμε το λάθος των σουρεαλιστών, οι οποίοι τέθηκαν στην υπηρεσία της επανάστασης τη στιγμή ακριβώς που αυτή είχε πάψει να υπάρχει. Συνδεδεμένος με την ανάμνηση μιας μερικής επανάστασης που συνετρίβη ταχύτατα, ο σουρεαλισμός ταχύτατα μετεβλήθη σε έναν ρεφορμισμό του θεάματος, σε μια κριτική συγκεκριμένων μορφών του κυρίαρχου θεάματος η οποία εκπορευόταν από την δεσπόζουσα οργάνωση του θεάματος. Οι σουρεαλιστές φαίνεται ότι παρέβλεψαν το γεγονός ότι κάθε εσωτερική βελτίωση ή εκσυγχρονισμός του θεάματος μεταφράζεται από την εξουσία στη δική της κωδικοποιημένη γλώσσα, της οποίας το κλειδί κατέχει αποκλειστικά.
Όλες οι επαναστάσεις γεννήθηκαν μέσα στην ποίηση, δημιουργήθηκαν πρώτ’ απ’ όλα χάρη στη δύναμη της ποίησης. Είναι ένα φαινόμενο που εξακολουθεί να διαφεύγει από τους θεωρητικούς της επανάστασης –και πράγματι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό αν κανείς εξακολουθεί να μένει προσκολλημένος στην παλιά αντίληψη για την επανάσταση ή για την ποίηση–, το οποίο όμως γενικώς έχει γίνει αντιληπτό από τους αντεπαναστάτες. Η ποίηση όποτε εμφανίζεται τους φοβίζει· κάνουν ό,τι μπορούν για να απαλλαγούν απ’ αυτήν, χρησιμοποιώντας κάθε είδους εξορκισμό, από την καταδίκη στην πυρά μέχρι τις καθαρές στιλιστικές μελέτες. Η κάθε στιγμή αληθινής ποίησης, η οποία έχει «όλο το χρόνο του κόσμου πίσω της», ζητάει σταθερά να αναπροσανατολίσει όλο τον κόσμο κι ολόκληρο το μέλλον προς τον δικό της σκοπό. Κι όσο διαρκεί, απαιτεί την εξάλειψη των συμβιβασμών. Επαναφέρει στο προσκήνιο όλες τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Ο Φουριέ και ο Πάντσο Βίγια, ο Λωτρεαμόν και οι dinamiteros των Αστούριας –που οι επίγονοί τους εφευρίσκουν σήμερα νέες μορφές απεργιών–, οι ναύτες της Κρονστάνδης και του Κιέλου, κι όλοι αυτοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μαζί μας ή χωρίς εμάς, που προετοιμάζονται για την μακρά επανάσταση, είναι οι αγγελιοφόροι της νέας ποίησης.
Η ποίηση γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρα ο κενός χώρος, η αντιύλη της καταναλωτικής κοινωνίας, αφού δεν είναι καταναλώσιμη (σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια του καταναλώσιμου αντικειμένου: ένα αντικείμενο που έχει ισότιμη αξία για καθέναν από τη μάζα των απομονωμένων παθητικών καταναλωτών). Η ποίηση δεν είναι τίποτα όταν τσιτάρεται, μπορεί μόνο να μεταστρέφεται, να επανενεργοποιείται. Διαφορετικά, η μελέτη της ποίησης του παρελθόντος καταντάει ακαδημαϊκή άσκηση. Η ιστορία της ποίησης γίνεται απλώς τρόπος διαφυγής από την ποίηση της ιστορίας – αν ως ιστορία δεν αντιλαμβανόμαστε τη θεαματική ιστορία των κυρίαρχων, αλλά την ιστορία της καθημερινής ζωής και τις δυνατότητες απελευθέρωσής της, την ιστορία κάθε προσωπικής ζωής και την πραγματοποίησή της.
Δεν πρέπει να αφήσουμε αμφιβολίες για το ρόλο των “συντηρητών” της παλιάς ποίησης, αυτών που συντελούν στη διάδοσή της, τη στιγμή που το κράτος, γι’ αρκετά διαφορετικούς λόγους, εξαλείφει τον αναλφαβητισμό. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν απλώς ένα ιδιαίτερο είδος διοργανωτών εκθέσεων σε μουσεία. Ένας μεγάλος αριθμός ποιητικών έργων διατηρείται με φυσικό τρόπο σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά δεν υπάρχουν πουθενά οι τόποι, οι στιγμές ή οι άνθρωποι που θα τα αναζωογονήσουν, θα τα επικοινωνήσουν, θα τα χρησιμοποιήσουν. Και δεν θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν παρά μόνο με τον τρόπο της μεταστροφής, αφού η κατανόηση της ποίησης του παρελθόντος έχει αλλάξει, εξαιτίας τόσο της απώλειας όσο και της απόκτησης γνώσεων· κι ακόμη, επειδή κάθε φορά που παλαιότερη ποίηση μπορεί να επανανακαλύπτεται με δραστικό τρόπο, αποκτά σε μεγάλο βαθμό νέο νόημα, αφού τοποθετείται στο πλαίσιο διαφορετικών γεγονότων. Πάνω απ’ όλα όμως, μια κατάσταση όπου η ποίηση μπορεί να υπάρξει δεν πρέπει να επαναλάβει τις αποτυχίες του παρελθόντος (τα ανεστραμμένα ερείπια της ιστορίας της ποίησης που παρουσιάζονται ως λαμπρά ποιητικά μνημεία). Μια τέτοια κατάσταση τείνει προς την επικοινωνία –και την πιθανή επικράτηση– της δικιάς της ποίησης.
Τη στιγμή που η ποιητική αρχαιολογία αποκαθιστά συλλογές παλαιότερης ποίησης, και μάλιστα με απαγγελίες ειδικών σε δίσκους βινυλίου για το νεοαναλφάβητο κοινό που δημιουργεί το σύγχρονο θέαμα, όσοι ασχολούνται με την πληροφορία προσπαθούν να απαλλαγούν απ’ όλα τα “πλεονάσματα” ελευθερίας, έτσι ώστε απλώς να μεταδίδουν διαταγές. Οι θεωρητικοί της αυτοματοποίησης στοχεύουν σαφώς στην παραγωγή μιας αυτόματης θεωρητικής σκέψης, περιορίζοντας και εξαλείφοντας τις ποικιλίες τόσο στη ζωή όσο και στη γλώσσα. Όμως αυτές εξακολουθούν να τους κάθονται στο λαιμό! Οι μεταφραστικές μηχανές, για παράδειγμα, που αρχίζουν να εξασφαλίζουν την πλανητική τυποποίηση της πληροφορίας συγχρόνως με την πληροφοριακή αναθεώρηση του πολιτισμού που προηγήθηκε, πέφτουν θύματα του ίδιου τους του προγραμματισμού, από τον οποίο αναπόφευκτα διαφεύγουν τα νέα νοήματα που μπορεί να αποκτήσει μία λέξη καθώς και οι προηγούμενες διαλεκτικά αντιφατικές της σημασίες. Έτσι η ζωή της γλώσσας –η οποία συνδέεται με τις εξελίξεις στη θεωρητική κατανόηση («Οι ιδέες βελτιώνονται· το νόημα των λέξεων συμμετέχει σ’ αυτή τη βελτίωση»)– εξορίζεται από το μηχανιστικό πεδίο του επίσημου λόγου. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι η ελεύθερη σκέψη μπορεί να οργανώνεται κρυφά, απρόσιτη από τις τεχνικές της πληροφοριακής αστυνομίας. Η αναζήτηση ευκρινών σημάτων και στιγμιαίας δυαδικής ταξινόμησης συνδέεται τόσο ξεκάθαρα με την υπάρχουσα εξουσία που απαιτεί μια αντίστοιχη κριτική. Ακόμη και με τις πλέον παραληρηματικές διατυπώσεις τους, οι θεωρητικοί της πληροφορίας δεν είναι παρά αδέξιοι προάγγελοι του μέλλοντος που έχουν επιλέξει, του ίδιου αυτού θαυμαστού καινούριου κόσμου για τον οποίο εργάζονται οι κυρίαρχες δυνάμεις της παρούσας κοινωνίας – την ενίσχυση του κράτους της κυβερνητικής. Είναι οι υποτελείς των αρχόντων του τεχνοκρατικού φεουδαλισμού που συγκροτείται σήμερα. Δεν υπάρχει αθωότητα στα καραγκιοζιλίκια τους· είναι οι γελωτοποιοί του βασιλιά.
Η επιλογή μεταξύ της ιδεολογίας της πληροφορίας από τη μια και της ποίησης από την άλλη δεν έχει πλέον να κάνει με την ποίηση του παρελθόντος, όπως ακριβώς και οι διάφορες παραλλαγές που προέκυψαν από το κλασικό επαναστατικό κίνημα δεν μπορούν πλέον, οπουδήποτε στον κόσμο, να θεωρηθούν μέρος μιας πραγματικά εναλλακτικής λύσης στην επικρατούσα οργάνωση της ζωής. Η καταδίκη τους μας ωθεί να αναγγείλουμε την ολική εξαφάνιση της ποίησης με τις παλιές μορφές παραγωγής και κατανάλωσής της, και συγχρόνως την επιστροφή της με μορφές δραστικές κι αιφνίδιες. Η εποχή μας δεν χρειάζεται πια να εξαντλεί την έμπνευσή της σε ποιητικούς ρυθμούς· πρέπει να τους θέτει σ’ εφαρμογή. 


