Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτήρης Λυκουργιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτήρης Λυκουργιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Το μεγάλο φαγοπότι

 La Grande Bouffe.jpg

Το μεγάλο φαγοπότι

του Σωτήρη Λυκουργιώτη

21/9/2021

Τέσσερις μεσήλικες, εντιμότατα μέλη της αστικής τάξης, αποφασίζουν να οργανώσουν ένα τριήμερο οργιαστικό φαγοπότι με σκοπό έναν ηδονικά χορταστικό θάνατο. Στα μελαγχολικά σκηνικά εκείνης τής εξοχικής βίλας, με τα λουκούλλεια τραπέζια και τις ηδονιστικές παρουσίες, προαναγγέλλεται αλληγορικά η κρισιακή πορεία τού σύγχρονου καπιταλισμού. Η αδηφαγία του οδηγεί σε αποπνικτική συσσώρευση και αυτή σε εξαθλίωση. Ο καπιταλισμός θα αυτοκτονήσει τρώγοντας μέχρι θανάτου, η επιθανάτια αγωνία του θα έχει τη γεύση τού εμετού.
Το κλασικό κινηματογραφικό αριστούργημα του Μάρκο Φερέρι μας έρχεται πάλι στο μυαλό αυτές τις μέρες που ένα ζωντανό «μεγάλο φαγοπότι» βρίσκεται σε εξέλιξη. Μόνο που τους ρόλους τού Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, του Ούγκο Τονάτσι, του Μισέλ Πικολί και του Φιλίπ Νουαρέ, παίζουν οι αξιότιμοι κύριοι Βαρδινογιάννης, Μυτιληναίος, Λάτσης και Περιστέρης, με σκηνοθέτη τον Κυριάκο Μητσοτάκη.


