Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόμικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόμικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Μαρξ 2000.


Το κείμενο του Robert Kurz δημοσιεύτηκε αρχικά τον Φεβρουάριο του '99. Σύνδεσμος πρωτότυπου κειμένουhttp://www.exit-online.org/link.php?tab=autoren&kat=Robert%20Kurz&ktext=Marx%202000

   Μετά το τέλος του κρατικού σοσιαλισμού, ο καπιταλισμός μετέστρεψε την πολύ γνωστή Μαρξιστική μεταφορά του νεκροθάφτη στο αντίθετο της και την ενσωμάτωσε στο δικό του ιδεολογικό οπλοστάσιο. Ωστόσο έναντι του ισχυρισμού τους για πολλοστή  φορά πως η Μαρξική θεωρία κείτεται θαμμένη, οι επίσημες, ακαδημαϊκές πολιτικές επιστήμες έχουν με σιγουριά θάψει στο έδαφος το λάθος πτώμα. Το έργο του Μαρξ, αν και στην πραγματικότητα αξιοποιήθηκε κανιβαλικά από τις γραφειοκρατικές δικτατορίες του κρατικού σοσιαλισμού για την δική τους νομιμοποίηση δεν αποτελεί, σύμφωνα με το πραγματικό του περιεχόμενο, μία θετική θεωρία που πρεσβεύει την “σοσιαλιστική ανάπτυξη” αλλά αντιθέτως είναι μία αρνητική θεωρία της κρίσης του σύγχρονου συστήματος εμπορευματικής παραγωγής. Επομένως, η λογική του και η συνάφεια του αναλυτικού του πεδίου είναι η θεωρητική προβολή της ανάπτυξης του καπιταλισμού υπό το φως της ώριμης μελλοντικά κρίσης του.

   Η ιδεολογικά εργαλειακή χρήση του έργου, στην υπηρεσία μίας «ασθμαίνουσας εκσυγχρονιστικής αναπλήρωσης» (nachholenden Modernisierung*) στην καπιταλιστικά καθυστερημένη περιφέρεια της παγκόσμιας αγοράς (από την Οκτωβριανή επανάσταση έως τα λεγόμενα “απελευθερωτικά” κινήματα του Τρίτου Κόσμου), έχει συσκοτίσει εντελώς τον θεωρητικό του πυρήνα. Βεβαίως αυτό δεν ήταν απλά το ζήτημα ενός εσωτερικού σφάλματος μέσα στην ίδια την θεωρία αλλά αντανακλούσε εν τοις πράγμασι την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας: αυτό που χαρακτηρίζει τον εικοστό αιώνα δεν ήταν στην πραγματικότητα η δομική κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά οι κρίσεις των κοινωνικά ιστορικών ανωμαλιών του οι οποίες έπονταν από την παγκόσμια ανισοκατανομή της κεφαλαιακής δύναμης και της παραγωγής μέσα στο ίδιο το σύστημα. Ήταν, για να το πούμε διαφορετικά, το δικαίωμα των ιστορικά βραδυκίνητων να χρησιμοποιούν τον Μαρξ υπεραπλουστευμένα και κατακερματισμένα ως φορέα νομιμοποίησης της ιδεολογίας τους προκειμένου να μπορούν να λογαριάζονται με το χαρακτηριστικό του ανεξάρτητου παίκτη στο αστικό σύμπαν της παγκόσμιας αγοράς, ικανοί να καλύψουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των πληθυσμών τους. Όμως η προσπάθεια τους ήταν καταδικασμένη να αποτύχει λόγω των κριτηρίων που θέτει αναπόφευκτα η λογική του συστήματος και παρά την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι αυτό θα μπορούσε να εξημερωθεί διαμέσου της διαπραγμάτευσης του από το φορέα τους κράτους.

    Η κατάρρευση των κρατικά προσχεδιασμένων συστημάτων της αγοράς άφησε τον Δυτικό καπιταλισμό ολομόναχο. Κι αυτός πλέον έχει καταστεί ένα καθολικό, μονοπολικό, παγκοσμιοποιημένο και “ταυτόχρονα εξελισσόμενο” (vergleichzeitigten) Σύστημα, το οποίο δεν έχει πια την δυνατότητα να θρέψει ιδεολογικά τον εαυτό του από τις εξωτερικευμένες δομές της δικής του ιστορικής ανισότητας. Η εν λόγω δυνατότητα εξαλείφθηκε μαζί με το υποτιθέμενα εχθρικό του σύστημα. Η Δυτική καπιταλιστική αυτοδικαίωση ανέκαθεν ευδοκιμούσε από τα ελλείμματα του «καθυστερημένου αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού» (nachholenden Modernisierung*), τα οποία συγκρίνονταν με το στάδιο ανάπτυξης των πιο προηγμένων καπιταλιστικών χωρών (Η κατανάλωση των εμπορευμάτων ως ιδεολογία, Εκστρατεία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ.). Σήμερα ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να αποδεικνύει την αυτό-νομιμοποίηση του κι ακριβώς εδώ είναι που αποτυγχάνει παταγωδώς. Με το πέρασμα του χρόνου καθίσταται και πιο αβάσιμο να κατηγορείς τα προτερόχρονα συστήματα για την αδυσώπητη διόγκωση της εξαχρείωσης σε Ανατολή και Δύση και να παρερμηνεύεις αυτή την απαθλίωση σαν αποκλειστικό φορτίο της προηγούμενης κληρονομιάς. Θα ήταν εντελώς γελοίο να προσπαθείς να καταστήσεις τον παλιό κακό εχθρό υπεύθυνο για την μαζικά αυξανόμενη φτώχεια και τον κοινωνικό εκφυλισμό της Δύσης. Αυτό που συμβαίνει στο παρόν μπορεί να είναι μονάχα το αποτέλεσμα από την θαυμάσια και ανεπανάληπτη, μία και μοναδική “οικονομία της αγοράς”.

     Σ' αυτή την ζοφερή κοινωνική κατάσταση είναι επιτακτική, η ανακάλυψη του Μαρξ και η ανάγνωση της θεωρίας του από την αρχή με μια νέα ματιά: δηλαδή της θεωρίας της ανάπτυξης και της κρίσης του σύγχρονου εμπορευματικού συστήματος παραγωγής (του όρου που συμπεριλαμβάνει εύσχημα τον Δυτικό καπιταλισμό και τα κρατικά σοσιαλιστικά συστήματα του «εκσυγχρονισμού που αναπληρώνει την υστέρηση»{nachholenden Modernisierung*}). Η ανάγνωση του Μαρξ «κόντρα στο ρεύμα» της συνήθους ερμηνείας του απαιτεί βεβαία δύο πράγματα. Κατ' αρχάς την ιστορικοποίηση της σκέψης του, που σημαίνει την αποσαφήνιση εκείνων των στοιχείων που παραμένουν δέσμια μέσα στον ιστορικό ορίζοντα του αστικού εκσυγχρονισμού. Κατά δεύτερον, είναι απαραίτητο για την συγκεκριμένη ανάγνωση να αντιστραφεί η πολικότητα της Μαρξικής Θεωρίας έτσι ώστε αυτή να μην εννοείται πλέον με μία θετικιστική απεικόνιση των καπιταλιστικών κατηγοριών (οι οποίες στην συνέχεια δεν θα αφομοιώνονται από την πεπερασμένη και ακατάργητη Μορφή της αστικής υποκειμενικότητας), αλλά αντιστρόφως να προσλαμβάνεται η ενυπάρχουσα ριζοσπαστική κριτική της. Με άλλα λόγια: είναι απόλυτα αναγκαίο να ανακαλύψουμε και να υπερβούμε τις αντιφάσεις μέσα στην Μαρξική θεωρία οι οποίες οφείλονται στον περιορισμένο ιστορικό ορίζοντα της εποχής του Μαρξ. Η ανάγνωση του Μαρξ με αρνητικό πρόσημο, αντί ενός θετικού, είναι η μόνη προϋπόθεση για να καταστήσουμε και πάλι εκρηκτικό το θεωρητικό του έργο.


Η ουσία της εργασιακής θεωρίας της αξίας.

  Ο όρος “εργασία” είναι ένας καταστατικός όρος για όλες τις σύγχρονες κοινωνίες με δύο εκφάνσεις: τουτέστιν με μία οικονομική – διαρθρωτική και με μία ηθική – δεοντολογική έκφανση. Ο φιλελευθερισμός ως απότοκος του Διαφωτισμού εκκοσμίκευσε τον Χριστιανικό μαζοχισμό του μαρτυρίου υιοθετώντας την Προτεσταντική ηθική της εργασίας η οποία στη συνέχεια βρήκε σαν αστική κληρονομιά την θέση της μέσα στον Μαρξισμό. Παρομοίως οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας και αργότερα ο Μαρξ ενσωμάτωσαν την θετική Προτεσταντική κατηγορία της εργασίας μέσα στις θεωρίες τους. Αυτή η ενσωμάτωση δεν ήταν ωστόσο ένα απλό υποθετικό και θεωρητικό αξίωμα αλλά αντιθέτως η θεωρητική Ανάκλαση του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται στην πραγματικότητα η καπιταλιστική παραγωγή. Μέσα σ' αυτήν την κοινή αντίληψη η “Εργασία”, που ουσιαστικά είναι η δαπάνη της ανθρώπινης ενέργειας με σκοπό την κοινωνική (Ανα)Παραγωγή, εμφανίζεται με την υπόσταση της οικονομικής Αξίας. Η διακριτή μορφή του περιεχομένου αυτής της αξίας είναι το χρήμα (το διανεμημένο “καθολικό εμπόρευμα”). Συνεπώς τα εμπορεύματα επειδή θεωρούνται αντικείμενα της Εργασίας εμπεριέχουν την Αξία και γι' αυτό λαμβάνουν χρηματικές τιμές.

   Για την αντίληψη της αστικής υποκειμενικότητας αυτή η σχέση είναι θετική και εσωτερικευμένη. Και στο βαθμό που ο ίδιος ο Μαρξ επιχειρηματολογεί μέσα σε ένα καταφατικό πλαίσιο για τον εκσυγχρονισμό ο «Θετικισμός» αυτός εμφανίζεται επίσης και στο δικό του έργο. Υπό την έννοια αυτή το Μαρξιστικό έργο αποδεικνύεται πως είναι απόγονος της φιλελεύθερης ιδεολογίας και των κλασικών οικονομικών που ενώ μεν θανατώνει την νεοτερική, μητρική του θεωρία, εξακολουθεί δε να κουβαλά μαζί του τα σημάδια της γέννησης του. Αυτή ακριβώς είναι η θετικιστική πλευρά του Μαρξ που αποτελεί τον γνώριμο «εξωτερικό» Μαρξισμό του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης. Η έμφαση στην υπεραξία η οποία εκλαμβάνεται με την καπιταλιστική μορφή της «απλήρωτης εργασίας» και η υπόρρητη και δομικά προσδιορισμένη «Εκμετάλλευση» των εργατών από τους κεφαλαιοκράτες, συνιστά κατά κάποιον τρόπο την ανάγκη της διεκδίκησης «όλης της παραγόμενης αξίας» για την «εργατική τάξη». Ωστόσο κατ΄αυτόν τον τρόπο η Αξία και η «Εργασία» που είναι οι κατηγορίες που αφορούν τη μορφή και το περιεχόμενο της καπιταλιστικής κοινωνίας καθίστανται ταυτόχρονα θετικιστικές μέσα στις οντολογικές και υπεριστορικές συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης.

   Έτσι το πρόβλημα της κοινωνικής αντίφασης αναλύεται επάνω στις υποκειμενικές σχέσεις της βούλησης (κίνητρα) δεδομένου ότι οι διαρθρωτικές κατηγορίες έχουν θεωρηθεί ουδέτερες, θετικές και οντολογικές παραμένοντας απριόρι ασυναίσθητες κοινωνικά. Κατά συνέπεια φαίνεται ότι η ουσία του καπιταλισμού προσδιορίζεται στον ανταγωνισμό: η τάξη η οποία είναι το υποκείμενο της κυριαρχίας χρησιμοποιεί και καταπιέζει μίαν άλλη τάξη –την «εργατική» που είναι το υποκείμενο της εργασίας  για την ευημερία της και αποσπά προς όφελος της τον υλικό πλούτο ως «άρχουσα τάξη». Ωστόσο, μολονότι ασαφής και αντιφατική ως προς την ορολογία της και την παρουσίαση της, η βαθύτερη διάσταση της Μαρξικής θεωρίας παραπέμπει σε μία εντελώς διαφορετική ερμηνεία. Στη συγκεκριμένη ανάγνωση η «Εργασία» δεν εμφανίζεται αιφνιδίως με μία θετική υπόσταση, αλλά αντιθέτως με μία αρνητική, κι επομένως η Αξία αναπαριστά την μορφή μιας αρνητικής κοινωνικοποίησης. Η εμφάνιση της εργασίας ως ουσίας της οικονομικής αξίας είναι πραγματική και αντικειμενική μόνο εντός του σύγχρονου εμπορευματικού συστήματος παραγωγής. Ιστορικά σε καμία άλλη παραγωγική λειτουργία και σε κανέναν άλλο τρόπο της ανθρώπινης διαβίωσης η πρακτική δραστηριότητα της κοινωνίας ως «προϊόν μεταβολισμού της Φύσης» (Μαρξ) δεν έχει προσληφθεί επί της ουσίας με την κοινωνικά – γενική (καθολική) αφαίρεση της «εργασίας» που κυριαρχεί σε ολόκληρη την διαδικασία της αναπαραγωγής με την μορφή της αξίας.

   Σ’ ένα τέτοιο σύστημα τα χρήματα, η απτή εκδήλωση της αξίας, επανατροφοδοτούν την υπόσταση τους. Στην ανακυκλούμενη κίνηση αξιοποίησης των κεφαλαίων, που πολλαπλασιάζει τα χρήματα μέσα από τα χρήματα, η διαδικασία γίνεται αυτοσκοπός. Όμως εάν η «εργασία» νοείται ως υπόσταση της αξίας και τοιουτοτρόπως η αξία είναι η ουσία του χρήματος τότε και η εργασία χαρακτηρίζεται επίσης ως αυτοσκοπός: είναι η αυτοαναφορική και διαρκώς αλλοτριωμένη δαπάνη της ανθρώπινης ενέργειας. Ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας της «εργασίας» στον «μεταβολισμό  με τη φύση» και ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας των χρημάτων στον κοινωνικό μεταβολισμό μεταμορφώνονται σε αυτοσκοπό και κατά συνέπεια καθορίζουν τις δράσεις των εμπειρικών υποκειμένων επειδή αυτή ακριβώς η ταυτολογική και συστημική αυτοαναφορά καθιστά την «εργασία» μοναχά για την «εργασία» και τα λεφτά μονάχα για τα λεφτά. Ο Μαρξ ονομάζει αυτό το παράδοξο και συνάμα παράλογο επίτευγμα της ανεξαρτησίας των μέσων (ή του μέσου) το «αυτόματο υποκείμενο» της νεοτερικότητας.