Υγ. Παραθέτω κι ένα ακόμη ανέκδοτο κείμενο της Καταστασιακής Διεθνούς από το πρώτο της τεύχος: Η πικρή νίκη του Σουρεαλισμού

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Η κοινωνία του θεάματος πενήντα χρόνια μετά



Εισαγωγικό σημείωμα του Ρόμπερτ Κουρτζ στην βραζιλιάνικη έκδοση το 1999, της μονογραφίας του Γκυ Ντεμπόρ από τον Άνσελμ Γιάππε. Με τη σημερινή ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων ακριβώς από την έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος, δημοσιεύω την μετάφραση που έκανα στο σημείωμα που ακολουθεί. Χωρίς να παραβλέπω την ουσιαστική προσέγγιση του Κουρτζ θα υπενθυμίσω ότι η Καταστασιακή θεωρία έχει απαράγραπτες επιρροές από τον κλασικό αναρχισμό, ακόμη κι αν οι καταστασιακοί κατέκριναν τους αναρχικούς της έποχής τους. Μία από τις πλέον ανατρεπτικές θεωρίες των τελευταίων πενήντα χρόνων συνένωσε εμπρηστικά την μαρξική κριτική του καπιταλιστικού φετιχισμού με την καταδίκη του Κράτους και κάθε σύγχρονης μορφής εξουσίας.

Σύνδεσμος πρωτότυπου κειμένου:  http://www.obeco-online.org/rkurz98.htm



Η κοινωνία του θεάματος τριάντα χρόνια μετά


   Ο Γκυ Ντεμπόρ και οι άλλοι Γάλλοι καταστασιακοί είναι στη μόδα. Είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να τους συμβεί. Διότι η μόδα είναι το αντίθετο της κριτικής. Η ριζοσπαστική κριτική δεν μπορεί να καταστεί του συρμού χωρίς να χάσει το πνεύμα τής. Ό,τι βρίσκεται στον αφρό του κύματος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ιδέες μεταμορφώνονται σ’ απορρίμματα της παραλίας. Στη μόδα της μεταμοντέρνας ανάγνωσης, η κήρυξη του Καταστασιακού πολέμου έναντι της κυρίαρχης τάξης φαίνεται ν’ αποτελεί μια κριτική για τα μέσα επικοινωνίας, τόσο για το ύφος των ίδιων των μήντια, στην καλύτερη περίπτωση με την γραφίδα ενός Νήλ Πόστμαν, όσο και σαν κουλτουραλιστική μανούβρα για «δημιουργικούς» αριστεριστές που αρέσκονται να σερφάρουν, κατά πως φαίνεται ριζοσπαστικά, στα κύματα μιας βιομηχανίας της ευαισθητοποίησης. Όμως ο Γκυ Ντεμπόρ δεν αξίζει να συγχέεται με τον Μποντριγιάρ και να ξεπέφτει στη μορφή μιας πολιτιστικής ποπ αφίσας.

   Σε τούτη την περίπτωση, η μελέτη του Άνσελμ Γιάππε για τον Ντεμπόρ έρχεται στο κατάλληλο χρόνο. Γιατί το πόνημά του δεν έχει τίποτα το κοινό με την ανάγνωση εκείνης της κριτικής της Κοινωνίας του Θεάματος, της οποίας οι υποστηρικτές, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήθελαν καν να μάθουν αν ο Ντεμπόρ, και μόνο εκείνος, ήταν ο πραγματικός θεμελίωτής της. Εάν ο καταστασιακός πρόδρομος χρειάστηκε αρχικά να μείνει φιμωμένος από τους πλαστογράφους τού για να σβηστούν τα ίχνη τού, σήμερα φαίνεται πως εργαλειοποιείται σαν ένα ποπ είδωλο ή σαν εισαγωγή μέσα σε μία «ομιλία» αποστραγγισμένη και κομφορμιστική, ευπροσάρμοστη στην αγορά την οποία εκείνος βαθιά απεχθανόταν. Από την αρχή ο Γιάππε απορρίπτει τούτη την προσβολή, αποκαθιστώντας χωρίς συμβιβασμούς τη μνήμη του πραγματικού Ντεμπόρ, τον οποίο ο κόσμος ακόμη και σήμερα δεν θέλει να ξέρει. Το βιβλίο του Γιάππε εστιάζει ακριβώς σ’ εκείνο τον στέρεο Μαρξισμό που καθιστά το έργο του Ντεμπόρ μια ριζοσπαστική κοινωνική κριτική, και ακριβώς γι’  αυτό, συστηματικά απωθείται από τις τρέχουσες πολιτιστικές επανερμηνείες.