Η τεράστια αναδιανομή πλούτου που συντελείται μπροστά στα μάτια μας, αποτελεί για κάποιους έναν δομικό παραλογισμό. Μέσω τού χρηματιστηρίου ενέργειας, η τρέχουσα λιανική τιμή τού ρεύματος είναι σήμερα 14 φορές μεγαλύτερη από το κόστος λιγνιτικής παραγωγής, 20 και πλέον φορές μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής και συντήρησης των ΑΠΕ. Με μια απλή κυβερνητική απόφαση αναστολής τού χρηματιστηρίου, με μια απόφαση δραστικής μείωσης εισφοράς τού φυσικού αεριού και αύξησης τού λιγνίτη, το κόστος θα έπεφτε αυτομάτως στο 10% της σημερινής του τιμής και το κερδοσκοπικό παιχνίδι τεχνητής σπάνης, θα έπεφτε στο κενό. Είναι άλλωστε εμφανές σε όλους το ολιγοπωλιακό παιχνίδι των τραστ, αφού από τη στιγμή που έσπασε το κρατικό μονοπώλιο τής ΔΕΗ και επικράτησε ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός, η τιμή τής κιλοβατώρας έχει ανέβει σχεδόν 1000%.
Κι όμως, σε συνθήκες άγριας κρίσης τού καπιταλισμού, διαρκούς πτώσης τού ποσοστού κέρδους, αυτός ο τερατώδης παραλογισμός ξεδιαλύνεται αυτοστιγμεί αν σκεφτεί κανείς πως το κράτος λειτουργεί διαχρονικά ως το «κόμμα των αφεντικών», πως οι εγχώριοι πάροχοι ενέργειας καθώς και οι μεγαλύτεροι μεταφορείς φυσικού αερίου στον πλανήτη (οι Έλληνες εφοπλιστές) είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του ελληνικού κράτους, οι ουσιαστικοί εντολείς κάθε κυβέρνησης μέσα στον καπιταλισμό. Οι εγχώριοι ιδιώτες πάροχοι κερδίζουν καθημερινά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ με τις πλάτες τού κράτους που, σε ένα απίστευτο ράλι αναδιανομής, μεταφέρει μεγάλο μέρος του κοινωνικού πλούτου στα χέρια μιας δράκας ολιγαρχών. Η ταχύτητα και το μέγεθος αυτής τής κοινωνικής ληστείας συγκαλύπτεται εν μέρει από το γεγονός πως το κράτος, δανειζόμενο αγρίως, επιδοτεί το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους, γνωρίζοντας πως το νέο χρέος θα φορτωθεί ξανά στους φτωχούς στο επερχόμενη κρισιακό κύκλο.
Κι όμως οι καπιταλιστές, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, δεν είναι απλά μια χούφτα από αδηφάγα καθάρματα, είναι α ν α γ κ α σ μ έ ν ο ι σε αυτό το φαγοπότι. Πολλά χρόνια πριν τον Μαρξ, οι κλασικοί αστοί οικονομολόγοι είχαν διαπιστώσει πως η φυσική τάση τής αγοράς οδηγεί στην πτωτική τάση τού κέδρους. Ήξεραν, κι ας το αρνούνται σήμερα οι φιλελεύθεροι και αριστεροί τους επίγονοι, πως το μόνο που παράγει αξία είναι η ανθρώπινη εργασία, αφού τα μηχανήματα μπορεί να «έχουν αξία», όμως δεν «παράγουν αξία». Ο Μαρξ απλά έβαλε κάτω την «εξίσωση» και είδε πως οι κεφαλαιοκράτες είναι υποχρεωμένοι εξαιτίας τού ανταγωνισμού τους να επενδύουν διαρκώς σε σταθερό κεφάλαιο (μηχανήματα και καινοτόμες υποδομές), και έτσι, μειώνοντας διαρκώς την εξάρτησή του από την ανθρώπινη εργασία, πετώντας όλο και περισσότερους εργάτες εκτός παραγωγής, να αυξάνουν εκείνη την περίφημη Οργανική Σύνθεση τού Κεφαλαίου, που με τη σειρά της, μοιραία και παράδοξα ταυτόχρονα, αποσαθρώνει τον ίδιο τον καπιταλισμό, αφού βρίσκεται στον παρονομαστή τού κλάσματος τής κερδοφορίας του. Ο Μαρξ απέδειξε τη νομοτελειακή πορεία προς την κρίση. Όσο η αγορά λειτουργεί «κανονικά», όσο δηλαδή ο νόμος της συσσώρευσης εκτρέπει τον πλούτο στα χέρια όλο και λιγότερων, τόσο τα ποσοστά κέρδους θα μειώνονται ασφυκτικά, παραλύονται το ίδιο το «κίνητρο» επένδυσης, την ίδια την αγορά.
