Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Και για να μην ξεχνιόμαστε (συμβολική επέτειος της κατάρρευσης του σύγχρονου κόσμου)

Βερολίνο, Νοέμβρης του '89


Του 'Ανσελμ Γιάππε

 Σύνδεσμος πρωτότυπου: https://www.krisis.org/1993/recensione/

    Μετά τις πτώσεις του Τείχους του Βερολίνου και των οικονομιών των Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, στη Γερμανία δύο ρεύματα επήλθαν σε σύγκρουση: το πλειοψηφικό ρεύμα χαιρόταν με το γεγονός και έβλεπε σε αυτό την επιβεβαίωση της ανωτερότητας του Δυτικού μοντέλου. Αντιθέτως, μια μειονότητα ανησυχώντας για το τεράστιο βάρος που θα αναλάμβανε μια επανενοποιημένη Γερμανία, μίλησε για τον κίνδυνο ενός «Τέταρτου Ράιχ» και κατήγγειλε επίσης την άνευ όρων υποταγή των χωρών της Ανατολής στο παγκόσμιο κεφάλαιο. 

    Ύστερα από τούτη τη διπλή κατάρρευση η γέννηση μιας Γερμανικής υπερδύναμης και η ραγδαία επέκταση του δυτικού καπιταλισμού ―ο οποίος θεωρήθηκε νικητής από το δικαστήριο της ιστορίας―, προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κρίθηκαν ομόφωνα αναπόφευκτες. Οι διαφορές των απόψεων αφορούσαν μόνο την αποτίμηση: στη Γερμανία η πλειοψηφία ήταν ευχαριστημένη που η χώρα είχε ανακτήσει τον ιστορικό της ρόλο, ενώ μια μειοψηφία στην χώρα αυτή και η πλειοψηφία στο εξωτερικό φοβόντουσαν ένα «Τέταρτο Ράιχ». Ο τελικός θρίαμβος του καπιταλισμού ―μια έννοια και πάλι της μόδας, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε προσβλητική γεύση― μπορούσε να είναι εξίσου ένας λόγος τόσο για θρίαμβο, όσο και για μία πικρόχολη δυσαρέσκεια, αναλόγως τα γούστα.

    Ο Ρόμπερτ Κουρτζ και η επιθεώρηση Κρίση {Krisis] που διηύθυνε ήταν οι μόνοι πρακτικά, που καταδείκνυαν ότι η προσάρτηση μιας οικονομίας σε πλήρη κατάρρευση θα ήταν καταστροφική για τη Γερμανία και ότι η έξοδος από τη σκηνή των «κομμουνιστικών» καθεστώτων ήταν αποκλειστικά ένας παράγοντας μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που είχε ήδη υποσκάψει τα θεμέλια των Δυτικών κοινωνιών οι οποίες είχαν ―επομένως― πολλά άλλα προβλήματα πέραν της κατάκτησης καινούργιου χώρου.