   Αληθεύει ότι ένας τέτοιος μαρξισμός δεν συμβαδίζει με την νομιμοποιούμενη ιδεολογία του «αργοπορημένου εκσυγχρονισμού» που βυθίστηκε μαζί με τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού. Ενάντια στο ρεύμα του μαρξιστικού κόμματος, ο Ντεμπόρ είχε επικεντρωθεί, πριν από τρείς δεκαετίες, και μάλιστα τότε εντελώς απομονωμένος, στο κεντρικό θέμα της Μαρξιστικής θεωρίας, με το οποίο ο Μαρξισμός του εργατικού κινήματος ποτέ δεν γνώριζε τι έπρεπε να κάνει: την ριζοσπαστική κριτική του φετιχισμού του εμπορεύματος, όπως εμφανίζεται στον τρόπο παραγωγής της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Με τούτο το καθοδηγητικό μοντέλο (leitmotiv), ο Ντεμπόρ μπορούσε ήδη να περιγράψει την Σοβιετική Ένωση, πολλά χρόνια πριν την παρακμή της, ως μια παράγωγη και υποδεέστερη μορφή του σύγχρονου συστήματος παραγωγής εμπορευμάτων, η οποία εν τέλει έπρεπε να επανέλθει στην κύρια καπιταλιστική τάση.

   Η αξία στο βιβλίο του Γιάππε έγκειται στ’ ότι καθιστά σαφέστερη την καθοριστική σημασία της ριζοσπαστικής κριτικής για την σύγχρονη οικονομία στην σκέψη του Ντεμπόρ. Μια κριτική της οποίας η μνεία παραμένει σε ελεύθερη πτώση, εις πείσμα όλων των επικλήσεων που γίνονται προς τους Καταστασιακούς από το τρέχον πνεύμα της εποχής. Ποιος ειδήμονας των αφοπλισμένων «ρητορειών» της οικονομικής κριτικής θέλει να θυμάται σήμερα ότι η καταστασιακή παρέμβαση το 1968 κορυφώθηκε στην αξίωση της εξαφάνισης των χρημάτων και του κράτους; Ήταν αυτή η ριζοσπαστική κριτική της ανταλλακτικής αξίας, η οποία ακολούθησε τον άγνωστο και δυσνόητο Μαρξ, και έγινε η κριτική της «κοινωνίας του θεάματος». Ο υποβιβασμός της πραγματικότητας στον αυτοσκοπό της αξιοποίησης της καπιταλιστικής αξίας (da valorização capitalista do valor) –η αντιστροφή που συντρέχει στο εσωτερικό της μεταξύ abstractum (αφηρημένου) και concretum (συγκεκριμένου), μεταξύ μέσου και σκοπού– μεταμορφώνει τις κοινωνικές δυνατότητες σε μία δύναμη ξένη και εχθρική που αντιτίθεται στα άτομα. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων φαίνονται να είναι σχέσεις μεταξύ νεκρών πραγμάτων. Ο Ντεμπόρ αναπτύσσει τούτη την ιδέα για να δείξει πως η φετιχιστική σχέση του κεφαλαίου έφθασε σ’ έναν ακόμη μεγαλύτερο βαθμό αφαίρεσης στην μεταπολεμική περίοδο, καθώς τα πράγματα που παράγονται σε μορφή εμπορευμάτων επικαλύπτονται από εικόνες που παράγονται κάτω απ’ την ίδια επίσης μορφή: είναι αυτές οι εικόνες που διαμεσολαβούν, έκτοτε, τις κοινωνικές σχέσεις σαν μια φαινομενικά ανταποδοτική πραγματικότητα η οποία προπορεύεται με τόσο απομονωμένο τρόπο ως αλλότρια δύναμη, των ανθρώπων αλλά και των κοινωνικών δυνάμεων που εισέρχονται μέσα σε αυτήν. Δεν πρόκειται για μια «θεωρία των μήντια», αλλά για μια κριτική ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό στην εποχή των μήντια – το θέαμα δεν είναι τίποτα άλλο από την «παράφρονη οικονομία»

   Από τούτη την ανάλυση ο Ντεμπόρ μπορούσε, όπως ο Γιάππε επιδεικνύει, να αναπτύξει ακόμα δύο θέματα τα οποία είναι εγγενή στην κριτική του φετιχισμού, που μόνο σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, του προσδίδουν μία εξέχουσα επικαιρότητα: την κριτική της εργασίας και την κριτική της πολιτικής. Για πρώτη φορά, φύεται η ιδέα πως η αφηρημένη «εργασία» δεν αναπαριστά καμιά υπεριστορική κατηγορία, αλλά είναι μια συγκεκριμένη μορφή δράσης του αυτοσκοπού στο καπιταλιστικό σύστημα – ακόμη κι όταν ο Ντεμπόρ διατυπώνει αυτή την διαπίστωση μ’ ένα τρόπο επηρεασμένο από τον υπαρξισμό. Και στο βαθμό που η πολιτική ενσωματώνεται εν γένει μέσα στο θέαμα, δηλαδή στον καπιταλιστικό τρόπο αποπραγμάτωσης της ζωής, αποδοκιμάζει τη «δημοκρατία των μήντια» στο τέλος του εικοστού αιώνα που πηγαίνει χέρι με χέρι μαζί με την χωρίς περιεχόμενο προσομοίωσή της, με το κοινωνικό απαρτχάιντ και τους αιματηρούς πολέμους της νέας παγκόσμιας τάξης.

   Ο Guy Debord προοιώνισε από διάφορες πλευρές μια κατηγορική κριτική του εμπορευματικού συστήματος παραγωγής, όπως αυτό είναι στις μέρες μάς, με άλλες περισσότερο θεωρητικές και καίριες σημασίες, η οποία αναπτύσσεται συστηματικά από μια, ακόμη υπό διαμόρφωση, σχολή της ριζοσπαστικής κριτικής της αξίας και ενάντια στο Πνεύμα της Εποχής. Προκύπτει πως η αντικειμενική κρίση των κυρίαρχων κοινωνικών κατηγοριών έχει ωριμάσει τόσο πολύ ώστε μια νέα απόπειρα εναντίον του εμπορευματικού φετιχισμού, της αφηρημένης εργασίας και της θεαματικής πολιτικής θα μπορούσε να βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχει μεγάλη σημασία να προσπαθήσουμε ν’ αρθρώσουμε την κριτική του Debord για την «Κοινωνία του Θεάματος» και τη ριζοσπαστική θεωρία της κρίσης από μια νέα κριτική της αξίας.