Από την εποχή του Μαρξ ο καπιταλισμός μηχανεύτηκε πολλούς τρόπους για να υπερβεί την πτώση τού ποσοστού κέρδους, τον βέβαιο θάνατό του. Με την αποικιοκρατία προσπάθησε να διευρύνει τις αγορές σε όλο τον πλανήτη, με τους παγκόσμιους πολέμους προτίμησε να καταστρέψει υποδομές, σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, για να μπολιάσει εκ νέου την κερδοφορία πάνω στα ερείπια. Μετά επιχείρησε τον εσωτερικό αποικισμό, εμπορευματοποιώντας κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Με την Τρίτη βιομηχανική επανάσταση ενέταξε τον αυτοματισμό στην παραγωγή ελπίζοντας σε ένα άλμα παραγωγικότητας και κερδοφορίας, που όμως, οδηγώντας σε μαζική ανεργία, πριόνισε ταχύτατα την κερδοφορία και βάθυνε την κρίση. Μην έχοντας άλλη στρατηγική, εδώ και δυο δεκαετίες, αποικιοποιεί το μέλλον, δανείζεται μανιωδώς, εξαργυρώνοντας στο σήμερα τους καρπούς μιας υποτιθέμενης μελλοντικής αξίας, που μόνο στην φαντασία του υπάρχει. Όσες στρατηγικές κι αν ακολούθησε, καμία δεν του βγήκε. Κι όμως συνεχίζει, σαν ημιθανής υπέρβαρος ήρωας τού Φερέρι. Θα προτιμήσει την αυτοκτονία από το να αμφισβητηθεί η ιδιοκτησία του.
Γιατί στη βάση όλης αυτής της αυτοκτονικής αδηφαγίας, αυτής που νομοτελειακά τον οδηγεί στον θάνατο δια πνιγμού, είναι η ιδιοκτησία τού κεφαλαίου. Όσο η ιδιοκτησία παραμένει ο θεμελιώδης θεσμός τής κοινωνικής μηχανικής, όσο η παραγωγή βασίζεται ακόμα στον ανταγωνισμό, τόσο θα γίνεται περισσότερο παρόντας και ασφυκτικά ανυπέρβατος εκείνος ο παλαιός νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Όσο ο κόσμος αρνείται τη σωτηρία του και ο συλλογικός λυτρωτής απουσιάζει, τόσο οι επενδύσεις θα δίνουν ασύμφορες (έως αρνητικές) αποδόσεις και οι τράπεζες θα τυπώνουν χρήμα πάνω στο χρήμα: εικονική επέκταση της πίστωσης, μια μελλοντική προσδοκία που έχει την αφέλεια να θεωρεί πως εξαργυρώνεται στο παρόν.
Στο περιβάλλον αυτής της οριακής κρίσης, με τους καπιταλιστές πιο αδηφάγους από ποτέ, με την αναδιανομή πλούτου να τρέχει με πρωτοφανείς ρυθμούς στην ανθρώπινη ιστορία, κάτω από την επίκληση μια διαρκούς (πραγματικής) κρίσης του κεφαλαίου, οι όποιες μεταρρυθμιστικές ή «φιλολαϊκές» πολιτικές εντός τού συστήματος, που κάποτε υπόσχονταν μια ζούγκλα με «ανθρώπινο πρόσωπο», μοιάζουν με σαχλαμάρες εγχειριδίων «αυτοβελτίωσης».
Εγκλωβισμένη στο παλαιό σχήμα τής ήττας, αποδεχόμενη εδώ και δεκαετίας το there is no alternative (ΤΙΝΑ) τού καπιταλιστικού τρόπου, καμία σοσιαλδημοκρατική, εναλλακτική ή ριζοσπαστική πολιτική δεν έχει κατανοήσει (ή δεν θέλει να κατανοήσει) το μέγεθος τής κρίσης, σε τι τερατώδες αδιέξοδο βρίσκεται ο παγκόσμιος καπιταλισμός και πως προσπαθεί να συγκαλύψει μια ολοκληρωτική κατάρρευση σωρεύοντας δυσθεώρητα χρέη. Καμία τέτοια δεν έχει κατανοήσει τι φτώχεια και εξαθλίωση περιμένει την εργατική τάξη τα ερχόμενα χρόνια και τον πολιτικό ολοκληρωτισμό που εγκυμονεί για να τη διαχειριστεί, έναν πολιτικό ολοκληρωτισμό που προκύπτει ως «φυσικό εποικοδόμημα» μιας όλο και μονοπωλιακότερης αγοράς.
Καμία μεταρρυθμιστική πολιτική δεν έχει κατανοήσει (ή δεν θέλει να κατανοήσει) όλα τα παραπάνω, γιατί αν τα κατανοούσε θα μιλούσε για απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής εδώ και τώρα, για κοινωνική αυτοδιαχείριση παντού εδώ και τώρα, για μηδενισμό των εξοπλιστικών δαπανών, για ριζική μείωση των ωρών εργασίας, μηδενισμό της ανεργίας, για έναν ενιαίο μισθό και μία σύνταξη για όλους, για κοινωνική απαλλοτρίωση τού αμύθητου ολιγαρχικού πλούτου και του κεφαλαίου ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, και όχι για «επιδόματα», «κοινωνικό (παρα)κράτος», «φιλολαϊκή στροφή», για 13ο δρόμο προς τον σοσιαλισμό, για «μετα-καπιταλισμό» και διάφορες άλλες τέτοιες αβυθομέτρητες μπαρούφες.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι;