   Ενώ απέχουν παρασάγγας ώστε να θεωρούνται τα υποκείμενα του κοινωνικού γίγνεσθαι, οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου καθώς επίσης και όσοι το διευθύνουν (Manager) αποδεικνύονται πως είναι σκέτοι λειτουργοί του «αυτόματου υποκειμένου» το οποίο ενεργεί πέρα από τις δικές τους επιδιώξεις. Παρεμπιπτόντως οι απολαύσεις εκείνων που αποτελούν την αποκαλούμενη “άρχουσα τάξη” δείχνουν σχεδόν καταγέλαστες εάν αναλογιστούμε τους γιγάντιους κόπους τους οποίους καταβάλλουν. Η πολυτελής κατανάλωση της χλιδής τους υστερεί σε πολύ μεγάλο βαθμό εν συγκρίσει μ' εκείνης των προ-νεοτερικών ελίτ, και μάλιστα αυτή έχει γίνει ολοένα και πιο ανόητη και ανεπαρκής με την πρόοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η εν λόγω αντίληψη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των συνθηκών διαβίωσης υποδηλώνει με σαφήνεια την έννοια της (αντικειμενοποιημένης) “χρησιμοποίησης” που υφίσταται η ικανότητα για εργασία αντί του όρου της “εκμετάλλευσης” (όρος που είναι κοινωνιολογικά αντιληπτός με στενόμυαλο και υποκειμενικό τρόπο). Η μισθωτή εργασία δεν παρακρατείται απευθείας από το ίδιο το κοινωνικό προϊόν που παράγει διότι είναι η κοινωνική παραγωγή του πλούτου που καθυποτάσσεται εξ' ολοκλήρου στους συστημικούς περιορισμούς του θηριώδους αυτοσκοπού.

    Με την φαινομενική αυτονόμηση των μέσων («εργασία») ή του μέσου (χρήμα) που καθίσταται αυτοαναφορική οι παράδοξες «κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων» (Μαρξ) προκύπτουν εκεί που οι άνθρωποι δεν αλληλεπιδρούν άμεσα μεταξύ τους αλλά παραμένουν πρωταρχικά απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο. Η κοινωνική τους διάδραση λαμβάνει χώρα δευτερευόντως μόνο μέσω της αξίας και της ιδιοκτησίας των προϊόντων εργασίας. Αυτή ακριβώς η σχέση είναι που ο Μαρξ ονόμασε φετιχισμό της εμπορευματικής μορφής. Η χρήση των φυσικών και κοινωνικών πόρων δεν γίνεται εκ των προτέρων μέσω συνειδητά αμοιβαίων ρυθμίσεων από τους κοινωνικούς θεσμούς  αλλά διαμέσου της τυφλής δαπάνης της ανθρώπινης ενέργειας με τη μορφή εργασίας για λογαριασμό των ανώνυμων αγορών. Η δαπάνη της αφηρημένης εργασίας ως ανθρώπινης ενέργειας μπορεί να αποδειχθεί συνεκτική για την κοινωνία μόνο εκ των υστέρων, “πισω από τις πλάτες” των δρώντων υποκειμένων με τον ίδιο τυφλό, αντικειμενοποιημένο και συστημικά συμμορφωμένο τρόπο, γι' αυτό και η κοινωνική συνοχή ποτέ δεν είναι εξασφαλισμένη (ως γνωστόν ο Άνταμ Σμιθ επιδοκίμασε το συγκεκριμένο σημείο με τον κοινό τόπο του «αόρατου χεριού», αγνοώντας τις προφανείς προστριβές της τυφλής δυναμικής που επισείει αυτού του είδους η κοινωνικοποίηση).

    Μέσα στον φετιχισμό της κοινωνικοποίησης των νεκρών πραγμάτων αντί των ζωντανών όντων, ο οποίος αποτελεί κατά γράμμα την ίδια την Φύση του «αυτόματου υποκειμένου», εγκαθίσταται μία σχέση μεταξύ της μορφής και του ουσιώδους περιεχομένου που είναι συγχρόνως πραγματική και πλασματική. Η συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα του μετασχηματισμού των φυσικών στοιχείων παραμένει ακοινώνητη και ιδιαίτερη (ζήτημα που αφορά τον τομέα “οικονομικής των επιχειρήσεων”), και παρότι εξαρχής δεν είναι αυτόνομη, στοχεύει ωστόσο μέσα σ' ένα γενικευμένο περιβάλλον αμοιβαίων σχέσεων καθολικής εξάρτησης. Η αμιγώς δευτερεύουσα κοινωνικοποίηση μέσω της αγοράς επιβάλλει την αναγκαιότητα δύο πραγμάτων: πρώτα, ότι η παραγωγική δραστηριότητα έχει απογυμνωθεί από κάθε συγκεκριμένο χαρκτήρα, δηλαδή ανάγεται αφαιρετικά σε σκέτη «δαπάνη ανθρώπινου μυαλού, νεύρων και μυώνων» (Μαρξ) ώστε να κάνει τις ποιοτικά διαφορετικές δραστηριότητες και τα ετεροειδή προϊόντα ισόμετρα στην μεταξύ τους ανταλλαγή ως εμπορεύματα. Και δεύτερον, η αφαιρετική δαπάνη της ανθρώπινης-κοινωνικής ενέργειας, ανεξάρτητα από το γεγονός πως η πραγματική διαδικασία έχει παρέλθει, εμφανίζεται πλέον (στη συγκεκριμένη ποσοτικοποίηση του αντίστοιχου επιπέδου παραγωγικότητας) να είναι κοινωνική ιδιότητα και ουσία των προϊόντων, όπου με την σειρά της αυτή η ουσία αποκτά την έκφραση της μέσα από το διανεμημένο “καθολικό εμπόρευμα” (χρήμα) με την μορφή χρηματικής τιμής.

   Ωστόσο, δεδομένου ότι τα χρήματα ως κεφάλαιο αναπαριστούν το καθολικό και αυτοαναφορικό στοιχείο στην «αξιοποίηση της αξίας» {"Verwertung des Werts"} που επεκτείνεται (και επομένως αποτελούν και το σημείο αφετηρίας), η συγκεκριμένη δραστηριότητα της ανθρώπινης παραγωγικής σχέσης με τη φύση πραγματοποιείται από την πρώτη στιγμή μονάχα από τη πλευρά της αφαίρεσης (και μόνο ως αυτοσκοπός) η οποία στην κυριολεξία έχει καταστεί πραγματική με την ιδιότητα της αξίας και του χρήματος. Συνεπώς η αντιστροφή του σκοπού με τα μέσα ισοδυναμεί με την αντιστροφή του Συγκεκριμένου με το Αφηρημένο. Πλέον το Συγκεκριμένο (Concretum) δεν είναι παρά μονάχα η έκφραση του Αφηρημένου (Abstractum) αντί να συμβαίνει ταυτολογικά το ανάστροφο. Επομένως, η αποκαλούμενη “συγκεκριμένη εργασία” και το συσχετισμένο μαζί της φάσμα των “αξιών χρήσης” αναπαριστούν όχι την «καλή», και προσανατολισμένη στις ανάγκες πλευρά του Συστήματος, αλλά μόνο τον αμετάβλητα συγκεκριμένο τρόπο εκδήλωσης της αφαίρεσης που έχει γίνει μία πραγματικότητα. Διότι ως συγκεκριμένη η παραγωγική δραστηριότητα εμφανίζεται στην κοινωνία αποκλειστικά σαν «Φορέας» της παρούσας αφαίρεσης. Η “συγκεκριμένη εργασία” δεν δικαιολογεί την χρησιμότητα της επειδή και η ίδια είναι το υποκείμενο στις προσταγές της «αξιοποίησης της αξίας» ("Verwertung des Werts")και γι' αυτό προξενεί ακόμα και ανορθολογικά ή και καταστροφικά αποτελέσματα στη κατηγορία της “αξίας χρήσης”, παρ' όλη την ορθοβουλία των συμμετεχόντων οι οποίοι όμως παραμένουν δέσμιοι στην δομική ισχύ του συστήματος.

   Φυσικά η αξία ως ιδιότητα των προϊόντων τα οποία φέρουν την αφαίρεση της δαπανημένης «Ουσίας της Εργασίας» (Arbeitssubstanz) είναι ψευδαισθητική (Phantasmagorisch). Αυτό συμβαίνει διότι, πρώτον, η παραγωγική δραστηριότητα με την μορφή αφηρημένης δαπάνης της ανθρώπινης ενέργειας δεν μπορεί πραγματικά να αντικαταστήσει την υλική – αισθητή μορφή της «συγκεκριμένης εργασίας». Η εν λόγω διαδικασία πραγματοποιείται μόνο μέσα στην αφαίρεση του κοινωνικού ασυνείδητου σαν ένας αυτονόητος αυτοματισμός, έστω κι αν παίρνει σάρκα και οστά σε κάτι εμπράγματο, το χρήμα. Μέσω των χρημάτων η κοινωνία εκχωρεί στη δική της ασυνείδητη αφαίρεση μια ανεξαρτητοποιημένη και αλλότρια εξουσία. Δεύτερον και με δεδομένο ότι πρόκειται για μία διαδικασία διαβίωσης έμβιων όντων, η παραγωγική δραστηριότητα δεν συγκρατείται ωσάν μια αφηρημένη “sui generis ουσία” η οποία έχει ”αποκρυσταλλωθεί” με σχηματισμένη μορφή επάνω στα προϊόντα. Τα μέλη της κοινωνίας τα οποία είναι απομονωμένα το ένα από το άλλο και τα οποία βρίσκονται εκ των υστέρων υπό την μεσολάβηση των εμπορευματικών προϊόντων, θα πρέπει εκ των πραγμάτων να αναπαραστήσουν παραπλανητικά την εκάστοτε παρελθούσα (δαπανημένη) “εργασία” σαν ιδιότητα αυτών των προϊόντων (και συν τοις άλλοις, εναρμονισμένοι με την συστημική ανάδραση που βιώνουν, θα πρέπει να ξεκινήσουν την εκάστοτε παραγωγική τους δραστηριότητα υπό την επήρεια αυτής της αφαιρετικής και παραπλανητικής αλλά δεδομένης πραγμοποίησης). Κάποιος που κοινωνικοποιείται μέσα στις συνθήκες που ορίζουν οι κατηγορίες του εμπορευματικού συστήματος παραγωγής αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή μονάχα την ψευδαισθητική ιδιότητα της αξίας / τιμής διότι αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή σαν έννοια υλικής ποιότητας. Ωστόσο αυτή η φετιχιστική ψευδαίσθηση δεν είναι ούτε αυθαίρετη, ούτε τυχαία: Η κοινωνικά ισχύουσα και καταβεβλημένη ποσότητα της εργασίας που είναι προσαρμοσμένη στο αντίστοιχο επίπεδο παραγωγικότητας πρέπει στην πραγματικότητα να δαπανηθεί. Το εμπορευματικό σύστημα με δεδομένο ότι παίρνει την μορφή του καπιταλιστικού αυτοσκοπού αποκτά την σταθερότητα και την ικανότητα της αναπαραγωγής του μονάχα μέσα από την κοινωνικά παραπλανητική και αναφορική σχέση προς το παρελθόν, των υφιστάμενων (με συγκεκριμένη / αισθητή μορφή) ξοδεμένων ποσοτήτων εργασίας.

   Η Μαρξική ανάλυση της διαπεραστικής καπιταλιστικής δομής μαζί με τον εμπεριεχόμενο φετιχισμό αποκαλύπτει τον αρνητικό χαρακτήρα της Ουσίας της Εργασίας και της Μορφής της Αξίας της η οποία έχει αγνοηθεί επαίσχυντα από το Μαρξιστικό – Εργατικό κίνημα ενώ απορρίφθηκε από τις επίσημες οικονομικές επιστήμες με τον χαρακτηρισμό της «φιλοσοφικής ανοησίας». Στην γραμμή άμυνας της απέναντι στην Μαρξική θεωρία η ακαδημαϊκή επιστήμη αναθεμάτισε ακόμα και τη θεωρία των κλασσικών αστών οικονομολόγων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι το δαπανηθέν ποσό εργασίας είναι το περιεχόμενο της οικονομικής αξίας. Η κυρίαρχη συνείδηση διατήρησε μόνο την δεοντολογικά καταπιεστική σημασία και την καταναγκαστική ηθική της εργασίας με το θετικό πρόσημο του όρου κι έτσι προστάτευσε με την άγνοια της την ανακάλυψη της δική της ανορθολογικής ιδιοσυστασίας (καταστατικής δραστηριότητας) η οποία υπονοείται στον Μαρξικό όρο του φετιχισμού. Τα οικονομικά έγιναν η επιφανειακή Θεωρία της Οριακής Χρησιμότητας ή η Υποκειμενική Θεωρία της Αξίας. Η τελευταία, που θεωρείται σήμερα το θεμέλιο στην επικρατούσα τάση των σύγχρονων οικονομικών αναλύσεων, απλουστεύει τελείως τον όρο της αξίας στην εμφάνιση της Τιμής των προϊόντων. Η Τιμή, δηλαδή, περιστέλλεται στην καθαρά υποκειμενική χρησιμότητα των υπολογισμών που γίνονται από τους παίκτες της αγοράς (των οποίων η ύπαρξη και η θέσπιση προσλαμβάνεται απριόρι). Αυτή η νεοκλασική θεωρία όχι μόνο δεν έχει την πρόθεση αλλά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να επεξηγήσει τίποτα, αντ' αυτού προσομοιάζει τους λογιστικούς υπολογισμούς των υποκειμένων της αγοράς με την απεικόνιση της συστημικής μαθηματικοποίησης τους. Στις κοινωνικές επιστήμες, τα Μαθηματικά εμφανίζονται πάντοτε στο προσκήνιο όταν οι προϋποθέσεις της κριτικής έχουν εμφανώς χαθεί και τότε πρέπει να καταστήσουν την περιγραφή των κοινωνικών συνθηκών, η οποία στερείται μια επαρκή θεωρητική εξήγηση, και πάλι διαχειρίσιμη.