   Κανένας πιο ενδεδειγμένος από τον Anselm Jappe, Γερμανό με γαλλικές ρίζες που ζει στη Ρώμη, και είναι σήμερα μέρος των λίγων διανοούμενων που επιδιώκουν μια διεθνική ανταλλαγή για μια χειραφετική κοινωνική κριτική ενισχυμένη από τούτη την καθοριστική διάσταση. Κι ούτε χωρίς επιτυχία. Η κατηγορηματική ρήξη με την εμπορευματική μορφή και τα κοινωνικά της υποπροϊόντα δεν φαίνεται πλέον ως απελπιστικά ακατανόητη και αδύνατη, όπως ήταν πριν από μερικά χρόνια. Η Ενδυνάμωση των καλύτερων ιδεών αυτού του δικτύου για έναν «διαφορετικό λόγο» μπορεί ασφαλώς να καταστεί μία από τις καλές υπηρεσίες της βραζιλιάνικης μετάφρασης σε τούτο το βιβλίο, το οποίο έχει ήδη δημοσιευθεί στην Ιταλία και τη Γαλλία, αλλά δυστυχώς όχι ακόμα στη Γερμανία.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Η πικρή νίκη του σουρεαλισμού



Αναδημοσίευση από τη διεύθυνση: http://thebaddayswillend.wordpress.com/2014/08/26/128/ 
Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της Καταστασιακής Διεθνούς τον Ιούνη του 1958 σαν εισαγωγικό κείμενο των σημειώσεων της σύνταξης και δεν είχε ποτέ μεταφραστεί στα ελληνικά.



Η επιτυχία του σουρεαλισμού συνδέεται με το γεγονός ότι η πιο σύγχρονη πλευρά της ιδεολογίας αυτής της κοινωνίας έχει αποκηρύξει μια αυστηρή ιεραρχία πλαστών αξιών και χρησιμοποιεί ανοιχτά την ανορθολογικότητα, συμπεριλαμβανομένων των υπολειμμάτων του σουρεαλισμού.
Έκθεση για την Κατασκευή καταστάσεων, Ιούνιος 1957
  Ο σουρεαλισμός κατάφερε να νικήσει – αλλά μονάχα στο πλαίσιο ενός κόσμου που εξακολουθεί να χρειάζεται ριζικό μετασχηματισμό. Καθώς ο σουρεαλισμός δεν προσδοκούσε τίποτα λιγότερο από την ανατροπή της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, η επιτυχία του τον έστρεψε ενάντια στον εαυτό του. Εν τω μεταξύ, η συνεχιζόμενη καθυστέρηση της μαζικής δράσης που επιδιώκει αυτή την ανατροπή σε συνδυασμό με τις ανεπάρκειες της πολιτιστικής παραγωγής και τις άλλες αντιφάσεις του αναπτυγμένου καπιταλισμού υποβίβασαν το σουρεαλισμό σε μια ατελείωτη παρέλαση εκφυλισμένων επαναλήψεων.
  Μέσα στις συνθήκες ζωής που αντιμετώπισε και παρέτεινε μέχρι τώρα, ο σουρεαλισμός δεν μπορεί να υπερβεί τον θλιβερό χαρακτήρα του επειδή αποτελεί ήδη, στην ολότητά του, ένα συμπλήρωμα της τέχνης και της ποίησης που καταργήθηκαν από τον ντανταϊσμό και επειδή όλα τα διαβήματά του βρίσκονται πέρα από τον σουρεαλιστικό επίλογο στην ιστορία της τέχνης, καθώς συνδέονται με τα προβλήματα της δημιουργίας μιας πραγματικής ζωής. Εκείνοι που προσπαθούν να τοποθετηθούν μετά το σουρεαλισμό ανακαλύπτουν εκ νέου ερωτήματα που προηγούνται του σουρεαλισμού (ντανταϊστική ποίηση και θέατρο, επίσημες έρευνες για το στυλ της συλλογής “Mont-de-Piété”). Σε μεγάλο βαθμό, επομένως, οι γραφικές καινοτομίες μέσω των οποίων προσέλκυσαν την προσοχή μετά το τέλος του πολέμου είναι απλώς απομονωμένες και μεγαλοποιημένες λεπτομέρειες που αλιεύονται – μυστικά – στο πομπώδες τέλμα των σουρεαλιστικών συνεισφορών (στις αρχές του 1958 ο Μαξ Ερνστ επισήμανε, επ’ ευκαιρία μιας έκθεσης στο Παρίσι, αυτά που είχε μάθει από τον Πόλοκ το 1942).
  Ο σύγχρονος κόσμος έχει καλύψει το προβάδισμα που είχε κάποτε ο σουρεαλισμός απέναντί του. Οι εκδηλώσεις καινοτομίας σε προηγμένους κλάδους (όπως οι νέες επιστημονικές τεχνικές) έχουν υιοθετήσει μια σουρεαλιστική εμφάνιση: το 1955, ένα ρομπότ στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ έγραψε ένα ερωτικό γράμμα που θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί υπόδειγμα αυτόματης γραφής εκ μέρους ενός ταλαντούχου σουρεαλιστή. Αυτή η εξέλιξη της πραγματικότητας δείχνει ότι, εφόσον απουσιάζει η επανάσταση, καθετί που συνιστούσε κάποτε ένα περιθώριο ελευθερίας για το σουρεαλισμό έχει αφομοιωθεί και χρησιμοποιείται από τον καταπιεστικό κόσμο ενάντια στον οποίο πάλευαν οι σουρεαλιστές.
  Η χρήση μαγνητοφώνων για τη διδασκαλία κοιμώμενων ατόμων περιορίζει τον πλούτο των ονείρων στην εξυπηρέτηση γελοίων και αποκρουστικών ωφελιμιστικών σκοπών. Ωστόσο, η πιο ξεκάθαρη εκδήλωση αφομοίωσης των ανατρεπτικών ανακαλύψεων του σουρεαλισμού είναι η αξιοποίηση της αυτόματης γραφής και των συλλογικών παιχνιδιών που θεμελιώνονται σε αυτήν από μια μέθοδο αλίευσης ιδεών, η οποία είναι γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες ως καταιγισμός ιδεών (brainstorming). Στο περιοδικό France Observateur, o rard Lauzun γράφει σχετικά με αυτή τη λειτουργία:
Σε μια συνεδρία περιορισμένης διάρκειας (από δέκα λεπτά έως μία ώρα), ένας μικρός αριθμός ανθρώπων (από έξι έως δεκαπέντε άτομα) έχουν την απόλυτη ελευθερία να εκφράσουν τις ιδέες τους, όσο το δυνατόν περισσότερες ιδέες – ασχέτως πόσο αλλόκοτες είναι αυτές – χωρίς να διατρέχουν κανένα κίνδυνο λογοκρισίας. Η ποσότητα των ιδεών είναι πιο σημαντική από την ποιότητά τους.  Απαγορεύεται αυστηρά να ασκήσει κάποιος κριτική σε μια ιδέα που εκφράζεται από έναν συμμετέχοντα ή ακόμα και να χαμογελάσει ενώ εκείνος μιλάει. Επιπλέον, καθένας έχει το απόλυτο δικαίωμα να λεηλατήσει τις προηγούμενες ιδέες προκειμένου να τους προσδώσει αξιοπιστία. Ο στρατός, η κυβέρνηση και η αστυνομία έχουν βρει επίσης τρόπους χρησιμοποίησης αυτής της μεθόδου. Η ίδια η επιστημονική έρευνα υποκαθίσταται από συνεδρίες καταιγισμού ιδεών σε συνόδους και “συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης”. Αν ένας κινηματογραφικός παραγωγός του CFPI χρειάζεται έναν τίτλο για την ταινία του, οκτώ άτομα μπορούν να υποβάλουν εβδομήντα προτάσεις μέσα σε περίπου δεκαπέντε λεπτά! Κι έπειτα, ένα σύνθημα: εκατόν τέσσερα συνθήματα μέσα σε τριάντα τέσσερα λεπτά, εκ των οποίων κρατούνται δύο. Η απερισκεψία, η ανορθολογικότητα, οι ανοησίες και οι ξαφνικές αλλαγές θέματος αποτελούν τον κανόνα. Η ποιότητα παραχωρεί τη θέση της στην ποσότητα. Ο βασικός στόχος αυτής της μεθόδου είναι η εξάλειψη των ποικίλων εμποδίων που προέρχονται από τους κοινωνικούς περιορισμούς, από τη συστολή ή το τρακ που απαγορεύουν συχνά σε ορισμένους ανθρώπους να μιλήσουν κατά τη διάρκεια συναντήσεων ή διοικητικών συνεδρίων, να διατυπώσουν βλακώδεις προτάσεις που, ωστόσο, ίσως περιέχουν κάποιον κρυμμένο θησαυρό! Καθώς εξαλείφονται αυτά τα εμπόδια, μπορούμε πλέον να δούμε ότι οι άνθρωποι μιλάνε και, κυρίως, ότι ο καθένας έχει κάτι να πει…
  Ορισμένοι Αμερικανοί μάνατζερ αντιλήφθηκαν γρήγορα τη σημασία μιας τέτοιας τεχνικής στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων: αυτοί που είναι σε θέση να εκφραστούν μπορούν να κερδίσουν περισσότερα. «Οργανώστε συνεδρίες καταιγισμού ιδεών για μας!», λένε στους ειδικούς. «Αυτό θα δείξει στους υπαλλήλους μας ότι ενδιαφερόμαστε για τις ιδέες τους, διότι τους ρωτάμε ποια είναι η γνώμη τους!» Αυτή η τεχνική μετατρέπεται γρήγορα σε εμβόλιο ενάντια στον ιό της επανάστασης.