    Η ταχεία διάψευση των προσδοκιών περί νέων οικονομικών θαυμάτων είναι πιθανώς η αιτία του γεγονότος ότι το βιβλίο, «Η Κατάρρευση της νεωτερικότητας» [Der Kollaps der Modernisierung], το οποίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1991, έφτασε τάχιστα τα είκοσι χιλιάδες αντίτυπα και στη σημαίνουσα εφημερίδα Frankfurter Rundschau το αποκάλεσαν: «το πλέον πολυσυζητημένο από τις πρόσφατες εκδόσεις». Εκκινώντας από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ουσιώδους ταυτότητας μεταξύ της οικονομίας της αγοράς και της κρατικής οικονομίας: αμφότερες βασίζονται στην «αφηρημένη εργασία», δηλαδή με άλλα λόγια, στην εργασία ως αυτοσκοπό, που δεν στοχεύει στην ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών αλλά στο να προάγει την «αυτοματοποιημένη κίνηση» του χρήματος και την αέναη αύξησή του. Η επέκταση σε όλη την κοινωνική ζωή της αφηρημένης εργασίας επιβλήθηκε από την Αναγέννηση κι έπειτα μέσα σε διαφορετικά στάδια και στην πραγματικότητα συνιστά τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της νεωτερικότητας. Ο Κρατικός παράγοντας και ο νομισματικός/μονεταριστικός παράγοντας, με άλλα λόγια το ελεύθερο εμπόριο που επικράτησε σε εναλλασσόμενες φάσεις και οι παρεμβάσεις του Κράτους, εν γένει βάναυσες, ήταν ουσιώδη για εκείνο που ο Μαρξ περιέγραφε ως «πρωταρχική συσσώρευση» Από την στιγμή που ο καπιταλισμός ξεκίνησε, έγινε ολοένα και πιο δύσκολο για κάθε νεοφερμένο να εισαχθεί σε αυτόν. Η ρωσική επανάσταση του 1917 έθεσε, πέρα ​​από τη βούληση των ηγετών της, το πρόβλημα της ταχείας εκτέλεσης ενός βιαστικού εκσυγχρονισμού, κατευθύνοντας την υπεραξία σε στρατηγικούς τομείς. Αυτό που ήταν αποκρουστικό στη δυτική συνείδηση όπως ο απολυταρχισμός της ΕΣΣΔ, ήταν στην πραγματικότητα, μια συμπυκνωμένη επανάληψη του δικού της παρελθόντος. Όπως επιδεικνύει ο Κουρτζ, η απόδειξη επ’ αυτού είναι το πώς ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» μοιάζει πάρα πολύ με το αυτάρκες «κλειστό εμπορικό κράτος» του οποίου ο Φίχτε ήταν υπέρμαχος. Οι τιμές, το χρήμα, το κέρδος, οι μισθοί, τα εμπορεύματα, ούτε μια από τις βασικές κατηγορίες δεν είχε εξαφανιστεί. Αντιθέτως, ο Λένιν είδε στη Γερμανική οικονομία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και πιο συγκεκριμένα στα γερμανικά ταχυδρομεία ένα μοντέλο για να το ακολουθήσει. Όμως, ενώ η ΕΣΣΔ πέτυχε στην σταλινική περίοδο να επαναλάβει την εκτεταμένη συσσώρευση της αρχικής καπιταλιστικής περιόδου, αποδείχθηκε ανίκανη να προχωρήσει τα διαδοχικά στάδια. Η απουσία της αγοράς συνεπαγόταν τη συνολική έλλειψη προσαρμογής της παραγωγής της αξίας στην πραγματική αναγκαιότητα.


 

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Παρατεταμένη αυτοκτονία

Ελί Λοτάρ, Το Σφαγείο, 1929


Αναρτώ μία μετάφραση σε κείμενο του Ernst Lohoff που δημοσιεύτηκε στη Γερμανική εφημερίδα Jungle World στις 2 Αυγούστου. Σύνδεσμος πρωτότυπου: https://jungle.world/artikel/2018/31/erweiterter-selbstmord?page=all


Πώς ο εμπορικός πόλεμος του Τράμπ κλονίζει την παγκόσμια καπιταλιστική τάξη

   Όπως ήδη γνώριζε ο Κλαούζεβιτς, οι πόλεμοι αρχίζουν αμυντικά. Η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να είναι σαφής πως αυτό ισχύει και για τους εμπορικούς πολέμους. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένων των τιμωρητικών δασμών για τον χάλυβα και το αλουμίνιο που επιβλήθηκαν από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ, εκείνη απάντησε μόνο με περισσότερο ή λιγότερο συμβολικά μέτρα. Τον Ιούλιο, τέθηκαν σε ισχύ δασμοί για το ουίσκι μπέρμπον, το φυστικοβούτυρο και άλλα παρόμοια προϊόντα. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ, η οποία επιδίωξε να περιορίσει τις ζημιές της, κατέθεσε αγωγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), γνωρίζοντας μάλιστα, πόσο λίγο θα νοιαζόταν η αμερικανική κυβέρνηση για μία δυσμενή ετυμηγορία του γι’ αυτήν. Ειδάλλως, η ΕΕ σηματοδοτεί ─με την αμυδρή της ελπίδα, μήπως και αποθαρρύνει την αμερικανική κυβέρνηση─, ότι με την εφαρμογή δασμολογικών αντιποίνων στα αυτοκίνητα, η «κόκκινη γραμμή», όπως συχνά αποκαλείται, θα παραβιαστεί.