   Ότι η Τιμή δεν έχει καμία σχέση με το αντικειμενικό περιεχόμενο της αξίας, αλλά προκύπτει από τους υποκειμενικούς λογιστικούς υπολογισμούς της χρησιμότητας, ευσταθεί σαν αξίωμα μόνο σε ακραίες καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στις απόλυτα δεδομένες κοινωνικές σχέσεις: Αυτό υποδεικνύει και το περίφημο παράδειγμα με «το ποτήρι του νερού στην έρημο» του οποίου η οριακή χρήση τείνει προς το άπειρο. Τα παραδείγματα αυτού του είδους στερούνται σοβαρότητας δεδομένου ότι δεν αποτελούν μέρος της συνηθισμένης λειτουργίας των κοινωνικό-οικονομικών δράσεων και επομένως εκπίπτουν από τον τομέα της Οικονομίας. Μέσα στις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες του συστήματος της εμπορευματικής παραγωγής η επεξηγηματική ισχύς των λογιστικών υπολογισμών για τις αξίες χρήσης στη βάση της Οριακής Χρησιμότητας είναι πρακτικά μηδενική. Οι συμμετέχοντες στην αγορά προφανώς και ζυγίζουν την υποκειμενική χρησιμότητα των προϊόντων τους έναντι της αντίστοιχης χρηματικής τιμής που πρέπει να καταβάλλουν οι αγοραστές. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πράττουν ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες αλλά ότι το πράττουν κάτω από αντικειμενοποιημένους όρους οι οποίοι τους επιβάλλονται και επιδρούν απριόρι στους υπολογισμούς τους κατά τρόπο ασυνείδητο. Η Υποκειμενική Θεωρία της Αξίας ή καλύτερα θεωρία της Τιμής συγχέει την αιτία και το αποτέλεσμα. Κανονικά ένα ορισμένο αγαθό είναι διαθέσιμο σε μεγάλη κλίμακα επειδή η αντίστοιχη παραγωγικότητα έχει αυξηθεί ελαττώνοντας έτσι και την ποσότητα εργασίας που έχει δαπανηθεί ανά μονάδα προϊόντος. Επομένως η αντικειμενική αξία για κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα λιγοστεύει μέσω της μείωσης της Εργασιακής Ουσίας τού (Arbeitssubstanz). Ο υποκειμενικός υπολογισμός, λοιπόν, της χρησιμότητας ακολουθεί στη καλύτερη των περιπτώσεων μόνο την εξέλιξη της κοινωνικής παραγωγικότητας σε συσχετισμό με την δαπανηθείσα εργασία.

   Η επίγνωση της μεγαλύτερης ή της μικρότερης χρησιμότητας με κριτήριο τις ανθρώπινες ανάγκες ουδόλως ρυθμίζει την παραγωγή των αγαθών. Επί παραδείγματι ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μία μεγάλη μάζα άνεργων και δικαιούχων της κοινωνικής πρόνοιας, ανθρώπων δηλαδή που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ορισμένα επιθυμητά και απαραίτητα αγαθά. Μια αύξηση στον υποκειμενικό υπολογισμό αυτών των αγαθών σε καμία περίπτωση δεν αυξάνει και τις τιμές τους ως εμπορεύματα. Αντιθέτως είναι πιθανότερη η πτώση των τιμών επειδή μειώθηκε η ζήτηση των εμπορευμάτων σαν αποτέλεσμα της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών παρά την αυξημένη γι' αυτά κοινωνική ανάγκη. Είναι απροκάλυπτος κυνισμός να αποδίδεται αυτή η πτώση των τιμών (όπως ένα αποπληθωριστικό κύμα, φερ' ειπείν) στην έκπτωση της οριακής χρησιμότητας των αγαθών εξαιτίας του κορεσμού στην κάλυψη των ανάλογων αναγκών. Αντίθετα η έλλειψη της ζήτησης δεν θα οδηγήσει σε κάποια αυθαίρετη μείωση των τιμών η οποία θα βρίσκεται κάτω από το επίπεδο παραγωγικότητας της αντικειμενοποιημένης Ουσίας της Εργασίας αλλά θα επισπεύσει την διακοπή της λειτουργίας αυτής της παραγωγής ακόμα κι αν αυτή εξυπηρετεί ζωτικές ανάγκες ή παρέχει μία πλούσια σε δυνατότητες παραγωγική δραστηριότητα.

   Η θεωρητική σχολή της Οριακής Χρησιμότητας ή της Υποκειμενικής Θεωρίας της Αξίας, συμπεριλαμβανομένων και των διάφορων παραλλαγών της μέσα στον 20ο αιώνα, αγνοεί πλήρως ότι η κοινωνική τάξη πραγμάτων της οικονομίας της αγοράς δεν καθορίζεται από τα υποκείμενα της κυκλοφορίας αυτής της αγοράς αλλά από τον ανορθολογικό αυτοσκοπό της ίδιας της παραγωγής της. Η καπιταλιστική αντιστροφή των μέσων με τον σκοπό, που ο Μαρξ ανέλυσε, εξαναγκάζει κατ’ αρχάς τους ανθρώπους να μην μπορούν με κανένα τρόπο να εμφανιστούν από την πλευρά της ζήτησης μέσα στις εμπορευματικές αγορές εάν δεν έχουν προηγουμένως πουλήσει το ίδιο τους το τομάρι στην αγορά εργασίας εν ονόματι του συστημικού αυτοσκοπού. Δευτερευόντως και κατά συνέπεια των προηγουμένων, η αγορά εμπορευμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί με καμία έννοια ο τόπος των προϋπολογισμών της αξίας-χρήσης/χρησιμότητας όπου συγκεντρώνονται τα ανεξάρτητα υποκείμενα της παραγωγής. Απεναντίας, η αγορά που εμφανίζεται ως τόπος της «ελεύθερης» αγοραπωλησίας, δεν αναπαριστά κάτι άλλο εκτός από την σφαίρα της «πραγμάτωσης της υπέραξίας», δηλαδή της μετατροπής της δαπανηθείσας εργασιακής ποσότητας στην τελική μορφή που είναι αυτή του χρηματικού κεφαλαίου. Η εμπορευματική αγορά είναι μέχρι τώρα το πεδίο διέλευσης του αδιάκοπου και ακατάβλητου καπιταλιστικού αυτοσκοπού και απέχει πάρα πολύ από το να αποτελεί το άθροισμα των υποκειμενικών εκτιμήσεων για την χρησιμότητα των προϊόντων. Σε αυτή την περίπτωση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι υπολογισμοί της χρησιμότητας μπορούν να κινηθούν μόνο μέσα στα προκαθορισμένα πλαίσια των κεφαλαιοκρατικών νόμων του συστήματος. Η έννοια της χρησιμότητας προκαθορίζεται από αυτούς και όχι από την λογική της ευημερίας και της ικανοποίησης των αναγκών σε όσους συμμετέχουν  στις αγορές.



Η Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους και ο Νόμος της κατάρρευσης του Κεφαλαίου.

Και το τέλος του Καπιταλισμού;
Βλέπεις; Είχα δίκιο!

   Είναι προφανές αυτό που ωθεί τους ιδεολόγους των Οικονομικών Επιστημών στην άρνηση της αντικειμενικής ουσίας της εργασίας: το πρόβλημα της ουσίας πρέπει να εξοβελιστεί διότι ο καπιταλισμός έχει την εγγενή τάση να καθιστά αυτή την ουσία περιττή και παρωχημένη με αποτέλεσμα να καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό. Από την σκοπιά της αντίληψης που είναι μονάχα ικανή να σκέφτεται εντός των αστικών κατηγορικών τύπων (κυκλοφορίας, ανταλλαγής εμπορευμάτων, και των συσχετιστικών παραγώγων τους) η καθαρή μορφή (ουσία) παραμένει και πρέπει να διαιωνίζεται μέσα σε οποιεσδήποτε ψευδό-χειραφεσιακές αυταπάτες. Το ουσιαστικό της περιεχόμενο είναι ιδεολογικά συγκαλυμμένο προκειμένου να αποφευχθεί η επίγνωση των καταστροφικών του δυνάμεων που υπαγορεύονται από το εμπράγματο τέλος της, και κατά συνέπεια της αναπότρεπτης απαξίωσης που αυτό προκαλεί στην ανταλλαγή προϊόντων και στις ενσυνείδητες μορφές της.

   Η συστημική αυτοαντίφαση κατά την οποία ο καπιταλισμός καταστρέφει το δική του φετιχιστική Ουσία (περιεχόμενο) στοιχειοθετείται με ακρίβεια στον περίφημο μηχανισμό του Ανταγωνισμού που κινεί την καπιταλιστική δυναμική. Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαχωρισμένων οικονομικών επιχειρήσεων που επιφέρει η μεσολάβηση των ανώνυμων αγορών τις καθυποτάσσει στη διαρκή μεγέθυνση της παραγωγικότητας η οποία με την σειρά της, μπορεί μονάχα να επιτευχθεί με την υποκατάσταση, σε βάθος χρόνου, της ανθρώπινης εργασίας από τα   «τεχνολογικά-επιστημονικά μέσα» (Μαρξ). Αυτό σημαίνει πως κάθε εμπόρευμα ως μονάδα χάνει διαρκώς αξία γιατί του αναλογεί ολοένα και λιγότερη εμπεριεχόμενη «Ουσία της Εργασίας». Κατά συνέπεια είναι δυνατή η προβολή ενός τερματικού σημείου μετά το οποίο ολόκληρη η υπόσταση της εργασίας με την κοινωνική της μορφή μειώνεται στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα, σε τέτοιο βαθμό που η πλασματική αξία/ιδιότητα ως χαρακτηριστικό των προϊόντων εκπίπτει διότι είναι οργανωμένη επάνω σε αυτό τον ανορθολογισμό.

   Στο παρελθόν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορούσε μόνο να αναπαράγει τον εαυτό του μέσα από την σταθερή του επέκταση και με αυτή επέλυε προσωρινά την βάσιμη αντίφαση του. Όσο λιγότερη ήταν η αξία, (ήτοι η Ουσία της Εργασίας που την επιτελεί), που αντιστοιχούσε σε κάθε προϊόν ανά μονάδα, τόσο περισσότερα προϊόντα έπρεπε να παραχθούν και να πουληθούν. Εφ' όσον η ποσότητα των παραγόμενων εμπορευμάτων επεκτεινόταν ταχύτερα από την συρρίκνωση της εργασίας ή της εμπεριεχόμενης αξίας ανά προϊόν τότε και η κατάρρευση του συστήματος αναβαλλόταν. Συνεπώς, ήταν απαραίτητο να “βομβαρδίζεις” τον κόσμο με κάθε είδους εμπόρευμα και να προδιαθέτεις τους ανθρώπους να οργανώνουν τις ζωές τους με βάση την συνθήκη της αδιάκοπης παραγωγής τους και της αντίστοιχης σταθερής αύξησης της κατανάλωσης τους. Ωστόσο η καπιταλιστική ανάπτυξη ποτέ δεν ήταν ομαλή. Απεναντίας, μέσα στον ιστορικό ορίζοντα της κατίσχυσης της, η επεκτατική της εξέλιξη αντιμετώπισε πολύ σοβαρές διακοπές αλλά κάθε φορά ήταν σε θέση να επανεκκινεί και πάλι την διαδικασία της.

   Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο ο διάσημος Μαρξικός «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» εντοπίζεται. Το ποσοστό του κέρδους είναι ο λόγος του επιχειρηματικού κέρδους στο σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους. Στο τέλος ενός κύκλου εργασιών μίας επιχείρησης όλα τα προκατεβεβλημένα στοιχεία κόστους πρέπει να καλυφθούν καθώς επίσης πρέπει να έχει επιτευχθεί κι ένα πλεόνασμα (υπεραξία). Το σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους αποτελείται από δύο διαφορετικά μέρη: την δαπάνη του «Σταθερού Κεφαλαίου» (κτίρια, μηχανές, και ό,τι αντιστοιχεί σε μέσα παραγωγής) και τη δαπάνη του μεταβλητού κεφαλαίου (μισθοί). Δεδομένου λοιπόν ότι η αξία από το μέρος του «Σταθερού Κεφαλαίου» που το αποτελούν μονάχα νεκρά υλικά αναπαράγεται αμετάβλητη στην διαδικασία της παραγωγής των προϊόντων (εκπεφρασμένη από τη φετιχιστική πλάνη του όρου της ουσίας, ας πούμε πως η αξία παράγεται από τη «κοπιώδη» φθορά των μηχανημάτων που «δοκιμάζονται» στην παραγωγή), το πλεόνασμα της υπεραξίας πηγάζει μόνο από το μερίδιο της έμβιας εργασίας η οποία δημιουργεί την επιπρόσθετη ουσία της αξίας πέρα από τις προϋποθέσεις της δικής της αναπαραγωγής και με αυτόν το τρόπο τροφοδοτεί τον αυτόματο κοινωνικό μηχανισμό.

   Καθώς όμως η ουσία της αξίας ενός προϊόντος ανά μονάδα μειώνεται εξαιτίας της αντικατάστασης του εργατικού δυναμικού με τεχνο-επιστημονικές μονάδες, εύλογα το αντίστοιχο ποσοστό κέρδους του εκάστοτε χρηματικού κεφαλαίου εκπίπτει από ένα συγκεκριμένο μέγεθος με την ίδια ακριβώς διαδικασία. Το μερίδιο κεφαλαίου των νεκρών συστατικών από το σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους που απλά αναπαράγεται και δεν προκαλεί κάποια επιπλέον υπεραξία δηλαδή Ουσία της Αξίας (Wertsubstanz) μεγαλώνει σταθερά. Το μερίδιο κεφαλαίου που δαπανιέται για την “έμβια εργασία” (μισθοί) και το οποίο είναι η μοναδική πηγή της υπεραξίας/αξίας ως ουσίας λιγοστεύει αντιστοίχως. Οπότε κι ο λόγος του κέρδους προς το συνολικό κεφάλαιο καταβολής κόστους αναγκαστικά πρέπει να είναι πάντα μικρότερος. Με άλλα λόγια για να εξασφαλιστεί το ίδιο κέρδος σε αριθμούς απαιτείται πάντα μια μεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαίου από τα προκαταβεβλημένα στοιχεία κόστους.