Μετάφραση: Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
Αύγουστος 2014

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Η προσομοίωση μιας ελεγχόμενης χρεοκοπίας και η βιωμένη χρεοκοπία της πραγματικότητας.

Είμαστε υπόχρεοι στα παιδικά χαμόγελα.

   Η Αργεντινή χρεοκόπησε για δεύτερη φορά μέσα σε 13 χρόνια, έστω και επιλεκτικά, αλλά μάλλον δεν θα έρθει και η συντέλεια της (τουτέστιν το χάος της πρώτης χρεοκοπίας του 2001) ή τουλάχιστον έτσι θέλει να μας διαβεβαιώνει ο απροκάλυπτος κυνισμός ενός φιλελεύθερου πραγματισμού. Κάθε ομοιότης με την αταραξία που επιδεικνύουν αυτοί που έχουν επωμιστεί το βάρος της κυβερνητικής διαχείρισης μιας παγκοσμιοποιημένης κρίσης χρέους θα πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματική. Διότι από την Πέμπτη που έσκασε το αργεντίνικο κανόνι το επίδικο της όλης υπόθεσης εστίαζε στην εύρεση τρόπου με τον οποίο η αριστερόστροφη, περονική κυβέρνηση της Αργεντινής θα ξεπλήρωνε το τεχνικό χρέος της στους πιστωτές που κατείχαν το πλασματικό κεφάλαιο (Μαρξ) των ομολόγων της.
   Βεβαίως εάν ο πληθωρισμός έχει αποδράσει επί έξι συναπτά έτη σε επίπεδα που καθιστούν απαγορευτική την προμήθεια έστω και 150 γραμμαρίων μιας μοσχαρίσιας μπριζόλας από τον μικρομεσαίο, αλλοτριωμένο εργαζόμενο, αυτό σαν σημάδι ουδόλως δεν αφορά την χρεοκοπημένη πραγματικότητα της καθημερινότητας των Αργεντινών αλλά υπαγορεύεται ως φυσιολογική παρενέργεια της κρίσης από τους νουνεχείς αναλυτές. Η ανισοκατανομή εισοδήματος η οποία εκδηλώνεται με ιδιότητες υπερρεαλιστικής νουβέλας στα χωριουδάκια της μιζέριας (villas Miserias) είναι μία ακόμη φυσική ένδειξη ενός αργόσυρτου θανάτου. Η εμμονική κοινωνία της εργασίας αδυνατεί να αντιληφθεί τα ασφυκτικά όρια της.
   Κρατικά επιδοτούμενες ή μη, οι επισφαλείς δουλειές του ποδαριού δίνουν νέα άνθηση στο καταστασιακό σύνθημα του Μάη πως «η εργασία είναι ο εκβιασμός της επιβίωσης.» Παρ' ότι συνταξιοδοτούν το ξεπεσμένο εργασιακό ήθος που διατάζει, «δουλειά να 'ναι κι ό,τι να 'ναι», το μόνο που κατορθώνουν είναι να εξευτελίζουν τον βιοπορισμό εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτοί οι εύθραυστοι λοιπόν, είναι «η "προβληματική" και "επικίνδυνη" μάζα της κοινωνίας (που) δεν καθορίζεται πλέον από "την θέση της στην παραγωγική διαδικασία", αλλά από την θέση της σε δευτερεύουσες και παράγωγες σφαίρες της κυκλοφορίας και διανομής.» (Robert Kurz) Μόνο που αυτοί οι νεόπτωχοι, δηλαδή οι μακροχρόνια άνεργοι, όσοι λαμβάνουν κουτσουρεμένα κοινωνικά και προνοιακά επιδόματα, οι φτηνοί εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης, οι νέο-άστεγοι και ρακοσυλλέκτες, αυξάνονται και πληθύνονται από τα πλευρά των μικροαστών και της μεσαίας τάξης. Των ανθρώπων που στήριζαν τις ζωές τους στις υπερτιμημένες εργασιακές τους δεξιότητες. Η έκρηξη της μικροηλεκτρονικής (και οι συνέπειες αυτής στην παραγωγική διαδικασία) επέφερε την διόρθωση της εμπορικής τους αξίας. Δηλαδή εξανέμισε την όποια ανταλλαξιμότητα είχαν αυτές οι δεξιότητες στην αγορά εργασίας.
   Το διακύβευμα για την παγκόσμια κυβερνητική διαχείριση παραμένει αναλλοίωτο και στην περίπτωση της κατάρρευσης μιας τεράστιας εθνικής οικονομίας όπως είναι αυτή της Αργεντινής. Τα επίσημα νούμερα δείχνουν ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις (Foreign Direct Investments) σε ροές κεφαλαίων ξεπέρασαν για το 2013 τα 109 δις $. Από αυτό το ποσό, συνήθως το 30% κατανέμεται στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, το 34% στον πρωτογενή τομέα των φυσικών πόρων και το 36% στον δευτερογενή τομέα της βιομηχανίας. Ωστόσο αυτός ο σεβαστός όγκος επενδύσεων τουλάχιστον στο κομμάτι των υπηρεσιών, παρ' ότι προσπαθεί να δημιουργήσει ένα μηχανισμό προσαρμογής στην αιμορραγία θέσεων εργασίας από τον δευτερογενή βιομηχανικό τομέα, εν τέλει καταφέρνει μία μεγαλοπρεπή τρύπα στο νερό. Ήδη από το 1999 υπάρχουν μελέτες* που διαπιστώνουν τα χαμηλά ποσοστά μισθωτής απασχόλησης ή προλεταριοποίησης (asalarización o proletarianizaciónHidalgo, J. C.) από το ξεκίνημα της μεταφορντικής περιόδου τη δεκαετία του `70, δηλαδή τότε που άρχισε η παραγωγικότητα χάριν του μικρο-ηλεκτρονικού της εξορθολογισμού και της καθετοποίησης της να διογκώνεται ακατάπαυστα. Στις μέρες μας η Αργεντίνικη διακυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί το παγκόσμιο παράδειγμα διαχείρισης των κρίσεων εξισορροπώντας την ενύπαρξη νησίδων, εγκαταλελειμμένων στο έλεος της φτώχειας μέσα σε μητροπόλεις δανειοδοτημένης ανταγωνιστικότητας που υπακούουν πειθήνια στους τυφλούς νόμους της παγκόσμιας αγοράς.
   Ο Γκυ Ντεμπόρ μας προειδοποιούσε ότι «στη ρίζα του θεάματος βρίσκεται η πιο παλιά κοινωνική εξειδίκευση, η εξειδίκευση της εξουσίας. Έτσι το θέαμα είναι μια εξειδικευμένη δραστηριότητα που μιλάει για λογαριασμό όλων των άλλων. Είναι η διπλωματική εκπροσώπηση της ιεραρχικής κοινωνίας ενώπιον του εαυτού της, όπου κάθε άλλος λόγος έχει εξοστρακιστεί». Όσο λοιπόν και να σφίγγονται -δήθεν μιλώντας εξ' ονόματος μας- οι ατσούμπαλοι, οικονομικοί γκουρού των τηλεπαραθύρων και των επιφυλλίδων, να μας πείσουν με τις επικλήσεις τους στην ανταγωνιστικότητα για το αντίθετο, η κοινωνία της εντατικοποιημένης εργασίας τους, και η συνεπής βαρβαρότητα της έχει κάνει την υπάρχουσα επάρκεια του υλικού πλούτου ανυπόφορη, ακατάληπτη και καταστροφική για όλους μας.