   Ενώ η διατλαντική εμπορική διαμάχη υποβόσκει μετά τη «συμφωνία» μεταξύ Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ και Τραμπ, τα σημάδια της σύγκρουσης των ΗΠΑ με την Κίνα κλιμακώνονται. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην τακτική της κινεζικής κυβέρνησης, η οποία αντιδρά σε κάθε νέα οικονομική κύρωση με αντισταθμιστικούς δασμούς σε ίσο αθροιστικό όγκο. Από την άλλη μεριά, η σύγκρουση με την Κίνα είναι πολύ πιο εκρηκτική στα αίτια της από αυτήν με την ΕΕ. Συμπεριλαμβανομένου του ισοζύγιου παροχής υπηρεσιών, που περιλαμβάνει τα έσοδα εταιρειών όπως η Microsoft και η Amazon, δεν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ των ΗΠΑ και συνολικά των χωρών της ΕΕ. Τα υψηλά ελλείμματα δημιουργούνται από τις ΗΠΑ αποκλειστικά στο εμπόριο με τη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης της εκτεταμένης εργασίας φασόν (verlängerte Werkbänk)[1] και μόνο στον τομέα της βιομηχανίας. Αντιθέτως, στην Κίνα αντιστοιχεί σχεδόν το ήμισυ του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος, έως προσφάτως 811 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το έλλειμμα μάλιστα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών φτάνει το 77%.

   Τα τεράστια εμπορικά ελλείμματα στις ΗΠΑ αποτελούν την ραχοκοκαλιά της παγκόσμιας οικονομίας από τη νεοφιλελεύθερη επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εάν η δυτική κυριαρχία είχε επιδιώξει μια κλασσική κεϋνσιανή πολιτική στη δεκαετία του '70, προκειμένου να βελτιώσει την ανταγωνιστική κατάσταση της αμερικανικής βιομηχανίας με χαμηλά επιτόκια βάσης και νομισματικό ντάμπινγκ, η διακυβέρνηση του Ρέιγκαν ολοκήρωσε μια ριζική αλλαγή στρατηγικά. Εκμεταλλεύθηκε την ξεχωριστή θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου συναλλάγματος, ενίσχυσε την δυναμική των χρηματοπιστωτικών αγορών και μετέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες με τις πολιτικές των υψηλών επιτοκίων και της περικοπής των φόρων στην γη της επαγγελίας για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που αναζητούσε επενδυτικές ευκαιρίες. Έκτοτε, η μόνιμη εισροή ξένου κεφαλαίου ωθεί την αμερικανική οικονομία. Η νεοφιλελεύθερη θεραπεία για να υπερνικηθεί η ασθενής αύξηση της παραγωγικότητας και ο καλπάζων πληθωρισμός είχε φυσικά, επίσης παρενέργειες. Μόνο το υψηλό επίπεδο των επιτοκίων είχε τεράστια επιβάρυνση στη βιομηχανία των ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Όμως ακόμη πιο θανατηφόρα ήταν η απορρόφηση ξένου κεφαλαίου, η οποία συνοδεύτηκε από την πτήση του δολαρίου στον διεθνή ανταγωνισμό. Η χώρα πέρασε μια κυριολεκτική αποβιομηχάνιση από την οποία ποτέ δεν επανήλθε.

   Έτσι δημιουργήθηκε και μια νέα μορφή διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, στην οποία στηρίζεται σήμερα η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Οι ΗΠΑ εξάγουν ολοένα και μεγαλύτερες μάζες πλασματικού κεφαλαίου, όπως μετοχές και ομόλογα, τα οποία αποτελούν την αναμονή της μελλοντικής αξίας, σε όλο τον κόσμο. Αυτό καθιστά δυνατή ως ανταπόδοση, προ πάντων στην Ανατολική Ασία και στην παγκόσμια πρωταθλήτρια των εξαγωγών Γερμανία, την επιτυχία τούς στις παγκόσμιες αγορές εμπορίου. Στατιστικά, αυτή η ανταλλαγή εμπορευμάτων με πλασματικό κεφάλαιο εμφανίζεται ως έλλειμμα του εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Μόνο στην πρώτη θητεία του Ρέιγκαν αυτό πενταπλασιάστηκε, στα 122 δισεκατομμύρια δολάρια ανά έτος, και μετά συνέχισε να αυξάνεται διαδοχικά.