   Ωστόσο όπως υποδηλώνει ο όρος, η «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» είναι μόνο ένα σχετικό μέγεθος και γι' αυτό σε καμία περίπτωση (όπως πολύ συχνά θεωρείται εσφαλμένα ως επιχείρημα) δεν συνιστά το απόλυτο όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι απλώς ο τρόπος με τον οποίο η καπιταλιστική αυτοαντίφαση εκφράζεται στην αντισταθμιζόμενη επεκτατική της κίνηση. Εφόσον η ελάττωση της ουσίας της αξίας ανά μονάδα προϊόντος ισοσκελίζεται και ξεπερνιέται με την ταχύτερη παραγωγή επιπρόσθετων εμπορευμάτων τότε εξακολουθεί να “παράγεται” και περισσότερη Ουσία της Αξίας (Wertsubstanz) από αυτή που παράχθηκε στο παρελθόν, κι έτσι η μάζα των κερδών μεγαλώνει. Κατά τον ίδιο βαθμό η πτώση του ποσοστού κέρδους ισοσταθμίζεται και υπερκαλύπτεται με την επένδυση περισσότερων χρηματικών κεφαλαίων σε τέτοια έκταση που το επαυξημένο αυτό κεφάλαιο αποδίδει σωρεία κερδών. Το (σχετικό) ποσοστό κέρδους μπορεί λοιπόν να πέσει, ενώ η (απόλυτη) μάζα τού κέρδους μπορεί ωστόσο να αυξηθεί.

   Αυτός ο καθαρά σχετικός χαρακτήρας της πτώσης του ποσοστού κέρδους εμφανίζεται στις «Αντίρροπες τάσεις» που ο ίδιος Μαρξ επεσήμανε, με τον ευτελισμό της αξίας του αποκαλούμενου «Σταθερού Κεφαλαίου» (δηλαδή του «νεκρού» κεφαλαίου με τη μορφή των μέσων παραγωγής) να είναι η πιο σημαντική. Εάν η αύξηση της παραγωγικότητας στην παραγωγή των μέσων παραγωγής (παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών) υπερβαίνει την αύξηση της (γενικής) παραγωγικότητας στο σύνολό της, τότε και τα κεφαλαιουχικά προϊόντα θα φθηνύνουν ταχύτερα από την μείωση της αναλογίας του εργατικού δυναμικού που απασχολήθηκε για κάθε ποσό κεφαλαίου. Ακολούθως η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορεί να σταματήσει ή ακόμα και να αναστραφεί σε αύξηση του ποσοστού έστω κι αν η αναλογία της «υλικοτεχνικής μάζας» του “νεκρού” κεφαλαιουχικού εξοπλισμού συνεχίζει να αυξάνεται ως προς το επικερδώς καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Εφόσον όμως οι καπιταλιστικές κατηγορίες αναφέρονται αποκλειστικά στην πραγματική αφαίρεση της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz) αυτό που έχει μόνο σημασία είναι τα σχετικά μεγέθη τους. Επομένως όταν φτηναίνουν γρήγορα τα κεφαλαιουχικά προϊόντα του Σταθερού Κεφαλαίου τότε μπορεί να διακοπεί η πτώση στο ποσοστό κέρδους, ωστόσο την ίδια στιγμή αυτή η απόσβεση είναι μέρος της μείωσης της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz) ανά μονάδα προϊόντος διότι αυτή η μείωση ισχύει τόσο για τη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών όσο και για τη παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών (μέσων παραγωγής).

   Αυτό που συμβαίνει στις Κρίσεις δεν είναι κατά κύριο λόγο μια εντεινόμενη πτώση του ποσοστού κέρδους αλλά πρώτα και κύρια μία πτώση στην απόλυτη μάζα του κέρδους που σημαίνει ότι η αντισταθμιζόμενη επεκτατική κίνηση άρα και η παραγωγική διαδικασία διακόπτεται σε μία μεγάλη κοινωνική κλίμακα. Η σχετική διάσταση των κρίσεων αυτών χαρακτηρίζεται από την χρονικά περιορισμένη εκδήλωση τους και τον συσχετισμό τους με κάποιον συγκεκριμένο σχηματισμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακόμα δεν έχει προσεγγίσει το τελικό του στάδιο. Ο Μαρξ προείδε την αφηρημένη δυνατότητα (και στο σύγγραμμα των Grundrisse το εύλογο καταληκτικό της σημείο) του αδιέξοδου σχηματισμού, εντός του οποίου η αντισταθμιζόμενη επεκτατική κίνηση δεν μπορεί να επανεκκινήσει την διαδικασία της καθώς η απόλυτη μάζα του κέρδους υποχωρεί χωρίς όριο και η πλειονότητα των ανθρώπων «τίθενται εκτός της πορείας της». Αυτό συμβαίνει διότι σε ένα ορισμένο στάδιο του επιστημονικού εκσυγχρονισμού της παραγωγής που περιλαμβάνει την υποκατάσταση του εργατικού δυναμικού με τεχνητές μονάδες η υποκείμενη παραγωγή της αξίας παύει πλέον να είναι δυνατή σε μία σημαντικά εκτεταμένη κοινωνική κλίμακα.

   Στο σημείο αυτό η εξασθένηση της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz) μετασχηματίζεται από σχετική (πτώση στο ποσοστό του κέρδους) σε απόλυτη (πτώση του συνόλου των κερδών) κατάσταση χωρίς δυνατότητα κοινωνικής αναστροφής διότι γίνεται πλέον αισθητή με την μαζική διακοπή σε εκτεταμένους τομείς της παραγωγικής διαδικασίας και με την μόνιμη και σε τεράστια κλίμακα ανεργία. Κάτω από την διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων που έχουν τέτοιες μορφές όπως αυτές της γενικής ανταλλαγής εμπορευμάτων, της αγοράς εργασίας και της βιοπάλης «του να κερδίζεις τα προς το ζην, βγάζοντας χρήματα» προκύπτει η παράδοξη συνθήκη της φτωχοποίησης της ίδιας της κοινωνίας παρά το γεγονός ότι όλοι οι υλικοί συντελεστές που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή του πλούτου είναι διαθέσιμοι σε υπέρ-άφθονες (überreichlichen) αναλογίες.

    Ακριβώς μέσα σε αυτό τον εξωφρενισμό μας οδηγεί σήμερα με γιγάντια βήματα η τρίτη βιομηχανική Επανάσταση της μικροηλεκτρονικής. Αυτό που ο Μαρξ είχε συλλάβει μόνο ως μία αφηρημένη και εξ’ αποστάσεως πεπερασμένη λογική ή «λογική του τέλους» (Endlogik) εμφανίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα με τη μορφή νέων δυνατοτήτων, μέσα από τον εξορθολογισμό και την αυτοματοποίηση, οι οποίες ξεκινούν τώρα την εφαρμογή τους μετά από μια μακρά περίοδο διαμόρφωσης (οι πρώτες συζητήσεις για το θέμα αυτό πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία του 1950 και του '60) αν και δεν είναι ακόμα πλήρως εκμεταλλεύσιμες. Η μαζικά εξελισσόμενη δομική ανεργία (και άλλα συναφή φαινόμενα όπως η συμπίεση των μισθών, η συρρίκνωση της κοινωνικής πρόνοιας, οι άστεγοι, οι παραγκουπόλεις και άλλες μορφές φτώχειας) δείχνει ότι η ιστορική κίνηση της αντισταθμιζόμενης επέκτασης του Κεφαλαίου έχει περιέλθει σε τέλμα.

   Εάν αυτό το τέλμα εμφανίζεται αρχικά ως αδράνεια μόνο στα πλαίσια του κοινωνικού γίγνεσθαι και όχι σαν καθίζηση της μάζας του κέρδους έτσι ώστε η ψευδαίσθηση της συσσώρευσης του Κεφαλαίου να είναι εφικτή χωρίς την συνδρομή της αντίστοιχης Ουσίας της Εργασίας (Arbeitssubstanz), αυτό συμβαίνει για έναν απλούστατο λόγο. Η διευρυνόμενη αναπαραγωγή στη πραγματική οικονομία, δηλαδή η παραγωγή και πώληση εμπορευμάτων με βάση την δαπάνη της ισχύουσας κοινωνικά (επ’ αμοιβή) εργασίας, μπορεί πλέον να προσομοιωθεί από το πιστωτικό σύστημα και την αποσύνδεση των κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών αγορών για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η πίστωση (ήτοι η μάζα των αποταμιεύσεων της κοινωνίας που συλλέγεται από το τραπεζικό σύστημα και δανείζεται για τους σκοπούς της παραγωγής ή της κατανάλωσης με αντάλλαγμα την πληρωμή τόκων) είναι ένα φυσιολογικό καπιταλιστικό φαινόμενο που όμως  απέκτησε βαρύνουσα σημασία καθώς επιταχυνόταν η καπιταλιστική επεκτατική ανάπτυξη. Η πίστωση προϋποθέτει την χρήση των μελλοντικών χρηματικών εσόδων (άρα και της μελλοντικής απασχόλησης του εργατικού δυναμικού όπως και της μελλοντικής δημιουργίας της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz)) προκειμένου να διατηρήσει την παρούσα λειτουργία. Η εξάπλωση των πιστώσεων από τις απαρχές του 20ου αιώνα. καθώς επίσης και η «απο-τεκμηρίωση» (Entsubstantialisierung) του χρήματος μέσω της αποσύνδεσης του με την υλική υπόσταση της αξίας του, όταν και εγκαταλείφθηκε ο συναλλαγματικός κανόνας του Χρυσού, επεσήμαναν το συμφυές φράγμα στη διαδικασία της αξιοποίησης του Κεφαλαίου.

   Η αντισταθμιζόμενη επέκταση και κατά συνέπεια η σταθερή αύξηση της μάζας των κερδών παράλληλα με τη πτώση του ποσοστού κέρδους θα μπορούσε ωστόσο να συνεχιστεί εφ’ όσον οι μελλοντικές χρηματικές εισπράξεις λαμβάνονταν με βάση τη πραγματική ουσία της αξίας (συμπεριλαμβανομένων και των πληρωμών των τόκων). Όμως αυτό δεν είναι μόνο αδύνατο να επιτευχθεί αλλά συνεχώς αναιρείται από την Τρίτη βιομηχανική επανάσταση που υποκινεί την καταφυγή στην πίστωση καθιστώντας την όλο και πιο σύνηθες και ισχυρό φαινόμενο. Κατά συνέπεια η συντριβή μίας γενικευμένης χρηματοοικονομικής κρίσης θα συμβεί απότομα και επιβλητικά όταν η πραγματική Ουσία της Αξίας (Wertsubstanz) δεν θα μπορεί να ανατροφοδοτηθεί. Η πιστωτική χρηματοδότηση της δημόσιας κατανάλωσης και των κρατικών δαπανών με τη μορφή δημοσιονομικού χρέους έχει ήδη προσεγγίσει σε παγκόσμια κλίμακα το όριο της προσομοιωμένης αναπαραγωγής. Εξάλλου η επιχορήγηση της ιδιωτικής μαζικής κατανάλωσης μέσω των τραπεζικών πιστώσεων και η λεηλασία των αποταμιεύσεων, των κληρονομιών κ. λπ. για καταναλωτικούς σκοπούς όπως επίσης και η μείωση των αφανών αποθεματικών στις εταιρείες, η αμετάβλητη καθίζηση στα μερίδια των ιδίων κεφαλαίων τους, αλλά πάνω απ' όλα η δημιουργία του «πλασματικού κεφαλαίου» με τη πρωτοφανής απογείωση στις τιμές των μετοχών τους (σε σχέση με την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας) δείχνουν πως η διαιώνιση της προσομοίωσης της καπιταλιστικής επέκτασης πλησιάζει τα όρια της.

    Η τραγελαφική αυταπάτη με τη μορφή μίας ατέρμονης διαδικασίας άνευ ουσιαστικού περιεχομένου που εμφανίζεται στην εποχή μας ως «καπιταλισμός καζίνο» ή και ως «Διαβίωση με βερεσέδες» θα μπορούσε να λάβει μια επίφαση σταθερότητας επειδή η κατάρρευση της αποσυνδεδεμένης και χωρίς περιεχόμενο χρηματοοικονομικής υπερδομής πραγματοποιείται ύστερα από μία ορισμένη χρονική περίοδο ανέλιξης της. Οι προθεσμίες στις εξοφλήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος κυμαίνονται από μία ημέρα μέχρι και κάμποσα χρόνια ή δεκαετίες κι εκτός αυτού τα χρέη μπορούν επίσης να διακανονιστούν προσωρινά. Και η φούσκα της φαινομενικά απεριόριστης διόγκωσης των χρηματιστηριακών αξιών χρειάζεται μία εξωτερική αφορμή για να πυροδοτήσει την αναπόφευκτη κατάρρευση της. Στο μέτρο που πραγματοποιείται η επικείμενη «υποτίμηση της αξίας» και αποκαλύπτεται ο φετιχιστικός αυτοσκοπός ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η Ιστορία καθιστά ολοφάνερη την αμοιβαία γελοιότητα της τρέχουσας θεωρητικής σκέψης και της παρούσας κοινής λογικής που στηρίζουν τις «σχετικές» κατηγορικές μορφές με σημείο αναφοράς την καθολικότητα της ανταλλαγής εμπορευμάτων.



Ουτοπία και Συγκεντρωτικά σχεδιασμένη Οικονομία.

Επιτέλους, καιρός να τελειώνουμε με τους φετιχισμούς!

   Δεν είναι τυχαίο ότι το θετικιστικό και ιστορικό, εργατικό κίνημα δεν αποσκοπούσε να απελευθερώσει τη παραγωγή του υλικού πλούτου από τον περιορισμό και τις ανορθολογικές συνέπειες της «Εργασίας» και την Αξίας μορφής της. Απεναντίας εκείνο που προσδοκούσε ήταν η δήθεν απελευθέρωση της φετιχιστικής ουσίας («απελευθέρωση της εργασίας») και το «δίκαιο μερίδιο» στα κέρδη από την ανορθολογική ανάλωση της ανθρώπινης ενέργειας. Κι έτσι το μεγάλο αυτό κοινωνικό κίνημα έγινε το ίδιο ακούσια, ο υποκινητής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής παλεύοντας για τη προώθηση και την γενίκευση τον μέχρι τότε υπανάπτυκτων σχέσεων του κεφαλαίου έναντι της αντίστασης των στενόμυαλων αντιπροσώπων του. Η Μαρξιστική «Ταξική Πάλη» αποδείχτηκε ότι είναι μία πανταχού παρούσα μορφή της ίδιας της κίνησης του καπιταλισμού κι όχι το υπερβατικό κίνημα της κατάργησης του (Aufhebung) όπως πίστευε ο Μαρξ.