Υποσημειώσεις:
* Βλέπε στην ισπανόφωνη οικονομική βιβλιογραφία:
  α) CEPAL (Comisión Económica Para América Latina y el Caribe) (1988) La promoción de la inversión industrial 1947–87, Documento de trabajo No. 27. Buenos Aires: Naciones Unidas.
  β) Hidalgo, J. C. (1999a) Mercado de trabajo y convertibilidad: los impactos de los cambios en el mercado laboral argentino. Buenos Aires: Universidad Nacional del Litoral.
  γ) Hidalgo, J. C. (1999b) El mercado de trabajo: teorías económicas, plan de convertibilidad y opción de desarrollo. Buenos Aires: Universidad Nacional del Litoral.
  δ) Notchteff, H., ed. (1998) La economía argentina de fin de siglo: fragmentación presente y desarrollo ausente. Buenos Aries: FLACSO-EUDEBA.

Υγ: Επειδή δεν πρόλαβα να ετοιμάσω μία μετάφραση του Ρόμπερτ Κούρτζ που ο πρόωρος χαμός του στις 18/7/12 ήταν μεγάλη απώλεια για την κριτική της αξίας, τιμώ την μνήμη του με το σημερινό ποστ.

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Χρυσοί Ασβοί στη Δημοκρατία. Το γεγονός της κριτικής της ούτε κατά διάνοια δεν αποτελεί την κριτική των γεγονότων της!