   Η μεγάλη αναταραχή της κρίσης του 2008 έβαλε αυτή την τρελή τάξη μπροστά σε μια οριακή δοκιμασία. Μετά την χρεωκοπία της Λήμαν Μπράδερς (Lehman Brothers), μια μαζική απόσυρση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου από τις ΗΠΑ απείλησε να καταρρεύσει όχι μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα εκεί, αλλά ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικό ιστό που βασίζεται στην προκεφαλαιοποίηση της μέλλουσας παραγωγής της αξίας. Σε αυτή την κατάσταση —για φαντάσου— η κρατικοκαπιταλιστική Κίνα, ο μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ, προσέφερε την πιο αποφασιστική συμβολή στη σωτηρία του κοινού καπιταλιστικού μαγαζιού. Κατόπιν εντολής της κυβέρνησης, κινεζικά κρατικά επενδυτικά ταμεία αγόρασαν προϊόντα της αμερικανικής αγοράς κεφαλαίων, κυρίως τίτλους του δημοσίου, κι έτσι σταμάτησαν τη φυγή κεφαλαίων από τις ΗΠΑ.

   Μόλις δέκα χρόνια αργότερα, ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και των εταίρων της, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς που είναι εξαρτημένη από τη δυναμική των χρηματοπιστωτικών αγορών, τίθεται και πάλι υπό αμφισβήτηση. Αλλά αυτή τη φορά, ο κίνδυνος δεν προέρχεται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και την εξασθενημένη εμπιστοσύνη του στη φερεγγυότητα των αμερικανικών τραπεζών. Αν’ αυτού, η αμερικανική πολιτική στο πλαίσιο Τραμπ είναι το ξέσπασμα μιας γενικής επίθεσης στα εμπορικά πλεονάσματα των άλλων και κατ’ αυτό τον τρόπο καταγγέλλει τα επιχειρηματικά θεμέλια της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Η δυτική κυριαρχία εγκαταλείπει έτσι την τάξη που είχε η ίδια εγκαταστήσει πριν από 40 χρόνια.

   Σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι αισθάνονται, εν όψει της εμπορικής πολιτικής του Τραμπ, κρύο ιδρώτα στα μέτωπα τους – και δικαιολογημένα. Τόσο πιο ηλίθια είναι, βέβαια, η συνηθισμένη κρίτική τους. Παντού, η ψαλμωδία για το ελεύθερο εμπόριο και την ευλογία τού ψέλνεται για άλλη μια φορά, σαν να μην είναι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός που παρήγαγε λεγεώνες αποτυχημένων. Εάν, ωστόσο, όλοι οι Αμερικανοί είχαν πραγματικά εξίσου ωφεληθεί από τα δήθεν πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου, δεν θα υπήρχε το φαινόμενο Τραμπ.

   Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Λευκός Οίκος έχει εκτροχιαστεί, επειδή η κοινωνική πόλωση είναι κατά συνέπεια ακραία σε εκείνες τις χώρες που συμμετέχουν ως εξαγωγείς πλασματικών κεφαλαίων στον καινούργιο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στη Γερμανία, η ισχυρή θέση της βιομηχανίας έχει δώσει μια τελευταία ευκαιρία σε μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού όσον αφορά στην επισφάλεια και στην εξαθλίωση – το κεφάλαιο τα χρειάζεται ακόμα. Στις εργατικές τάξεις των ΗΠΑ, η διαδικασία του εκμαυλισμού και της κατάπτωσης έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο.[2] Υπό τον Τραμπ, η διάλυση της κοινωνικής συνοχής και ο αποκλεισμός του περιττού πληθυσμού αποκτούν μια νέα ποιότητα. Ο εξοστρακισμός με την μεσολάβηση της αγοράς συμπληρώνεται πια και επικαλύπτεται με ανοιχτά ρατσιστικό και σεξιστικό αποκλεισμό. Παρά τη φρίκη αυτής της εξέλιξης, κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι η διαδικασία του κοινωνικού εκδημοκρατισμού, που ακολουθείται εδώ και δεκαετίες από τους κοσμοπολίτες απολογητές του παγκόσμιου κεφαλαίου, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για αυτή την απότομη αλλαγή.

   Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η πρωτοπόρος χώρα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης προωθεί την εξάρθρωση των παγκόσμιων καπιταλιστικών σχέσεων. Παρόμοια με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την προεδρία Ρόναλντ Ρέιγκαν, η κυβέρνηση Θάτσερ στη Μ. Βρετανία ενίσχυσε μονομερώς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, μεταμορφώνοντας τις πρώην βιομηχανοποιημένες περιφέρειες σε μια ενιαία σκουριασμένη ζώνη και έσπρωξε εκατομμύρια εργαζόμενους στον τομέα των επισφαλών υπηρεσιών.

   Επί δεκαετίες, οι Βρετανοί Συντηρητικοί έχουν καταστήσει την ΕΕ τον αποδιοπομπαίο τράγο γι 'αυτή την «παρενέργεια» του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, επάνω στην οποία το Λονδίνο, οφείλει την θέση του σε μεγάλο βαθμό ως το σημαντικότερο χρηματοοικονομικό κέντρο της Ευρώπης. Μέσω του δημοψηφίσματος Brexit, το άλλοθι των Βρετανών Συντηρητικών έχει γίνει πρακτικά η κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής δράσης. Σε μια προσπάθεια να εδραιωθεί η ιδεολογική ενσωμάτωση του κοινωνικά διχασμένου βρετανικού πληθυσμού μέσω ενός εθνικισμού που αποκλείει, οι κατάπληκτοι Συντηρητικοί ανέλαβαν ξαφνικά την εντολή να παρακάμψουν το διακρατικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εξαρτάται η ευημερία της βρετανικής οικονομίας.

   Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ πηγάζει από την ίδια λογική. Το παγκόσμιο καπιταλιστικό καθεστώς, το οποίο είχε οικοδομηθεί με τη δυναμική της χρηματοπιστωτικής αγοράς από την αμερικανική ηγεσία, προσφέρει μόνο χαμένους σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στη χώρα της. Η κλασική νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει αδιαφορήσει γι’ αυτό εδώ και δεκαετίες. Ο δεξιός λαϊκισμός παρέχει έναν εξωτερικό εχθρό σαν υποκατάστατο, κατηγορώντας τις χώρες εταίρους και τις «αθέμιτες εμπορικές πράκτικές τους» ως υπεύθυνους για την δυσπραγία. Ο Τραμπ είχε ήδη επικεντρωθεί στον προεκλόγικό του αγώνα, να υπηρετήσει την ανάγκη ταυτότητας των λευκών ανδρών, η οποίοι ονειρεύονται ένα οπισθοδρομικό όνειρο παλινόρθωσης της χαμένης υπόληψης της «έντιμης εργασίας». Παραμένει πιστός στη γραμμή αυτή και βρίσκει απήχηση.

   Ο αγώνας για τις διαδικασίες της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, και η απελπισμένη αναζήτηση της Τερέζας Μέι για να βρει μια μέση οδό ανάμεσα στην οικονομική αυτοκτονία και την παραβίαση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος εξακολουθούν να φέρουν τα χαρακτηριστικά μιας επαρχιακής φάρσας. Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, από την άλλη πλευρά, ισοδυναμεί με παρατεταμένη αυτοκτονία. Ακόμη και το να παίζεις με δασμούς και αντίποινα θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση. Το πραγματικό «πυρηνικό ατύχημα» (GAU)[3] συμβαίνει, ωστόσο, όταν η τροφοδοσία των ΗΠΑ με φρέσκο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διακόπτεται. Ο Αμερικανός πρόεδρος πιστεύει ότι το εμπορικό έλλειμμα των 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων μπορεί να κερδίσει μόνο τού τον εμπορικό πόλεμο και παραβλέπει την ουσία: ένας εμπορικός πόλεμος ενάντια στην Κίνα, η οποία κατέχει το ένα τρίτο των Αμερικανικών κρατικών τίτλων, μπορεί να έχει μόνο καταστροφική έκβαση.