   Το εργατικό κίνημα έγινε το υποκείμενο και συγχρόνως ο ιδιώτης του μοντέρνου εμπορευματικού, φετιχιστικού συστήματος. Μαζί με την αφηρημένη Ουσία της Εργασίας και την γενικευμένη Αξία ως μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής κατέστησε θετικές και όλες τις δομικές κατηγορίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, τις νοσφίστηκε και τις μεταλαμπάδευσε στην οντολογία των συνθηκών της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά τον ίδιο τρόπο με την αγορά εργασίας, τη μισθωτή εργασία και την ανταλλαγή εμπορεύματων και οι άλλοι αστικοί θεσμοί, δηλαδή ο Κρατικός Μηχανισμός (η αφηρημένη διεύθυνση των ανθρώπων), το Έθνος και η Οικονομία, η Διοίκηση Επιχειρήσεων και οι Υπηρεσίες Πληροφοριών, οι δεσμοί αίματος της “πυρηνικής οικογένειας” και η ιδεολογική επέλαση της χρήσης των αυτοκινήτων (Automobilisierung) κ.λπ. υιοθετήθηκαν υπό την αιγίδα του “σοσιαλιστικού” προσήμου. Προσωπικότητες όπως ο Μπλερ, ο Σρέντερ, ο Βόλφγκανγκ Κλέμεντ, ή εκείνοι που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της γης, ο Γκορμπατσόφ, ο Γιέλτσιν και οι συν αυτοίς δεν εκπροσωπούν κάτι άλλο από το τελικό στάδιο αυτής της ιστορικής παρερμηνείας. Από αυτή την συστημικά εμφωλεύουσα θέαση η έννοια της κρίσης δεν μπορούσε να επεκταθεί θεωρητικά στην απόλυτη και χωρίς ελπίδα παρακμή της Αξίας και της ουσιαστικής παραγωγής της ειδάλλως ολόκληρη η κατασκευή της θετικιστικής αυτό-επεξήγησης (Selbstverständnisses) θα ήταν άνευ αντικειμένου. Η εργατική / κινηματική ιδεολογία ήταν μάλιστα και αφελώς ασιόδοξη όσον αφορά τη διαιώνιση της Εργασίας ως ουσίας (Arbeitssubstanz) θεωρώντας ότι αυτή θα μεταφέρει τον σοσιαλισμό στο απώτερο μέλλον.

   Αναπόφευκτα αυτή η κοντόφθαλμη αντίληψη για τον καπιταλισμό επηρέασε τις διακηρύξεις για μία μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Ο ίδιος ο Μαρξ ελάχιστες φορές είχε διακρίνει στις θέσεις του ότι μαζί με την κατάλυση του κοινωνικού φετιχισμού της Εργασίας ως Ουσίας (Arbeitssubstanz) θα πρέπει να εξαφανισθεί και η μορφή της αξίας. Πέραν αυτού εκείνος εμμένει σχεδόν σε ολόκληρο το έργο του σε μία υποστασιακή οντολογία της «Εργασίας» ιδιαίτερα σε ότι αφορά το σοσιαλισμό. Η κατάργηση της φετιχιστικής μορφής παραμένει αρκετά σκοτεινή, αόριστα εκπεφρασμένη στην ιδέα της «Ένωσης των ελευθέρων ανθρώπων». Το εργατικό κίνημα τελικά εγκατέλειψε τελείως αυτή την ιδέα και υπαναχώρησε σε μία ασυνείδητη κοινωνική μορφή παίρνοντας το ρόλο του εκσυγχρονιστικού λειτουργού. Ο σοσιαλισμός περιορίστηκε στην ιδέα της κρατικά προγραμματισμένης και κοινωνικά ποσοτικοποιημένης Εργασίας. Έτσι ο υποτιθέμενος και «εκ των προτέρων» κοινωνικός σχεδιασμός αφορούσε παράδοξα την Κατηγορία/Φετίχ μίας «εκ των υστέρων» κοινωνικής διαδικασίας. Ήταν γι' αύτον ακριβώς το λόγο που μια σύγχρονη κρατική γραφειοκρατία έπρεπε να εκτελέσει τον προγραμματισμό της παραγωγής. Αλλά στη Μαρξική θεωρία ο Κρατικός μηχανισμός θεωρείται εξ' ορισμού μία διακριτή οντότητα από την κοινωνία και επομένως μπορεί να λειτουργήσει μόνο σαν εξωγενές όργανο διοίκησης των ανθρώπων εν ονόματι του προϋποτιθέμενου καπιταλιστικού αυτοσκοπού και όχι σαν θεσμός μίας συνειδητής κοινωνικής οργάνωσης.

   Υπό την έννοια αυτή το προγραμματικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού της Δυτικής Σοσιαλδημοκρατίας καθώς επίσης και η εφαρμοσμένη πρακτική των Ανατολικών σοσιαλιστικών κρατών ήταν δύο κακέκτυπες «Εργατικές Ουτοπίες», ήταν δηλαδή τα παράδοξα φαινόμενα ενός «Τόπου χωρίς τόπο», που απέρρεαν από την παράδοξη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Σε αυτόν τον «Τόπο του μη τόπου» θεωρήθηκε ότι ο ακατάργητος φετιχισμός της Ουσίας της Εργασίας ως αυτοσκοπού και η Μορφή της Αξίας τής θα γεννούσαν όχι μόνο την απαλλαγή από τους παράλογους καπιταλιστικούς περιορισμούς της παραγωγής του πλούτου αλλά θα επέφεραν επίσης ένα είδος παραδείσου σαν τελική συνθήκη της ιστορίας. Η μεταφυσική εξιδανίκευση του σκοπού προέκυψε ως ανάγκη από την ιδέα της αυταπάτης η οποία συγκλόνιζε το θυμικό αυτού του παραπλανητικού και ουτοπικού κόσμου της εργασίας. Στο μέτρο που επιχειρήθηκε η δοκιμή της «πραγμάτωσης» αυτού του «Τόπου χωρίς τόπο», έπρεπε είτε να λάβει τις μορφές της κρατικής τρομοκρατίας και στο τέλος να αποτύχει, είτε να οδηγηθεί άμεσα (όπως στη περίπτωση της δυτικής Σοσιαλδημοκρατίας) στην ενσωμάτωση στο υπαρκτό καπιταλιστικό κράτος και στο διοικητικό του μηχανισμό.

   Συγκεκριμένα οι φαινομενικά πιο ριζοσπαστικές ιδέες της ιστορίας παγιδεύτηκαν μέσα στις εμφανίσεις της καπιταλιστικής επιφάνειας και γι' αυτό έπρεπε να απολυτοποιήσουν τις υποκείμενες κατηγορίες της σχηματίζοντας έναν αντίθετο πόλο πανομοιότυπης αρνητικής κοινωνικοποίησης  (Vergesellschaftung). Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη επειδή ήταν ουδόλως ριζοσπαστικές. Προπαντός η ιδέα της ξαφνικής «κατάργησης των χρημάτων» η οποία ήταν ένας επιδερμικός ριζοσπαστισμός που παρουσιάστηκε περιστασιακά, μπορούσε να συμβεί μόνο ως καταστροφή της διαμεσολαβητικής στιγμής στο αυστηρό πλαίσιο των κινήσεων της ακατάλυτης φετιχιστικής ουσίας, κάτι που θα γινόταν εφικτό μόνο με τη μορφή μιας άμεσης κρατικής τρομοκρατίας. Υπό την έννοια αυτή το διαβόητο τρομοκρατικό καθεστώς του Πολ Ποτ πρέπει να κατανοηθεί ως εκτροπή των δικτατοριών του «εκσυγχρονισμού που προλάβαίνει τις υστερήσεις» (nachholenden Modernisierung*) αντί να λογίζεται μία αποτυχημένη προσπάθεια υπέρβασης του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής. Μία απελευθερωτική «κατάργηση του χρήματος» είναι μονάχα δυνατή μέσα στο πλαίσιο κατάλυσης της Ουσίας της Εργασίας και της Μορφής της Αξίας τής και παράλληλα του συμπληρωματικού και κοινωνικά εξωγενούς κρατικού μηχανισμού. Για να το πούμε αλλιώς, ασφαλώς και δεν πραγματώθηκε στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Πολ Ποτ ο «εσωτερικός» Μαρξ που επέκρινε τον φετιχισμό και επομένως πρέπει ρητά να το καταδικάσουμε και να αποδοκιμάσουμε συγχρόνως όλες τις φρικαλέες εκφάνσεις του. Απεναντίας ο Μαρξ των Ερυθρών Χμερ είναι ακριβώς αντίθετος από εκείνον που θεωρεί την κατάργηση της εμπορευματικής  μορφής (και επομένως του χρήματος ως μέσου και αυτοσκοπού) ταυτόσημη με την αχρησία της αφηρημένης εργασίας αλλά και με την «αναίρεση του κράτους μέσα στην κοινωνία». Η Μαρξική θεωρία αναγνωσμένη με μη-θετικιστικό τρόπο προσδιορίζει τα χρημάτα και το κράτος ως τους δύο πόλους της αρνητικής και αφηρημένης γενικότητας που βρίσκονται μέσα σε μία κοινωνία η οποία δεν έχει ούτε συναίσθηση, ούτε είναι αυτεξούσια πάνω στον εαυτό της επειδή τα μέσα και ο σκοπός της αναπαραγωγής, το Αφηρημένο (Abstraktum) και το Συγκεκριμένο (Konkretum) έχουν εσφαλμένα αντιστραφεί.

   Η απόπειρα της χρήσης του κράτους ώστε να διακοπεί η κίνηση των χρημάτων αντί μίας απελευθερωτικής κατάργησης της αρνητικής ολότητας του αναπόφευκτα γεννά μία κοινωνική και ηθική καταστροφή όπως αντίστροφα κάνει επίσης και η “απολυτοποίηση” των χρημάτων πάνω από την κρατική ρύθμιση. Αυτό ακριβώς κάνει η παρούσα νεοφιλελεύθερη συναίνεση των παγκόσμιων ελίτ που δημιουργεί μια εικόνα στην οποία καθρεφτίζεται το εγχείρημα του Πολ Ποτ. Οι γραφειοκρατικές μέθοδοι επιβολής της καταναγκαστικής εργασίας σε όσους δέχονται τα προνοιακά επιδόματα, οι περικοπές στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι επιθέσεις από σκίνχεντ σε άτομα με ειδικές ανάγκες είναι τα “ιχνοστοιχεία Πολ Ποτ” μέσα στις δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης καθώς επίσης και το σύμπτωμα του αχαλίνωτου πραγματιστικού μίσους ενάντια στο διανοητικό προβληματισμό. Είναι η οργή που εξαπολύει το “άνευ υποκειμένου” χρήμα, μαζί με την αυξάνουσα απελπισία από την κοινωνική κρίση της εργασίας που σε τελική ανάλυση απειλούν εξαναγκάζοντας τα φιλελεύθερα/δημοκρατικά καθεστώτα της Δύσης να εγκαταστήσουν κρανίου τόπους, όπως ακριβώς έκανε και το βίαιο και ολοκληρωτικό σύστημα της Νοτιοανατολικής Ασίας.

   Η τωρινή και ανεπαρκής Κεϋνσιανή νοσταλγία που υποβόσκει στην Ευρώπη δεν μπορεί να αντιληφθεί την ιστορική απειλή διότι ο Κεϋνσιανισμός είναι και ο ίδιος μία χλωμή αντανάκλαση της χλωμής ανάκλασης του θετικιστικού Εργατικού/Μαρξισμού ο οποίος ήταν ωχρός από τις απαρχές του. Εντούτοις διαισθάνεται τον κίνδυνο και γι' αυτό θέλει να εξισορροπήσει τους δύο πόλους της αρνητικής κοινωνικοποίησης σχεδόν ξεβασκαίνοντας παρακλητικά ως ικέτης την Ουσία της Εργασίας.  Αλλά όταν η ουσία αυτή εκφυλιστεί οριστικά και αμετάκλητα και κατά συνέπεια το χρήμα και το κράτος που είναι οι δύο πόλοι της αφηρημένης καθολικότητας δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν την κοινωνική αναπαραγωγή τότε δεν θα έχει πλέον και κανένα νόημα η απαίτηση “συμμαχιών για την εργασία” και η “επιστροφή στις κρατικές ρυθμίσεις”.

   Το άφευκτο ιστορικό καθήκον είναι η απάρνηση της κατεξοχήν αρνητικής κοινωνικοποίησης ήτοι της απελευθέρωσης της παραγωγής του πλούτου από τις χαλιναγωγήσεις του σύχρονου εμπορευματικού συστήματος. Σύμφωνα με τις συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης ο προγραμματισμός της “ποσότητας της εργασίας” έχει καταστεί παρωχημένος και άνευ νοήματος όπως και η διανομή με βάση τη “ποσότητα της απόδοσης” που δαπανάται μεμονομένα από κάθε εργαζόμενο ως μονάδα και καθιστά με αυτό τον τρόπο την ανθρώππινη ενέργεια αφηρημένη (δηλαδή με γνώμονα τη πραγματική ή υποτιθέμενή συνεισφορά στό κοινωνικό μέγεθος της ουσίας). Το επίπεδο της κοινωνικής αλληλεξάρτησης έφθασε πλέον σε τέτοιο σημείο που όχι μόνο δεν είναι δυνατός ο (προσδι)ορισμός της “αποδοτικότητας” στα άτομα αλλά αυτός δεν έχει και καμία βαρύνουσα σημασία. Αντιθέτως εκείνο που μετράει πια είναι η συνετή χρήση των επιστημονικών / τεχνολογικών μονάδων και η υπαγωγή τους στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών. Με την έννοια αυτή δεν μπορεί να γίνει δυνατή η επικοινωνία με κοινωνική αυτεπίγνωση ούτε μέσα στο πλαίσιο της φετιχιστικής μορφής της Αξίας, ούτε μέσω ενός γραφεικρατικού δημόσιου μηχανισμού, αλλά έξω και πέραν της αγοράς και του κράτους και μόνο διαμέσου των αποφάσεων για την απρόσκοπτη ροή των πόρων με την “εκ των προτέρων” συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας. Εδώ και αρκετο καιρό το διαθέσιμο κοινωνικό απόθεμα του χρόνου έχει καταστεί άφθονο από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όμως αυτή η δυνατότητα μπορεί να εμφανιστεί μονάχα με την αρνητική μορφή της «μαζικής ανεργίας» κάτω από τις προϋποθέσεις του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής.