Του Σωτήρη Λυκουργιώτη

  «Μένουμε σπίτι σαν ελεύθεροι πολιορκημένοι που επιλέγουν να είναι πολιορκημένοι γιατί είναι ελεύθεροι». Με αυτό το ευτελές σόφισμα ο κυβερνήτης της χώρας επέλεξε να διανθίσει τη χθεσινή κοινοβουλευτική του κατακλείδα. Λίγες στιγμές νωρίτερα είχε κάνει σαφείς τις απειλές του: «Έχουμε και άλλα βέλη στην φαρέτρα μας αλλά δεν θέλουμε να αναγκαστούμε να τα χρησιμοποιήσουμε». Ας κάνουμε δυο παρατηρήσεις.
  Πρώτον, δεν είμαστε όλοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Κάποιοι διαβιούν πολυτελώς σε βίλες χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, με ιδιωτικές πισίνες, γυμναστήρια και περιφερόμενα ελικόπτερα–ταξί, με τα ιδιωτικά νοσοκομεία να τους εξασφαλίζουν τον προνομιακό υγειονομικό έλεγχο (που στερείται από όσους τον έχουν ζωτική ανάγκη) και τα ιδιωτικά κρεβάτια ΜΕΘ να τους περιμένουν υπομονετικά αν τυχόν αρρωστήσουν. Την ίδια ώρα οι υπάλληλοι στις επιχειρήσεις τους συνωστίζονται με μισθούς κομμένους στη μέση, ενώ άστεγοι και μετανάστες συλλαμβάνονται, γιατί δεν κλείνονται στα σπίτια τους …τα σπίτια που δεν έχουν. Η παράβασή τους έγκειται, μάλλον, στο ότι είναι φτωχοί.
  Δεύτερον, κ. Μητσοτάκη, πείτε σας παρακαλούμε στον «αφανή» λογογράφο σας, αυτό το ραμολιμέντο που περιφέρει την ασημαντότητά του εδώ και δεκαετίες από το σταλινισμό στη νεοορθοδοξία και από εκεί στην πλατεία Κολωνακίου, να σταματήσει να βυσσοδομεί πάνω στον Σολωμό — αρκετά έχει τραβήξει δυο αιώνες τώρα ο καψερός με τους κήνσορες της εθνικής ιδεολογίας, που προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να σβήσουν τη φλόγα τής ποιητικής του ουσίας με τον πυροσβεστήρα μιας προκάτ «ελληνικότητας»· μιας ιδεολογίας που λειτούργησε και λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας κάθε κριτικής σκέψης και κάθε απελευθερωτικής ιδέας, μιας ιδεολογίας που συγκαλύπτει τις βαθιά ταξικές αντιθέσεις, γλωσσικές και πολιτιστικές ποικιλότητες του νέου ελληνισμού, για να επιβάλει την επίπλαστη ιδέα της ηθικής ενότητας τους έθνους… δηλαδή της εθελόδουλης συμπόρευσης στο άρμα των αφεντικών (κοτζαμπάσηδων, εφοπλιστών και λοιπών offshore πατριδοκάπηλων).
  Ενημερώστε, λοιπόν, το λογογράφο σας πως ο Σολωμός υπήρξε ένας ανυποχώρητος εραστής της άγριας ομορφιάς και της ελευθερίας αυτού του κόσμου, μια παιδική ψυχή σαγηνεμένη από τις απόκρυφες μαγείες, μια ματιά έτοιμη να παρασυρθεί στην αισθητική περιπλάνηση, στα ρυάκια και στα επίφοβα σκοτεινά δάση, έτοιμη να χαθεί χωρίς να ξέρει αν θα γυρίσει ποτέ. Τόσο αγαπούσε ο Σολωμός την ελευθερία, γι’ αυτό και στην ποιητική του φαντασία δεν την παζάρεψε ποτέ με την «ασφάλεια» — όπως κάνει το ευτελές σόφισμα του λογογράφου σας.
  Τόσο αγαπούν οι ποιητές και οι επαναστάτες την ελευθερία, όπως την αγαπούσε κι ο Μπάιρον, που αρνήθηκε τις ανέσεις τής αυλής, για να πεθάνει μαζί με αυτούς τους ελεύθερους άθλιους του Μεσολογγίου, αυτούς τους «άθλιους» που σήμερα βάζετε τα σκυλιά σας να εξευτελίζουν στο δρόμο επειδή δεν έχουν σπίτι· επειδή δεν έχουν που να κλειστούν.
  Αφήστε λοιπόν τους ποιητές να ησυχάσουν και μείνετε εσείς με τους χωροφύλακες.
  Και κάτι τελευταίο κ. Μητσοτάκη. Μπορείτε σήμερα να τρίβετε τα χέρια σας, αφού οι αφειδώς δωροδοκημένοι από το δημόσιο ταμείο έμποροι τής αποχαύνωσης έχουν εξασφαλίσει για εσάς την πλήρη αντιστροφή τής πραγματικότητας, μπορεί να χαμογελάτε νομίζοντας πως ελέγχετε τους φόβους της κοινωνικής πλειοψηφίας προς όφελος των αρπακτικών του κύκλου σας, μπορεί να νιώθετε πανίσχυρος που σε συνθήκες γενικής απαγόρευσης οι κοινωνικοί αγώνες έχουν καταλαγιάσει. Ξέρετε, όμως, πως σύντομα το βουνό των ψεμάτων, της συγκάλυψης και της απάτης δε θα μπορεί να κρυφτεί. Ξέρετε πως η εμβάθυνση τής κοινωνικής λεηλασίας σε συνθήκες γενικής αγωνίας κάποτε θα δείξει τα δόντια της. Και να είστε σίγουροι πως όσο πολιορκημένοι και να είναι σήμερα οι άνθρωποι, κάποτε θα ακούσουν τα λόγια του «Πειρασμού», θα αισθανθούν πως έξω από το κελί της δικής σας εξουσίας «Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη» και τότε τίποτα δεν θα σας γλιτώσει.