Νόελ Κούνιχαν, Η νέα τάξη, 1942

  Πριν από το κύκλο αίματος που άνοιξε με επίκεντρο τους Χρυσούς Ασβούς και την ποινική τους δίωξηη κυρίαρχη γνώμη που ήδη κυκλοφορούσε, διαμέσου του συρφετού των επαγγελματιών διανοουμένων και των «εραστών της τέχνης τους» πολιτικών, μας συνιστούσε με ύφος νουθέτησης ότι η εκμηδένιση των νεοναζί θα προκύψει μονάχα από τους πολιτικούς και κοινωνικούς όρους της Δημοκρατίας. Ύστερα και από τις δύο πρόσφατες δολοφονίες ο αχός της επανήλθε ενισχυμένος. Αυτή η κατ' όνομα σοφία, μία φιλάρεσκη ορθοφροσύνη, θα μπορούσε να κατηγορηθεί για ενσυνείδητη ηλιθιότητα εάν οι συνθήκες που επικρατούσαν στο νεοελληνικό μικρόκοσμο δεν ήταν προφανώς αποσυνθετικές. Δεδομένου ότι οι δυνάμεις που διαλύουν τη καταστατική δραστηριότητα της κοινωνικής του οργάνωσης (δηλαδή την εργασία) είναι πλέον μη αναστρέψιμες και προσθέτοντας επίσης τους διχασμούς ιδιοτήτων που επιβάλλει το θέαμα στο βίωμα της καθημερινής ζωής καθώς τους προϋποθέτουν σικέ ρόλοι, όπως ας πούμε ενός παθητικού πολίτη και ενός πολιτικού σε δράση, θα αντιληφθούμε χωρίς κανένα ίχνος έκπληξης ότι η γελοία σοφία της κοινής λογικής δεν είναι απλά και μόνο επικίνδυνη επειδή αδυνατεί να προσλάβει την πραγματικότητα που την περιβάλλει. Είναι ολέθρια γιατί ο αποπροσανατολισμός της βγάζει μάτια, ενίοτε και σπλάχνα με μαχαίρια και σφαίρες που η δικιά της αβλεψία έχει οπλίσει. 
  Οποιαδήποτε ανάλυση* που ομφαλοσκοπεί στην ερμηνεία της οικονομικής συρρίκνωσης των συνθηκών διαβίωσης αγνοεί πρωτίστως, επειδή είναι αυτιστική, ότι οι εν λόγω συνθήκες του βίου πριν την φτηνή αναίρεση τους ήταν καταλυτικός παράγοντας της αισθητικής απολυτοποίησης της καθημερινής ζωής. Η γύμνια της καθημερινότητας και η φτώχεια της ανθρώπινης εμπειρίας συγκαλύπτονταν τεχνηέντως από την υπερσυσσώρευση αξιών αναπαράστασης υλικών αντικειμένων ή κοινωνικών συμπεριφορών. Αφού ο κανόνας υπαγόρευε την δεκαπεντάλεπτη φήμη και τη δημόσια λεζάντα με κάθε κόστος, την πόζα του ακριβού ρολογιού, του έξυπνου κινητού και του γρήγορου αμαξιού ή τη χλίδα του πολυτελούς σπιτιού και αφού η τακτική του ενορχήστρωνε την εγωπάθεια του "ξέρεις ποιος είμαι 'γω" εν είδει εντυπωσιακής εξαργύρωσης ενός ρηχού τρόπου ζωής τότε και ο ολοκληρωτισμός της δημόσιας σφαίρας συμπυκνωνόταν στην μαγεία του λάιφσταϊλ που από μηδενικό σε εξύψωνε σε νούμερο.  
  Ο τέντζερης βρήκε το καπάκι του σε μακροσκοπικό επίπεδο. Υπήρξε μια συγκεκριμένη και μακρόσυρτη μεταπολιτευτική αφήγηση του μικρού πλην τίμιου λαού που με πείσμα, επιμονή και σκληρή δουλειά πετύχαινε όλους τους εκσυγχρονιστικούς στόχους του: την είσοδο του στην ΕΟΚ, την διοργάνωση Ολυμπιακών πανηγυριών, την ένταξη του στο ευρώ, τη κούπα στο Γιούρο. Προπάντων σημασία είχε το υπερθέαμα και η μορφή του και όχι η πραγματικότητα μηδέ το περιεχόμενο της! Και η πραγματικότητα είναι αμείλικτη σ' εκείνους που επιμένουν να αγνοούν την εν δυνάμει εξέλιξη της. 
 Μετά την εμφατική εκδήλωση της ελληνικής κρίσης χρέους η περίοδος χάριτος για την μεσαία τάξη εκπεφρασμένη στην υλικά εικονική ευμάρεια της προσεγγίζει το βασανιστικό τέλος της. Οι συνθήκες της υλικής της διατήρησης αδυνατούν να βρουν νέες διεξόδους από την στιγμή που οι εναπομείνασες αφηρημένες θέσεις εργασίας χάνουν την αξία τους ή καταργούνται με ταχύτερο ρυθμό από εκείνον που μπορεί να της αναπαραγάγει. Η νέα τάξη που αναδύεται με τεκτονικούς ρυθμούς ως πλειοψηφική μάζα, μέσα από τα ερείπια της μικροαστικής και την από καιρό αμετάκλητη εξάλειψη της εργατικής ελέω μετεξέλιξης της παραγωγής, για να πάρει την πρωτοκαθεδρία της μεσαίας είναι το πρεκαριάτο. Εν τούτοις τα άτομα σε συνθήκες τέλειας ασφυξίας κι ενώ χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους επιμένουν να διατηρούν όλα τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του αποστασιοποιημένου ιδιώτη και ατόφια τη κουλτούρα της κακομαθημένης μικροαστικής βολής.
  Το πλειοψηφικό κομμάτι των ανθρώπων και ασχέτως της ταξικής τους διαστρωμάτωσης στάθμιζαν και συνεχίζουν να ταυτίζουν τα βιώματα της κοινωνικοποίησης τους επάνω στην κατευθυνόμενη επιλογή της διαιώνισης εμπορευματικών στερεοτύπων και κατά συνέπεια των αξιών τους. Για να παραφράσω, συμπτύσσοντας δύο φράσεις του, τον Ραούλ Βανεγκέμ: «η εικόνα, το στερεότυπο της βεντέτας, του φτωχού, του κομουνιστή, του αστού, του διανοούμενου, του πολιτικού, του μικροαστού πάει να υποκαταστήσει τους ανθρώπους με ένα σύστημα κατηγοριών μηχανογραφικά ταξινομημένων σύμφωνα με την ξεροκέφαλη λογική της ρομποτοποίησης που το μυστήριο του δεν έγκειται πια σε μία σκοτεινή, αδιαπέραστη ολότητα,** αλλά σε ένα σύνολο από επιμέρους εις άπειρον βεβαιότητες, όχι πια σε μια ποιότητα αφέντη, αλλά στην ποιότητα αργυρώνητων όντων και πραγμάτων». Επί παραδείγματι: η ιδιότητα του γιατρού ως κατηγορία μηχανογραφικά ταξινομημένη μέσα στο εμπορευματικό σύστημα σε αντιδιαστολή με την ιδιότητα ενός τεχνικού ηλεκτρολογίας έγκειται στην επιμέρους βεβαιότητα ότι η ποιότητα του γιατρού ως αργυρώνητου όντος κοστίζει περισσότερο από την ποιότητα του τεχνικού και άρα αυτή η διαφορά πρέπει να αποτυπώνεται και στην τιμή της αμοιβής τους ακόμα κι αν ο γιατρός δαπάνησε το ελάχιστο δυνατό από τον αλλοτριωμένο χρόνο του για να εκφέρει μία γνώμη ενώ ο τεχνικός πολλαπλάσιο χρόνο για να αποκαταστήσει μια βλάβη. Οι