[1] Ο Λόχοφ αναφέρεται ρητά στις συμφωνίες παραγωγής προϊόντων τρίτων κατ’ ανάθεση, το επονομαζόμενο contract manufacturing, όπου μία εταιρεία αναθέτει εξωτερικά το κομμάτι της παράγωγής της σε μια άλλη που εχει συμπιέσει το κόστος. Πρόκειται δηλαδή για τον περίφημο εξωπορισμό (outsourcing) της παραγωγής.
[2]  Σ.τ.μ. Οι ΗΠΑ περνάνε την χειρότερη κρίση τοξικομανίας του πληθυσμού τους από καταβολής του Κράτους πρόνοιας, ενώ οι επιθέσεις μαζικών δολοφονιών σε δημόσιους χώρους τύπου ISIS από αφηνιασμένους έφηβους πολλαπλασιάζονται ακατάπαυστα. Το αμερικάνικο θέαμα αποδεικνύει περίτρανα την ανικανότητά του να πείσει τους υπηκόους του και τους στρέφει ενάντια στους εαυτούς τους. Διότι «τίποτε πλέον δεν λειτουργεί και τίποτα πια δεν γίνεται πιστευτό» Γκυ Ντεμπόρ
[3] Ο Λόχοφ στο πρωτότυπο κείμενο έχει γράψει το γερμανικό ακρωνύμιο GAU που παρομοιάζοντας παραπέμπει στη διαβάθμιση ενός πυρηνικού ατυχήματος

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Moishe Postone, 1942 - 2018

Ο Moishe Postone (κέντρο) μετά τον θάνατο του Μαρκούζε το 1979

Δημοσιεύω μεταφρασμένο ετεροχρονισμένα το αποχαιρετιστήριο σημείωμα του Norbert Trenkle για τον Moishe Postone που έφυγε από την ζωή τον περασμένο Μάρτιο. Επ' ευκαιρία λοιπόν και ενάντια στις προβλέψιμες και βαρετές νεκρολογίες για την επικαιρότητα των πενηντάχρονων του Μάη, το ιστολόγιο εστιάζει συνειδητά σε ό,τι παραμένει ζωντανή κίνηση ανατροπής της κοινωνίας της αλλοτρίωσης. 
Σύνδεσμος πρωτότυπου κειμένου: http://www.krisis.org/2018/moishe-postone-1942-2018/