Υ.Γ. «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός»

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Η διπλή ρίζα της δημόσιας χλεύης

 Τζιανλορέντσο Μπερνίνι, ο Νείλος (αποσπασματική μορφή από το Συντριβάνι των Τεσσάρων Ποταμών της πλατείας Ναβόνα, Ρώμη, 1651)

Από το ιστολόγιο, αντιστροφή προοπτικής


Λίγες ημέρες πριν διάβασα στην Καθημερινή πως το φαινόμενο που συνηθίζουμε να ονομάζουμε ενδοσχολική βία, και που στην πράξη σημαίνει: παιδικές συμμορίες που επιτίθενται σαν αγέλες λύκων· εκβιαστές που απειλούν με δημόσιο εξευτελισμό τους συμμαθητές τους, έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Ένα κοριτσάκι της τρίτης δημοτικού εξομολογήθηκε στην ερευνήτρια πως καθημερινά εύχεται να πεθάνει αλλά δεν βρίσκει το θάρρος να το τολμήσει. Η κοπέλα είχε απλώς λίγα περισσότερα κιλά αλλά ο φανταστικός ιδεολογικός παροξυσμός της κανονικότητας την εξωθούσε στο πυρ το εξώτερο της δημόσιας χλεύης. Το παιδάκι στα Γιάννενα –κατά πάσα πιθανότητα– εξωθήθηκε στον θάνατο από μια γνωστή (άγνωστη) συμμορία νταήδων· τους επίσημους πρεσβευτές της «κανονικότητας», τους πραγματικούς πρεσβευτές του Ναζισμού.