τιμές των αμοιβών τους ποτέ δεν εξομοιώνονται διότι τα επαγγέλματα τους ωσάν ποιότητες με κοινωνική προέκταση που εμπερικλείουν μέσα την ανταλλακτική αξία αποκλίνουν. Βάλτε τώρα στη θέση του ηλεκτρολόγου τη βεντέτα ενός ποδοσφαιριστή και θα καταλάβετε πλήρως την απόκλιση των εξαγοράσιμων όντων ως εμπράγματων αξιών. Το μεγαλείο του παραλογισμού του εμπορευματικού συστήματος ενώ προϋποθέτει καταχρηστικά την εργασία με την υπόσταση της χρηματικής αξίας εξισώνει τη δε χρησιμότητα της σε εμπορική χρηστικότητα συμπιεσμένη ποσοτικά στο αφηρημένο ζύγι της ανταλλακτικής αξίας μετατρέποντας τα άτομα σε αντικείμενα. Έτσι καθένας μας δεν είχε παρά να δικαιώνει την πραγμάτωση της ζωής του ει μη μόνον ως αξιοποιήσιμο κεφάλαιο πια, εξατομικευμένο και άυλο, με την αποστράγγιση από χρόνο εις χρήμα της ζωτικής ενέργειας του ίδιου του του εαυτού κι ενώ ουσιαστικά ο κόπος του προοριζόταν να μετουσιώνει ρόλους στους οποίους η ουσία τους έχει μεταγγιστεί. Εφόσον και δημιουργεί η ιδιότητα τον χαρακτήρα αντί να ποιεί ο χαρακτήρας την ιδιότητα τότε οι άνθρωποι μετεμψυχώνονται σε ευσυνείδητες μαριονέτες που τις περιστοιχίζουν ασορτί εμπορεύματα για να επισφραγίζει η εικόνα τους το κοινωνικό στάτους που η μιζέρια αυτής της κοινωνίας τους έχει επιμερίσει. 
  Από την στιγμή που όλα προβλέπονται με την χρηματική αξία ο ηγεμονικός εκδημοκρατισμός της οικονομικής επένδυσης στον εαυτό παίρνει σάρκα και οστά. Ο αφηρημένος χρόνος, ο χρόνος που είναι κατατμημένος σε ισόποσες και ανταλλάξιμες μερίδες, ο υπολογισμένος δηλαδή χρόνος σε παραγωγική αξία είναι η ταυτοποιημένη και συνεχής αυταπάρνηση του βιώματος διότι επικυρώνει το βίωμα της αυταπάρνησης του εαυτού που είναι ήδη προϋπόθεση στην εκτέλεση των ρόλων. Ο ρόλος της εκτέλεσης αφενός μεν είναι μία κατευθυνόμενη εκλογή, μία αναπαράσταση δηλαδή του βιώματος, από μία μη συνειδητή δράση εμπειρικών υποκειμένων στο αυτονομημένο πεδίο του οικονομισμού και αφετέρου δε είναι το θέατρο σκιών μίας κοινωνίας που έχει εκχωρήσει επισταμένα την οργάνωση της ζωής της όχι μόνο πάνω στην πλάνη της ανταλλακτικής αξίας αλλά και στην ιεραρχία που αυτή η πλάνη αφομοιώνει. Εξυπακούεται ότι το εξωραϊσμένο θέαμα της άνετης ζωής αποκρύπτει ξεδιάντροπα από τα ανθρώπινα βλέμματα κάθε πόνο ή δυστυχία και μαζί όλους τους διαχωρισμούς της. Η κατάντια ενός βιώματος αναβαθμίστηκε από το βίωμα μίας κατάντιας που ευδοκιμεί σε μηχανιστική λειτουργία στους κόλπους μίας κοινωνίας που ισοφάρισε όλα της τα απωθημένα μοστράροντας τα στη βιτρίνα του υπαρξιακού της γίγνεσθαι.
  Αλλά όταν η ζωή χάνει το νόημα της γιατί κανείς πλέον δεν τη ζει, οι άνθρωποι καταδικάζονται σε βαθιά απελπισία. Στις κοινωνίες του θεάματος όπου η δομή της οργάνωσης τους επιβάλλει να αντλούν την επιβεβαίωση τους από παράγοντες που βρίσκονται έξω από την ίδια την οργάνωση της ζωής ισμοί, ιδεολογίες και ανταριασμένες συνειδήσεις παρεισφρέουν τον λαχανιασμένο ναρκισσισμό τους. Είναι λογικό επειδή αυτοί που δεν μπορούν να βρουν την ολοκλήρωση σ' ένα άδειο από νόημα βίωμα, εκείνοι που έχουν παραδώσει την πνευματική και ψυχοσυναισθηματική κατασπατάληση της ατομικότητας στην επίταξη του συστημικού αυτοσκοπού και δη στην εργασία, και σε κάθε περίπτωση όλοι όσοι αποδέχονται την κοινωνικοποίηση της διαμεσολαβημένη από την αξία (οι περήφανα αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι), εκ των πραγμάτων, στρέφουν το βλέμμα με ανακούφιση στα αναλγητικά φαντασιακά του έθνους, του λαού, της ταξικής πάλης, του κράτους δικαίου, της οικονομικής ανάπτυξης, του εκκλησιαστικού λόγου και πάει λέγοντας.  
  Ο μικροαστός φθονεί ασυνείδητα πρώτα απ' όλα την ίδια του την εικόνα γιατί διαισθάνεται κατά βάθος ότι ο ενθουσιασμός του και ο κάματος για την ψεύτικη ολοκλήρωση της μπορεί να παραβιαστεί ανά πάσα στιγμή στις αντιφάσεις της δημοκρατίας των ελεύθερων και ίσων αγοραπωλητών εμπορευμάτων. Υπό την αιωρούμενη ντροπή της αναίρεσης και με την υποβόσκουσα τελικά ανικανότητα του να αυτοοργανωθεί και να πάρει ουσιαστικά την ζωή στα χέρια του ομοφρονεί στη μπόχα του αυταρχισμού καθώς πασχίζει να αποδιώξει τον ενδόμυχο φόβο για την διάψευση των προσδοκιών του. 
  Όμως ο φόβος στην ολοκληρωτική δημοκρατία στέκεται ακλόνητος! Έχει ενσωματωθεί στην αποσόβηση του μεγαλύτερου κακού. Οι ιδιώτες της νομίζουν ότι μπορούν "δόξα τω θεώ" να συνεχίσουν τον βίο τους με όσο το δυνατό περιορισμένες απώλειες, και η εικόνα της ζωής μπορεί να συνεχίζεται έστω και με την απελπισία που γεννά η απειλή του χειρότερου ενδεχομένου. Διότι οι φοβίες έχουν καταλήξει να είναι μία συγκολλητική ουσία ενός πανίσχυρου κομφορμισμού. 
   Και ο νεοφασισμός δεν αποτελεί παρά ένα από τα πολλά υποσχόμενα σκιάχτρα σε χρήση τούτης της «δημοκρατικής κοινωνίας» που θέλει με συνέπεια να συνετίζει όσους τρομάζουν ότι θα απολέσουν αυτό το χάλι της αξιοποίησης της αξίας που τους προσφέρεται στην καθημερινότητα για ζωή. Αυτοί που του αντιπαραθέτουν τα όπλα βολεύουν μονάχα με στοχευμένη ηλιθιότητα το σιδερένιο ολοκληρωτισμό της υπάρχουσας κατάστασης που περνάει τον εαυτό της για πολιτεία. 



* Αυτή συνηθίζεται να είναι αριστερή, αλλά τώρα απέκτησε και την επιστημονικα μεγαλόπρεπη πρωθυπουργική της τεκμηρίωση στον τρίτο νόμο του Νεύτωνα! :lol::lol:
** Ο Βανεγκέμ εννοεί την μεσαιωνική εικόνα του Κυρίου.