Ό
ταν εμείς, ένας μικρός κύκλος συγγραφέων που είχε αφιερωθεί στην ανανέωση της ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής, πέσαμε πάνω στη λογική του Αντισημιτισμού στο τότε άγνωστο δοκίμιο του Μωυσή Ποστόουν, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αυτή μας χτύπησε σαν κεραυνός. Η Κριτική της Αξίας (Wertkritik) βρισκόταν ακόμη στο ξεκίνημα της και πάσχιζε να τραβήξει τον δρόμο της ενάντια στους θεματοφύλακες του παραδοσιακού Μαρξισμού με τους οποίους τότε εμπλεκόμασταν σε πολεμικές διαμάχες και ξαφνικά υπήρχε κάποιος που σκεφτόταν με τόσο όμοιο τρόπο. Για εμάς φυσικά, η ανάλυση του Αντισημιτισμού ως μίας μορφής φετιχιστικού αντικαπιταλισμού, ήταν μια εντελώς καινουργια και ρηξικέλευθη αντίληψη. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Η υποκείμενη ερμηνεία της Μαρξικής θεωρίας, η επικέντρωση της κριτικής στην εργασία και την αξία ως κοινωνική σχέση, χτυπούσε ακριβώς στον πυρήνα εκείνων των θεωρητικών εξελίξεων που είχαμε επιτύχει, ώστε να βγούμε από το αδιέξοδο του τέλματος που η κοινωνική κριτική είχε περιέλθει. Αυτή η στιγμή της ευχάριστης έκπληξης επειδή κάποιος άλλος είχε ακολουθήσει ένα παρόμοιο μονοπάτι στην επανερμηνεία της Μαρξικής θεωρίας, διαμόρφωσε την σχέση μου με τον Μωυσή Ποστόουν, παρόλο που έπρεπε να περάσουν μερικά χρόνια, ώσπου να τον γνωρίσω προσωπικά και να τού εκφράσω την εκτίμησή μου.
   Εξίσου καθοριστική ήταν και η μετέπειτα ενασχόληση μου στην μετάφραση του θεμελιώδους βιβλίου του, Χρόνος, εργασία και κοινωνική κυριαρχία, στα γερμανικά, ένα εγχείρημα που χωρίς την εντατική αναμέτρηση με τις σημασίες των εννοιών και τον ειρμό των σκέψεων που αναπτύσσονται εκεί, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί. Ακόμη και σήμερα ανατροφοδοτούμαι από τούτη την αναμέτρηση. Με έχει βοηθήσει, όπως πολύ λίγες άλλες, να οξύνω την δική μου ορολογία και τον τρόπο σκέψης μου, ακόμη κι όταν δεν συμφωνούσα με τον Μωυσή Ποστόουν (Moishe Postone). Ήταν βεβαίως απογοητευτικό για εμάς, ότι η δημοσίευση του βιβλίου του Ποστόουν συνεισέφερε ελάχιστα ώστε να εγείρει μια περιεκτική και εμβριθής κατανόηση της θεωρήτικής του προσέγγισης στην Γερμανική Αριστερά. Εδώ η αποδοχή του εγίνε επί της ουσίας ως συγγραφέα μίας καινούργιας, κριτικής οπτικής του φετιχισμού επάνω στον Αντισημιτισμό. Και μάλιστα παρ’ ότι αυτό είναι απολύτως ορθό, η αποδοχή του παρέμεινε τελείως διαχωρισμένη από την κρίτική του θεωρία για τον καπιταλισμό. Ότι αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης, βασίζεται πάνω στην μεσολάβηση από την εργασία και υπόκειται σε μία στοχοπροσηλωμένη, ιστορικά συγκεκριμένη δυναμική, της οποίας το σημείο φυγής είναι η κατάργηση (Aufhebung) αυτής της μορφής διαμεσολάβησης, αυτή λοιπόν η επίγνωση παρέμεινε για την Γερμανική Αριστερά, και ιδιαιτέρως μάλιστα για την ακαδημαϊκή της παραφυάδα, ένα βιβλίο επτασφρράγιστο (ein Buch mit sieben Siegeln). Ήταν ευδιάκριτο από τις σκόρπιες επικρίσεις του βιβλίου του Μωυσή Ποστόουν οι οποίες, σχεδόν καθολικά, σηματοδοτούσαν έλλειψη  κατανόησης και άμυνα.
   Σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Βραζιλία ή την Γαλλία, η συνθήκη ήταν διαφορετική, ίσως, επειδή υπήρχε ήδη ένα προγενέστερο συναφές πλαίσιο συζήτησης της κριτικής της αξίας, το οποίο είχε δημιουργηθεί από την δημοσίευση των κειμένων της επιθεώρησης Krisis. Κι αυτό άνοιξε μερικές πόρτες. Εν τούτοις, η παράξενη ελάσσων υποδοχή στον γερμανόφωνο δημόσιο διάλογο παραμένει εξοργιστική. Η διάδοση και η επιβεβαίωση της σπουδαιότητας που έχει η θεωρητική προσέγγιση του Μωυσή Ποστόουν παραμένει ένα καθήκον προς εκτέλεση. Δεν παίζει κανένα ρόλο επί τούτω, ότι υπήρχαν αναμεσά μας άλλωστε, θεωρητικές διαφορές σε κάποιες απόψεις ─ προ πάντων η θεωρητική ερμηνεία μας για την κρίση της στοχοθετημένης καπιταλιστικής δυναμικής δεν θα μπορούσε ποτέ να πιάσει φιλίες. Οι δρόμοι μάς, αυτοί της επιθεώρησης Κρίση (Krisis) και του Μωυσή Ποστόουν, δεν ήταν ποτέ οι ίδιοι, άλλα σε πολλές απόψεις πήγαιναν παράλληλα και έχουν κατ’ επανάληψη διασταυρωθεί. Και διαπροσωπικά επίσης. Με τον Μωυσή Ποστόουν έχουμε χάσει έναν συνοδοιπόρο. Ο θάνατός του γεμίζει εμένα κι εμάς στην συλλογικότητα Krisis με θλίψη.

Norbert Trenkle (Gruppe Krisis)

Νυρεμβέργη, 24 Μαρτίου, 2018