   Ο Μαρξικός Κομμουνισμός παραμένει το φάσμα που μέσα του αναπτύσσεται η ριζοσπαστική κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, όσο η Μαρξική θεωρία γίνεται κατανοητή με τον παλαιό και απαρχαιωμένο τρόπο ανάγνωσης του θετικιστικού Εργατικού / Μαρξισμού αυτό το φάσμα είναι καταδικασμένο να μείνει ακίνδυνο. Ο αντικειμενοποιημένος νόμος της κατάρρευσης της φετιχιστικής Ουσίας αυτό-εκπληρώνεται με ή χωρίς κριτική. Στην τελευταία περίπτωση ασφαλώς και χωρίς ελπίδα.





Υποσημειώσεις:

* Ο όρος nachholenden Modernisierung (αναπληρούμενος εκσυγχρονισμός) που χρησιμοποιεί ο Ρόμπερτ Κουρτζ υποννοεί την διαδικασία ανάπτυξης μίας χώρας από αναπτυσσόμενη σε ανεπτυγμένη. Επειδή ο πιο κοντινός όρος στα Ελληνικά, που είναι αυτος του αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού, θα παρέπεμπε στην θετική και αστικά αφομοιωμένη ερμηνεία του επέλεξα να τον μεταφράσω κάθε φορά με διαφορετική σύνταξη για να μην παρερμηνεύεται η αρνητική του σημασία.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Ο Σούπερμαν αποτρέπει μια αυτοκτονία!


Διότι και αι Λενινισταί (Μαρξισταί) θέλουν την μεταστροφή τους!

* Το ερέθισμα για το εν λόγω κόμικ προήλθε από το σχόλιο του πράκτορα 666 εδω, γι' αυτό και τον ευχαριστούμε θερμά!



Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Επανεξετάζοντας το Κεφάλαιο υπό το φως των «Grundrisse»


Επανεξετάζοντας το Κεφάλαιο υπό το φως των «Grundrisse» (των Βασικών γραμμών της κριτικής της πολιτικής οικονομίας) (1)
του Moishe Postone 




Η Κοινωνική κριτική θεωρία στον σύγχρονο κόσμο


Η κριτική κοινωνική θεωρία δεν ακολούθησε τους εκτεταμένους κοινωνικούς μετασχηματισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο κατά την διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών που διανύουμε. Την σφοδρή και γόνιμη αναγέννηση της Μαρξιστικής σκέψης και επιστημολογίας των δεκαετιών του ’60 και του ’70 επακολούθησε μία σταθερή στροφή απομάκρυνσης από τον Μαρξισμό από την πλευρά αρκετών θεωρητικών. Η σφαίρα της διανόησης κυριαρχήθηκε από μεταμοντέρνες και ματαστρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις που εμφανίζονταν σε πολλούς ως εύλογες κριτικές του Μαρξισμού. Ωστόσο κατέστη όλο και πιο σαφές ότι αυτού του είδους οι προσεγγίσεις δεν αντιλαμβάνονται επαρκώς την σημερινή εποχή. Αποτυγχάνουν να διαφωτίσουν τις βασικές ιστορικές αλλαγές που έχουν αναδιαρθρώσει τον κόσμο στις πρόσφατες δεκαετίες. Ακόμη και μεγάλοι στοχαστές, όπως ο Χάμπερμας, ο Φουκό και ο Ντεριντά εμφανίζονται τώρα ως θεωρητικοί μιας φθίνουσας ιστορικής κοινωνικής διαμόρφωσης - του παρακμάζοντος Φορντισμού. Οι κριτικές τους προσεγγίσεις διασαφηνίζουν όλο και λιγότερο το σύγχρονο κοινωνικό σύμπαν.
      Ένα προφανές μειονέκτημα αυτών των μετα-μαρξιστικών πραγματειών είναι η απουσία σημαντικών οικονομικών και πολιτικών ζητημάτων, μία απουσία που είναι κραυγαλέα επάνω στην αντιμετώπιση της συνεχούς εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης. Συγχρόνως είναι ξεκάθαρο πως όσο απαραίτητη κι' αν είναι η ενσωμάτωση αυτών των οικονομικών και πολιτικών δεδομένων στις κριτικές θεωρίες του παρόντος δεν μπορεί να υπάρξει καμία εύσχημη επιστροφή στον παραδοσιακό Μαρξισμό. Η παραδοσιακή θεωρητική δομή απέτυχε να παρέχει την βάση για μία επαρκή ιστορική ανάλυση των Κομμουνιστικών καθεστώτων της συσσώρευσης. Οι πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις τους τέθηκαν σε αμφισβήτηση επί τη βάσει της αυξανόμενης σπουδαιότητας των επιστημονικών γνώσεων και της προηγμένης τεχνολογίας στην εξέλιξη της παραγωγής. Και τα ιδανικά της χειραφεσίας τους ολοένα και περισσότερο απομακρύνονται από τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτισμικές δυσαρέσκειες.
       Παρ’ όλα αυτά οι τωρινές ιστορικές τάσεις υποδηλώνουν την σπουδαιότητα για την εκπόνηση μίας πιο επαρκούς κριτικής θεωρίας του καπιταλισμού. Αν και αυτές οι τάσεις περιλαμβάνουν μέσα τους τις εξελίξεις που υπογραμμίζουν τον αναχρονιστικό χαρακτήρα της παραδοσιακής Μαρξιστικής θεωρίας - όπως είναι για παράδειγμα ο πολλαπλασιασμός των νέων κοινωνικών κινημάτων με τα μαζικά οικολογικά κινήματα, τα φεμινιστικά και τα κινήματα των γκέι, τα κινήματα χειραφέτησης των μειονοτήτων, καθώς επίσης, και η αυξανόμενη δυσαρέσκεια που εκφράζεται σε διάφορα «φονταμενταλιστικά» κινήματα - οι πρόσφατες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από την επανεμφάνιση των οικονομικών εξαρθρώσεων που εξαπλώθηκαν σε όλο τον πλανήτη και την εντατικοποίηση των ένδο-καπιταλιστικών αντιπαλοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτές οι εξελίξεις υποδηλώνουν πως μία επαρκής κριτική ανάλυση του σύγχρονου κόσμου θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται αφενός τις σημαντικές νέες του διαστάσεις και αφετέρου την υποκείμενη συνέχεια του ως καπιταλισμού.
     Οι Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse) μπορούν να παρέχουν το σημείο εκκίνησης για μία αναζωογονημένη κριτική ανάλυση βασισμένη σε μία θεμελιακή επανεξέταση της καπιταλιστικής φύσης. Αυτό το χειρόγραφο συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1857-58 και αφού εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1939 δεν είχε γίνει ευρέως γνωστό μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και έως τις αρχές της δεκαετίας του '70. Καίτοι ο Μαρξ δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί όλες τις πτυχές της ώριμης κριτικής θεωρίας του μέσα στις Βασικές Γραμμές, η γενική κατεύθυνση της για την καπιταλιστική νεωτερικότητα όπως και η φυσιογνωμία και η σημασία των θεμελιακών κατηγοριών αυτής της κριτικής προκύπτουν ξεκάθαρα σε αυτό το χειρόγραφο. Το Κεφάλαιο είναι πιο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί και υπόκειται εύκολα σε παρανοήσεις καθόσον είναι πολύ αυστηρά δομημένο ως μία έμφυτη κριτική - κριτική που επιχειρήθηκε από μία σκοπιά σύμφυτη με το αντικείμενο της ερευνάς της. Για τον λόγο αυτό οι κατηγορίες του μπορούν να παρεξηγηθούν ως καταφατικές και όχι ως κριτικές. Ως εκ τούτου, πολύ συχνά, το αντικείμενο της κριτικής του Μαρξ θεωρήθηκε σαν να είναι η σκοπιά της κριτικής του - ένα ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε αργότερα. Αυτή η παρανόηση δεν αποτελεί πρόβλημα για τις Βασικές Γραμμές αφού αυτές δεν είναι τόσο αυστηρά δομημένες. Επειδή ο Μαρξ ακόμα επεξεργαζόταν την κατηγορική (2) ανάλυση του σ’ αυτό το χειρόγραφο, η στρατηγική του πρόθεση είναι πιο προσιτή απ’ ό,τι στο Κεφάλαιο. Ως εκ τούτου οι Βασικές Γραμμές (Grundrisse) μπορούν να διαφωτίσουν την φύση και την κατεύθυνση της συνεκτικής κριτικής του Μαρξ για την πολιτική οικονομία. Η ανάγνωση υπό το πρίσμα του χειρογράφου του 1857-8 αυτής της κριτικής μπορεί να παρέχει την βάση για μία καταλληλότερη κριτική θεωρία του σύγχρονου κόσμου από αυτή που είναι εφικτή μέσα στο παραδοσιακό Μαρξιστικό πλαίσιο θεωρίας. (3)


Παραδοσιακός Μαρξισμός



Πριν αναπτύξω λεπτομερώς τον συγκεκριμένο ισχυρισμό με τις αντίστοιχες παραπομπές από τις Βασικές Γραμμές (Grundrisse) θα περιγράψω εν συντομία την έννοια του «παραδοσιακού Μαρξισμού» σ’ αυτό το κεφάλαιο. Η έννοια αυτή δεν αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική τάση του Μαρξισμού, αλλά γενικότερα στην εν γένει ανάλυση του καπιταλισμού η οποία βασίζεται ουσιαστικά σε όρους που αφορούν τις ταξικές σχέσεις, που εκπορεύονται από την ατομική ιδιοκτησία και δέχονται την μεσολάβηση της αγοράς. Οι σχέσεις κυριαρχίας γίνονται κατανοητές κυρίως από την σκοπιά της ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Μέσα σ' αυτήν την γενικευμένη ερμηνευτική δομή ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μία διογκούμενη δομική αντίφαση μεταξύ των βασικών κοινωνικών σχέσεων (που ερμηνεύονται ως ατομική ιδιοκτησία και αγορά) και των παραγωγικών δυνάμεων (που ερμηνεύονται ως ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής). Ο σοσιαλισμός κατανοείται πρωταρχικά από την θέση της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό τους σχεδιασμό/συντονισμό εντός ενός βιομηχανοποιημένου πλαισίου. Δηλαδή συλλαμβάνεται ως ένας ακριβοδίκαιος και ρυθμιζόμενος τρόπος διανομής κατάλληλος για την βιομηχανική παραγωγή (αυτή γίνεται αντιληπτή ως μία διαδικασία ουσιαστικά ανεξάρτητη του καπιταλισμού).
     Αυτή η καθολική κατανόηση είναι δεσμευμένη σε μια νομοτελειακή επεξήγηση των βασικών κατηγοριών της κριτικής του Μαρξ στην πολιτική οικονομία. Για παράδειγμα η κατηγορία της αξίας θεωρήθηκε γενικά ως μια προσπάθεια να καταδειχθεί πως η άμεση ανθρώπινη εργασία συνεχώς και παντού δημιουργεί κοινωνικό πλούτο, που στον καπιταλισμό ο κύριος μεσολαβητής του είναι η αγορά. Η θεωρία του Μαρξ για την υπεραξία σύμφωνα με τις συγκεκριμένες γνώμες περιγράφει την ύπαρξη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης υποδηλώνοντας την εργασία που δημιουργεί μονάχα προϊόντα σε πλεόνασμα τα οποία στην συνέχεια ιδιοποιούνται από τον καπιταλιστή.(4)
     Αυτή η συγκεκριμένη ερμηνεία βασίζεται σε μία διιστορική αντίληψη της εργασίας ως δραστηριότητας που διαμεσολαβεί τους ανθρώπους και την ίδια την φύση μετασχηματίζοντας την ύλη με τρόπους ηθικής στοχοπροσήλωσης και τίθεται ως προϋπόθεση της κοινωνικής ζωής. Η αντίληψη για την «δουλειά» την τοποθετεί ως πηγή του πλούτου σε όλες τις κοινωνίες και ως έννοια που συγκροτεί ό,τι είναι απολύτως οικουμενικό και πραγματιστικά κοινωνικό. Ωστόσο στον καπιταλισμό, η ιδιαιτερότητα και ο κατακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων παρεμποδίζουν την αντίληψη μας ώστε να αποσαφηνίσει εντελώς ρεαλιστικά την έννοια της «δουλειάς». Γι' αυτό και η χειραφέτηση συνειδητοποιείται μέσα σε μία κοινωνική μορφή όπου η υπεριστορική «εργασία» απελευθερωμένη από τις διαστρεβλώσεις της αγοράς και της ατομικής ιδιοκτησίας έχει ρητά αναδειχθεί ως η κανονιστική αρχή της κοινωνίας. (Βεβαίως αυτή η ιδέα είναι οριοθετημένη μέσα σ' εκείνη της σοσιαλιστικής επανάστασης που πραγματώνεται ως «αυτό-συνείδηση» του προλεταριάτου). Η «εργασία» εδώ προσφέρει την σκοπιά από την οποία πραγματώνεται η κριτική του καπιταλισμού.
       Εντός της βασικής εννοιολογικής δομής του «παραδοσιακού Μαρξισμού» υφίσταται ένα ευρύ φάσμα πολύ διαφορετικών θεωρητικών, μεθοδολογικών και πολιτικών προσεγγίσεων. (5) Έστω κι' αν παράχθηκαν πολύ ισχυρές οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, ιστορικές και πολιτισμικές αναλύσεις μέσα σε αυτό το σχήμα οι περιορισμοί του έχουν προ πολλού γίνει ευδιάκριτοι επάνω στο μέτωπο των ιστορικών εξελίξεων του 20ου αιώνα. Ερχόμενοι αντιμέτωποι με τους όρους που θέτει η αναπόφευκτη παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού σήμερα, θα πρέπει τότε να θέσουμε και τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του κεφαλαίου που αποκόπτεται πλήρως από την παραδοσιακή Μαρξιστική δομή. 
    Έχει καταστεί σαφές, εξετάζοντας εκ των υστέρων, ότι η κοινωνική / πολιτική /οικονομική / πολιτισμική διαμόρφωση της ηγεμονίας του κεφαλαίου ήταν ιστορικά ποικιλόμορφη – από τον μερκαντιλισμό μέσω του φιλελεύθερου καπιταλισμού του 19ου αι. και του καπιταλισμού του Φορντισμού με επίκεντρο του το κράτος στον 20ο αι. στον σύγχρονο νέο-φιλελεύθερο παγκόσμιο καπιταλισμό. Και αυτό μας υποδεικνύει πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί πλήρως με καμία από τις ιστορικές του διαμορφώσεις με αποτέλεσμα να ανακύπτει το ζήτημα της φύσης του θεμελιώδη πυρήνα του ως μορφή της κοινωνικής ζωής, δηλαδή αυτό που αφορά την ίδια την φύση του κεφαλαίου.