Υπάρχει εδώ μια υπόγεια σύγκρουση δύο μορφών ιεραρχίας, όπως μας αποκάλυψε ο Αντόρνο. Η ψυχρή θεσμική ιεραρχία του Νόμου, της αστικής λάμψης και του κοσμοπολιτισμού, κόντρα στη μικροπαρανοϊκή ιδεολογία της δύναμης, στην ημιμορφωμένη και μνησίκακη καθαρότητα της εθνικής ιδιαιτερότητας. Η άρρωστη κοινωνία των ενηλίκων αυτουργών, φοβούμενη τις συνέπειες μιας τελικής αναμέτρησης, μεταθέτει τη βία στο σχολείο μέσα από την καθημερινή ιδεολογική πλύση εγκεφάλου στα τέκνα της· κλώνοι γονέων. Στο προαύλιο λοιπόν λύνουν τις διαφορές τους οι δήθεν αντιτιθέμενες κοινωνικές δυνάμεις. Η επίσημη ιεραρχία της διανόησης, που θεμελιώνεται μέσω της επίδοσης και των σχολικών αξιολογήσεων και της αστικής αξιοκρατίας (sic) συγκρούεται με τη λανθάνουσα ιεραρχία του προαυλίου, βασισμένη διαχρονικά στην εθνικοσοσιαλιστική ρητορεία του “αντιδιανοουμενισμού”, που στόχο είχε –και έχει– την άρση κάθε ελευθερίας της εκπαίδευσης – και κατ' επέκταση της κοινωνίας. Τα συνθήματα των παιδιών που “επιλέγουν” την ταύτιση θανάτου με τη ΧΑ στρέφονται ενάντια στην εκφυλισμένη αυθεντία των καθηγητών τους, που τους διδάσκουν τις “νοσηρές” ιδέες του κοσμοπολιτισμού και του εθνοσυγκριτισμού. Οι γροθιές τους, όμως, χτυπούν όσους από τους συμμαθητές τους θεωρούν αδύναμους: αλλοδαπούς, ομοφυλόφιλους, λιγάκι παχουλούς.

Κανένας μας δεν πρέπει να έχει αυταπάτες –πολύ δε περισσότερο, να γοητεύεται– από τη μία ή την άλλη μορφή ιεραρχίας. Ο μανιασμένος αγώνας επικράτησης που διεξάγουν είναι επίπλαστος. Κοινός τους στόχος ήταν, και είναι πάντα, η ανθρώπινη ελευθερία, για αυτό και πολεμούν αιματηρά εκεί που η διανοητική διαμόρφωση έχει ακόμα ελπίδες να αναπνεύσει. Μόνο η ταυτόχρονη κατάργηση και των δύο μορφών ιεραρχίας, προς μια παιδεία προσανατολισμένη όχι στην αυθεντία, στην επίδοση, στον καταναγκασμό και στην τιμωρία, αλλά στον κριτικό αναστοχασμό, μια διαδικασία δηλαδή καθαρά αντιιεραρχική (αντικρατική), μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στον φασισμό.

Σήμερα μάζεψα όσα παιδιά έρχονται στο μάθημα και τα ρώτησα τη γνώμη τους. Νιώθω πως το φαινόμενο είναι σοβαρότερο από όλες τις βαρουφάκιες σαχλαμάρες περί οικονομίας που ακούμε καθημερινά. Ριζωμένο στη βαθιά παθολογία της κρατικοκαπιταλιστικής φενάκης, στη φασιστική ιδεολογία της δύναμης. Δεν είναι δίπολο αλλά διαλεκτικό συμπλήρωμα. Αν δεν αντιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας ενάντια και στους δυο κινδυνεύουμε να θάψουμε οριστικά κάθε ψήγμα κοινωνίας (δηλαδή οργανικής αλληλεγγύης και αξιοπρέπειας) ανάμεσα στην Σκύλλα και την Χάρυβδη: τον αγοραίο ανταγωνισμό και τη φυσική εξόντωση. 

Η επικράτηση του ικανότερου / ισχυρότερου / πιο δυνατού, είναι ο κοινός νόμος φασισμού και αγοράς – με το κράτος μόνιμο εγγυητή της αξιοκρατικής συνέχειάς τους. Δεν γινόμαστε, λοιπόν, μάρτυρες καμίας εξαίρεσης αλλά του κανόνα: Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, καλύτερα είναι να σωπαίνει για τον φασισμό. (Χορκχαϊμερ)