Grundrisse (Βασικές Γραμμές): ο καπιταλιστικός πυρήνας

 


Οι Βασικές γραμμές – Grundrisse βοηθούν στην αποσαφήνιση της συνεκτικής αντίληψης του Μαρξ για τον κατεξοχήν πυρήνα του καπιταλισμού και για την ουσία της ιστορικής του υπέρβασης με τρόπους που στοχεύουν πέρα από τα όρια της παραδοσιακής Μαρξιστικής ερμηνείας. Σε μία παράγραφο κρίσιμης σημασίας του χειρογράφου που τιτλοφορείται «Αντίφαση ανάμεσα στη βάση* της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (μέτρο αξίας) και την ίδια την ανάπτυξη της» (Μάρξ, Βασικές Γραμμές, σελ: 536)** ο Μαρξ υποδηλώνει πως αντιλαμβάνεται κατά βάση τον πυρήνα του καπιταλισμού και μαζί τη θεμελιώδη αντίφαση του που γεννά το ιστορικό ενδεχόμενο της μετά-καπιταλιστικής μορφής της κοινωνικής ζωής. Ξεκινάει την παράγραφο δηλώνοντας ότι «Η ανταλλαγή ζωντανής με αντικειμενοποιημένη εργασία, δηλαδή η τοποθέτηση της κοινωνικής εργασίας στη μορφή της αντίθεσης κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας, είναι η τελευταία ανάπτυξη της αξιακής σχέσης και της παραγωγής που βασίζεται στην αξία». (Μάρξ, Βασικές Γραμμές, σελ: 538) Ο τίτλος και η αρχική πρόταση της εν λόγω παραγράφου υποδεικνύουν ότι για τον Μαρξ η κατηγορία της αξίας εκφράζει τις βασικές σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής – εκείνες τις κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν με τον πιο θεμελιώδη τρόπο τον ίδιο τον καπιταλισμό ως μορφή της κοινωνικής ζωής. Συγχρόνως η κατηγορία της αξίας εκφράζει μία συγκεκριμένη μορφή πλούτου. Η ανάλυση της αξίας λοιπόν, θα πρέπει να διευκρινίζει αμφότερες αυτές τις όψεις. Ως μορφή πλούτου η αξία έχει γενικώς κατανοηθεί σαν η κατηγορία της διαμεσολάβησης της αγοράς επάνω στον πλούτο που δημιουργεί η εργασία. Κι’ όμως όταν ο Μαρξ αναφέρεται στην «ανταλλαγή» κατά την οποία εξετάζει την «αξιακή σχέση», στα αποσπάσματα που παρατίθενται, δεν εννοεί την ανταλλαγή της κυκλοφορίας αλλά εκείνη της παραγωγής – «την ανταλλαγή ζωντανής με αντικειμενοποιημένη εργασία». Ο χαρακτηρισμός του Μαρξ για την αξία ως «βάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής» υποδηλώνει ότι αυτή δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται απλούστατα ως μία κατηγορία διανομής των εμπορευμάτων δηλαδή ως απόπειρα να θεμελιώσουμε την αποκαλούμενη αυτό-ρυθμιζόμενη αγορά. Αντίθετα, θα πρέπει να νοείται πρωτίστως ως κατηγορία της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής.
     Στις Βασικές γραμμές – Grundrisse, λοιπόν, η ανάλυση του Μαρξ επάνω στην αντίφαση που εμφανίζεται στον καπιταλισμό ανάμεσα στις «σχέσεις της παραγωγής» και στις «δυνάμεις της παραγωγής» διαφέρει από εκείνη των παραδοσιακών Μαρξιστικών θεωριών, οι οποίες εστιάζουν κριτικά στον τρόπο της διανομής (αγορά, ατομική ιδιοκτησία) και αντιλαμβάνονται αυτή την αντίφαση ανάμεσα στις σφαίρες της διανομής και της παραγωγής. Εκείνος κατηγορηματικά, ασκεί κριτική στις θεωρητικές προσεγγίσεις που εννοιοδοτούν τον ιστορικό μετασχηματισμό με όρους που αφορούν τον τρόπο της διανομής χωρίς να αναλογίζονται την δυνατότητα ότι ο τρόπος της παραγωγής δύναται να μεταμορφωθεί, παίρνοντας ως παράδειγμα την δήλωση του Τζον Στιούαρτ Μιλλ πως «οι νόμοι και οι όροι της παραγωγής πλούτου έχουν τον χαρακτήρα αληθειών του φυσικού κόσμου... Αυτό δεν συμβαίνει με την διανομή του πλούτου, Αυτή είναι ζήτημα αποκλειστικά των ανθρώπινων θεσμών». (6) Αυτός ο διαχωρισμός σύμφωνα με τον Μαρξ είναι αβάσιμος: «Οι ‘νόμοι και όροι’ της παραγωγής του πλούτου και οι ‘νόμοι της διανομής του πλούτου’ είναι οι ίδιοι νόμοι με διαφορετική μορφή, μεταβάλλονται και οι δύο, υφίστανται την ίδια ιστορική διαδικασία και γενικά δεν είναι παρά συνθετικά στοιχεία μιας ιστορικής διαδικασίας» (Μαρξ, Βασικές Γραμμές, σελ: 642).
      Αν η διαδικασία της παραγωγής είναι αλληλένδετη με τις θεμελιώδεις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού, εν τούτοις, η πρώτη δεν μπορεί να εξισωθεί με τις δυνάμεις της παραγωγής που τελικώς έρχονται σε αντίφαση με τις καπιταλιστικές σχέσεις της παραγωγής. Άντ’ αυτού, η ίδια η διαδικασία της παραγωγής θα πρέπει να θεωρηθεί εγγενώς συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό. Αυτά τα αποσπάσματα δείχνουν με άλλα λόγια, ότι η αντίληψη του Μαρξ για την θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλισμού δεν θα πρέπει να νοείται μεταξύ της βιομηχανικής παραγωγής από την μία πλευρά και της αγοράς μαζί με την καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία από την άλλη. Αυτή η αντίφαση απαιτεί περαιτέρω εξέταση.  
     Όταν ο Μαρξ μιλάει για την παραγωγή που βασίζεται στην αξία την περιγράφει ως τρόπο παραγωγής που «προϋπόθεση της είναι και παραμένει: η μάζα άμεσου χρόνου εργασίας, (δηλαδή) η ποσότητα καταβλημένης εργασίας να αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα στην παραγωγή του πλούτου» (Μαρξ Βασικές Γραμμές σελ: 538). Εκείνο που χαρακτηρίζει την αξία ως μορφή πλούτου, σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι ό,τι συνίσταται από την δαπάνη της άμεσης ανθρώπινης εργασίας στην διαδικασία της παραγωγής η οποία προσμετρείται χρονικά. Η αξία είναι μια κοινωνική μορφή που εκφράζει και μαζί βασίζεται επάνω στην δαπάνη του άμεσου εργασιακού χρόνου. Αυτή η μορφή για τον Μαρξ βρίσκεται μέσα στην ίδια την καρδιά του κεφαλαίου. Ως κατηγορία των θεμελιακών κοινωνικών σχέσεων που αποτελούν τον καπιταλισμό η αξία εκφράζει αυτό που είναι και παραμένει το βασικό θεμέλιο της καπιταλιστικής παραγωγής. Ωστόσο η παραγωγή που βασίζεται στην αξία δημιουργεί μία δυναμική που οδηγεί σε εντεινόμενη όξυνση μεταξύ του θεμέλιου λίθου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των αποτελεσμάτων της δικής του ιστορικής εξέλιξης:

Όμως στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου ολοένα λιγότερο εξαρτιέται από τον χρόνο εργασίας και  την ποσότητα καταβλημένης εργασίας· ολοένα περισσότερο από τη δύναμη  των υλικών παραγόντων που κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου· και η δύναμη αυτή –η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα– δεν βρίσκεται σε καμιά σχέση προς τον άμεσο χρόνο εργασίας που κοστίζει η παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτιέται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας, δηλαδή λόγια της εφαρμογής αυτής  της επιστήμης στην παραγωγή... (Η ανάπτυξη αυτής της επιστήμης, ιδιαίτερα  της φυσικής επιστήμης, και μαζί της όλων των άλλων, συνδέεται κι αυτή πάλι με την ανάπτυξη της υλικής παραγωγής.) Αντίθετα, ο πραγματικός πλούτος εκδηλώνεται –κι αυτό είναι το σημάδι της μεγάλης βιομηχανίας– στην τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στον καταβλημένο χρόνο εργασίας και το προϊόν του, όπως και στην ποιοτική δυσαναλογία  ανάμεσα στην εργασία, που έχει αναχθεί σε καθαρή αφαίρεση, και τη δύναμη της παραγωγικής διαδικασίας που η εργασία επιβλέπει.
(Μαρξ: Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse), τετράδιο VII, 3, σελ. 538)**

Η αντίθεση μεταξύ αξίας και πραγματικού πλούτου” είναι μεταξύ μίας μορφής πλούτου που βασίζεται επάνω στονχρόνο εργασίας και την ποσότητα καταβλημένης εργασίας” και μίας που δεν εξαρτάται στον άμεσο χρόνο εργασίας. Αυτή η αντίθεση είναι ζωτικής σημασίας ώστε να κατανοήσουμε την θεωρία της αξίας του Μαρξ και την αντίληψη του πάνω στην βασική αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σημειώνει ολοφάνερα ότι η αξία δεν αναφέρεται ως επί το πλείστον στον κοινωνικό πλούτο, αλλά είναι μία ιστορικά συγκεκριμένη, πιθανώς παροδική κατηγορία που νοηματοδοτεί το θεμέλιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πέραν τούτου, η αξία δεν είναι αμιγώς μία κατηγορία της αγοράς που συλλαμβάνει έναν ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο της κοινωνικής διανομής του πλούτου. Μία τέτοια ερμηνεία με επίκεντρο την αγορά – που σχετίζεται με την θέση του Μιλλ πως ο τρόπος της διανομής είναι ιστορικά ευμετάβλητος όχι όμως και ο τρόπος της παραγωγής – συνεπάγεται την ύπαρξη μιας υπεριστορικής μορφής πλούτου που κατανέμεται διαφορετικά σε ξεχωριστές κοινωνίες. Ωστόσο σύμφωνα με τον Μαρξ, η αξία είναι ιστορικά μία ειδική μορφή του κοινωνικού πλούτου και είναι ουσιαστικά εγγενής σ’ ένα ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο της παραγωγής. Συνεπώς αυτό μας δείχνει ότι διαφορετικές μορφές της κοινωνίας συσχετίζονται με διαφορετικές μορφές του πλούτου. (Ο προβληματισμός του Μαρξ σ’ αυτό το σημείο δείχνει ότι η μορφή του πλούτου, το είδος της εργασίας και η ακριβής διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων διαφέρουν σε ποικίλους κοινωνικούς σχηματισμούς.)
     Αρκετοί ισχυρισμοί που ασπάζονται την ανάλυση του Μαρξ επάνω στην μοναδικότητα της εργασίας ως πηγή της αξίας – τόσο υποστηρικτικοί όσο και επικριτικοί – παραβλέπουν την διάκριση του, μεταξύ ‘‘πραγματικού πλούτου” (ή ‘‘υλικού πλούτου”) και αξίας. Ωστόσο οι Βασικές Γραμμές – Grundrisse υποδεικνύουν ότι η «εργατική θεωρία της αξίας» δεν είναι μία θεωρία για την μοναδικότητα των ιδιοτήτων της εργασίας αορίστως, αλλά μία ανάλυση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της αξίας ως μορφής πλούτου και ως εκ τούτου εξυπακούεται και ως ανάλυση της εργασίας που υποθετικά τον συγκροτεί. Επομένως είναι αποπροσανατολιστικό να επιχειρηματολογούμε υπέρ η κατά της θεωρίας του Μαρξ για την αξία σαν να επρόκειτο για την θεωρία της εργασίας του (υπεριστορικού) πλούτου – δηλαδή σαν ο Μαρξ να έχει συγγράψει μία πολιτική οικονομία αντί για την κριτική της πολιτικής οικονομίας. (7) Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει πως η ερμηνεία του Μαρξ για την κατηγορία της αξίας ως μίας συγκεκριμένης ιστορικά κατηγορίας αποδεικνύει ότι η ανάλυση του για την σύγχρονη κοινωνία είναι άψογη, αλλά προϋποθέτει ότι αυτή η ανάλυση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με τους δικούς της ιστορικά καθορισμένους όρους και όχι σαν να ήταν μία διιστορική θεωρία της πολιτικής οικονομίας και μάλιστα του είδους εκείνου που ο Μαρξ επέκρινε εντονότατα.
     Αύτές οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η αξία μέσα στο πλαίσιο της ανάλυσης του Μαρξ είναι μία κριτική κατηγορία που αποκαλύπτει, αφενός την ιστορική ιδιαιτερότητα της μορφής του πλούτου, και αφετέρου της παραγωγής που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Η παράγραφος που παρατίθεται πιο πάνω δείχνει πως σύμφωνα με τον Μαρξ, η μορφή της παραγωγής που βασίζεται στην αξία αναπτύσσεται με τρόπο που φανερώνει την πιθανή ιστορική αυτοαναίρεση αυτής της αξίας. Σε μία ανάλυση που φαίνεται απολύτως σχετική με τις σύγχρονες συνθήκες ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι καθώς η καπιταλιστική βιομηχανική παραγωγή αναπτύσσεται, η αξία καθίσταται ως μέτρο του κοινωνικού πλούτου όλο και λιγότερο κατάλληλη. Και αντιπαραβάλλει την αξία, μία μορφή πλούτου που είναι δέσμια με την δαπάνη ανθρώπινου εργασιακού χρόνου, με την γιγάντια πλουτοπαραγωγική δυνατότητα της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας: η αξία καθίσταται αναχρονιστική με τους όρους των δυνατοτήτων του συστήματος παραγωγής που αυτή δημιουργεί. Η πραγματοποίηση αυτής της δυνητικής τάσης θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της αξίας.
      Εν τούτοις αυτή η ιστορική δυνατότητα δεν σημαίνει απλά και μόνο πως όλο και μεγαλύτερες ποσότητες εμπορευμάτων είναι πλέον εφικτό να παραχθούν επάνω στην βάση του υφιστάμενου τρόπου βιομηχανικής παραγωγής και να κατανεμηθούν πιο δίκαια. Η λογική της αυξανόμενης αντίφασης, μεταξύ του ‘‘πραγματικού πλούτου’’ και της αξίας, που εμφανίζει την πιθανότητα ο πρώτος να εκτοπίσει την τελευταία ως (καθ)οριστική μορφή του πλούτου, υποδηλώνει επίσης και την δυνατότητα μίας διαφορετικής παραγωγικής διαδικασίας που θα βασίζεται επάνω σε μια καινούργια και πιο απελευθερωτική κοινωνική οργάνωση της εργασίας:

Η εργασία δεν εμφανίζεται πια τόσο πολύ σαν ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία, όσο  αντίθετα ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ο ίδιος σαν επόπτης και ρυθμιστής της παραγωγικής διαδικασίας... Προβάλλει δίπλα στην παραγωγική διαδικασία αντί να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα της. Σ΄ αυτή τη μεταλλαγή, σαν ο μεγάλος ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής και του πλούτου δεν εμφανίζεται η άμεση εργασία που εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος αυτής της εργασίας, αλλά η ιδιοποίηση της γενικής παραγωγικής δύναμης του ανθρώπου, η δική του κατανόηση της φύσης και ο εξουσιασμός της διαμέσου της ύπαρξης του ανθρώπου σαν κοινωνικού σώματος – μ΄ ένα λόγο, η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου. Η κλοπή ξένου εργάσιμου χρόνου, όπου  βασίζεται ο σημερινός πλούτος, παρουσιάζεται σαν μίζερη βάση μπροστά σ' αυτή τη νέα βάση που δημιούργησε και ανάπτυξε η ίδια η μεγάλη  βιομηχανία.
(Μαρξ: Βασικές γραμμές…(Grundrisse), τετράδιο VII, 3, σελ. 538)

Η συγκεκριμένη παράγραφος των Βασικών Γραμμών Grundrisse καθιστά απολύτως σαφές ότι για τον Μαρξ η υπέρβαση του καπιταλισμού έχει ως συνέπεια την απενεργοποίηση της αξίας ως κοινωνικής μορφής του πλούτου, και εκείνη με τη σειρά της συνεπάγεται και το ξεπέρασμα του προκαθορισμένου τρόπου παραγωγής, που αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ο χρόνος της εργασίας πλέον δεν θα χρησιμεύει ως μέτρο του πλούτου και η παραγωγή του πλούτου αυτού δεν θα πραγματοποιείται στο εξής, κυρίως από την άμεση ανθρώπινη εργασία στην διαδικασία της παραγωγής: «Από την στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί την μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει – αναγκαστικά – ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης» (Μαρξ Βασικές Γραμμές σελ: 538).
     Με άλλα λόγια ο Μαρξ αναλύει τις βασικές καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, την μορφή του πλούτου τους, την υλική μορφή της παραγωγής του και τον τρόπο που όλες αυτές είναι αλληλένδετες: η παραγωγή που επαφίεται στην αξία, ο τρόπος της παραγωγής που θεμελιώνεται στην μισθωτή εργασία και η βιομηχανική παραγωγή που βασίζεται στην εργασία των προλετάριων συνδέονται ουσιαστικώς στην ανάπτυξη της ανάλυσης του. Όθεν ο αυξανόμενα αναχρονιστικός χαρακτήρας της αξίας δηλοποιεί επίσης τον αυξανόμενα αναχρονιστικό χαρακτήρα της βιομηχανικής παραγωγικής διαδικασίας που εξελίσσεται μέσα στον καπιταλισμό. Η υπέρβαση της καπιταλιστικής κοινωνίας, σύμφωνα με τον Μαρξ, συνεπάγεται τον εκ βάθρων μετασχηματισμό της υλικής μορφής της παραγωγής, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο οι άνθρωποι δουλεύουν.
     Παρ’ όλα αυτά η σοσιαλιστική κοινωνία, σύμφωνα με τον Μαρξ, δεν θα αναδυθεί αυτομάτως ως το αποτέλεσμα μίας γραμμικής, επαναστατικής ιστορικά εξέλιξης. Ο ριζικός μετασχηματισμός της παραγωγικής διαδικασίας που σκιαγραφείται ανωτέρω δεν είναι ένα οιονεί αυτόματο επακόλουθο της αστραπιαίας αύξησης της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης ή της εφαρμογής τους. Είναι περισσότερο μια δυνατότητα που παρουσιάζεται από την αυξανόμενη εσωτερική κοινωνική αντίφαση. Μολονότι η διαδρομή της καπιταλιστικής ανάπτυξης προκαλεί την δυνατότητα μιας νέας, απελευθερωτικής κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, η γενική της συνειδητοποίηση είναι αδύνατη εντός του καπιταλισμού.

Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας· άρα τοποθετεί την υπερεργασία ολοένα περισσότερο σαν όρο ζήτημα ζωής και θανάτουγια την αναγκαία.
(Μαρξ: Βασικές γραμμές…(Grundrisse), τετράδιο VII, 3, σελ. 539)**

Το ζήτημα του ‘‘αναγκαίου’’ και του ‘‘υπερεργασιακού’’(πλεονασματικού)*** χρόνου εργασίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν εδώ πλήρως. Είναι σημαντικό να προσέξουμε ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, καίτοι ο καπιταλισμός τείνει να αναπτύσσει ισχυρότατες παραγωγικές δυνάμεις οι δυνατότητες των οποίων καθιστούν τάχιστα απαρχαιωμένη την οργάνωση της παραγωγής που είναι βασισμένη στην άμεση δαπάνη εργασιακού χρόνου, η δομή της οργάνωσης είναι αυτή που δεν επιτρέπει την πλήρη πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας. Η μόνη μορφή πλούτου που συγκροτεί το κεφάλαιο είναι αυτή που βασίζεται επάνω στην άμεση δαπάνη εργασιακού χρόνου. Γι’ αυτό τον λόγο ανεξαρτήτως της αυξανόμενης ασυμφωνίας μεταξύ της αξίας ως μέτρου και του υλικού πλούτου, η αξία εν τέλει δεν αντικαθίσταται από μία νέα μορφή πλούτου. (8) Άντ’ αυτού και σύμφωνα με τον Μαρξ, παραμένει η απαραίτητη δομική προϋπόθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας (παρ’ ότι εκείνος υποστηρίζει σε ολόκληρο το Κεφάλαιο, εμφανώς κριτικά πως αυτή δεν είναι ρεαλιστική).

      Στην βάση των κατηγοριών του, της αξίας, του εμπορεύματος και του κεφαλαίου, ο Μαρξ δείχνει πως ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μία εγγενή αναπτυξιακή δυναμική. Ωστόσο αυτή η δυναμική παραμένει εντός των καπιταλιστικών ορίων: δεν υπερβαίνει την ίδια της την κατάσταση. Οι κατηγορίες καθηλώνουν αμφότερες, τόσο την δυναμική όσο και τα όρια της: εκείνο που καθίσταται ως «υπερεργασία» (σ.τ.μ. πλεονασματική) υπό τους όρους της παραγωγής του υλικού πλούτου παραμένει δομικά ‘‘αναγκαίο’’ για το κεφάλαιο. Ο καπιταλισμός δίνει την αφορμή για το ενδεχόμενο της αναίρεσης του, χωρίς όμως αυτή να σημαίνει αυτόματα ότι αυτός θα εξελιχθεί σε κάτι άλλο. Ήτοι η δαπάνη της άμεσης ανθρώπινης εργασίας ενώ παραμένει κεντρική και απαραίτητη για το κεφάλαιο, παρά το γεγονός ότι η πρώτη καθίσταται αναχρονιστική από τις εξελίξεις που προκαλούνται από το τελευταίο, δημιουργεί μια εσωτερική όξυνση. Όπως έχω αναπτύξει λεπτομερώς στο «Χρόνος, Εργασία και Κοινωνική Κυριαρχία / Time, Labour, and Social Domination: A Reinterpretation of Marx’s Critical Theory» ο Μαρξ αναλύει την φύση της βιομηχανικής παραγωγής και την αναπτυξιακή της τροχιά με αναφορά σε αυτή την όξυνση (Postone 1993: 307-66).
     Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα των Βασικών Γραμμών – Grundrisse υποδεικνύουν πως η ιδέα του Μαρξ για την δομική αντίφαση του καπιταλισμού δεν θα πρέπει να ταυτίζεται άμεσα με τον κοινωνικό ανταγωνισμό, όπως είναι η ταξική πάλη. Επίσης αποκαλύπτουν ότι η κατανόηση του Μαρξ για την καπιταλιστική αντίφαση δεν αναφέρεται με τον πλέον θεμελιώδη τρόπο σε μία αντίφαση μεταξύ του ιδιωτικού σφετερισμού και της κοινωνικοποιημένης παραγωγής. (9) Ως εκ τούτου διαφέρει θεμελιακά από εκείνη του παραδοσιακού Μαρξισμού. Στις Βασικές Γραμμές – Grundrisse ο Μαρξ δεν αναλύει την αντίφαση του καπιταλισμού ως εκείνης που βρίσκεται μεταξύ της διαδικασίας της παραγωγής και της αξίας, δηλαδή μεταξύ της καπιταλιστικής παραγωγής και των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων εντός του καπιταλισμού. Αντιθέτως ο ίδιος αντιμετωπίζει την πρώτη όπως έχει διαμορφωθεί από την τελευταία: η παραγωγή του καπιταλισμού είναι ‘‘ο τρόπος της παραγωγής που βασίζεται στην αξία’’. Καθ’ αυτήν την έννοια στα τελευταία του γραπτά, ο Μαρξ αναφέρεται κατηγορηματικά στον βιομηχανικό τρόπο της παραγωγής ως «ειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής… (τεχνολογικά εξ ίσου)» (Καρλ Μαρξ: Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής, Εκδόσεις  Α/Συνέχεια: 1990 // Marx, Karl 1994: 428). Αυτά τα χωρία από τις Βασικές Γραμμές – Grundrisse υπονοούν ότι είναι η υλική μορφή της παραγωγής που πρόκειται να μετασχηματιστεί ταυτόχρονα με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Επίσης διαψεύδουν την ιδέα πως η κριτική θεωρία του Μαρξ είναι ένα είδος επαναστατικής τεχνολογικής αιτιοκρατίας. (10) Απεναντίας εκείνος πραγματεύεται την τεχνολογία και την διαδικασία της παραγωγής ως εκ της κοινωνίας συγκροτούμενες: είναι αυτές οι δύο που μορφοποιούνται από την αξία. Επομένως δεν θα πρέπει απλά να ταυτίζονται με τις ‘δυνάμεις της παραγωγής’ που έρχονται σε αντίφαση με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Ωστόσο, παρ’ όλο που η τεχνολογία και η διαδικασία της παραγωγής διαπλάθονται από τις καπιταλιστικές σχέσεις, ενσωματώνουν μαζί τους μία ανακολουθία. Η ανάλυση του Μαρξ κάνει διάκριση μεταξύ της πραγματικότητας από την μορφή που έχει λάβει η παραγωγή που συνίσταται από την αξία και της ροπής  της – μιας ροπής που καθηλώνει την πιθανότητα μιας νέας μορφής παραγωγής. Αυτή η διάκριση σε τελευταία ανάλυση προέρχεται από την αντιφατική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων, τις οποίες ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, τις θεμελιώνει επάνω στον διπλό χαρακτήρα των κατηγοριών της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνικής ζωής.
       Είναι σαφές από τα αποσπάσματα που παρατέθηκαν πως όταν ο Μαρξ στις Βασικές Γραμμές περιγράφει την υπέρβαση της αντίφασης του καπιταλισμού και δηλώνει ότι «η εργατική μάζα πρέπει η ίδια να ιδιοποιείται την υπερεργασία της» (Μαρξ: Βασικές Γραμμές σελ:541) δεν υπαινίσσεται μόνο την απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας και την χρήση των προϊόντων που είναι σε πλεόνασμα με ένα πιο ορθολογικό, δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο. Η ιδιοποίηση για την οποία ο Μαρξ κάνει λόγο περιλαμβάνει επίσης την αυτοπαθή εφαρμογή της δυνατότητας, που είναι ενσωματωμένη στην προηγμένη καπιταλιστική παραγωγή, επάνω στην ίδια την διαδικασία της παραγωγής. Το σύστημα  της κοινωνικής αναπαραγωγής στο οποίο, ο πλούτος του δημιουργείται διά μέσου του σφετερισμού του άμεσου εργασιακού χρόνου και της δουλειάς των εργαζομένων ως γραναζιών ενός παραγωγικού μηχανισμού, είναι εφικτό να καταργηθεί. Αυτές οι δύο πλευρές του βιομηχανικού καπιταλιστικού τρόπου της παραγωγής είναι συνδεδεμένες, σύμφωνα με τον Μαρξ. Συνεπώς η υπέρβαση του καπιταλισμού όπως παρουσιάζεται στις Βασικές Γραμμές εμμέσως προβλέπει το ξεπέρασμα αμφότερων των τυπικών και ουσιαστικών πτυχών του τρόπου παραγωγής που στηρίζεται στην μισθωτή εργασία. Συνεπάγεται την κατάργηση ενός συστήματος διανομής που είναι βασισμένο επάνω στην ανταλλαγή εργασιακής δύναμης ως εμπορεύματος για έναν μισθό με τον οποίο αποκτώνται τα μέσα κατανάλωσης: και συνεπάγεται επίσης την κατάργηση ενός συστήματος παραγωγής που βασίζεται επάνω στην προλεταριακή εργασία, δηλαδή από την μονόπλευρη και κατακερματισμένη εργασία που είναι χαρακτηριστική της καπιταλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Όσον αφορά την κοινωνική οργάνωση της εργασίας η μαρξική αντίφαση πρέπει να γίνει κατανοητή ως μία διογκούμενη αντίφαση μεταξύ του είδους της εργασίας που οι άνθρωποι εκτελούν υπό καπιταλιστικές συνθήκες και του είδους της εργασίας που θα μπορούσαν να εξασκούν εάν η αξία καταργούταν καθώς και της παραγωγικής τάσης που αναπτύχθηκε εξαρτώμενη του καπιταλισμού και που θα χρησιμοποιούταν αυτομάτως για να απελευθερώσει τους ανθρώπους από την τυραννία της αλλοτριωμένης κοινωνικής οργάνωσης που συντίθεται από την ίδια τους την εργασία. Μακριά από τη συνεπαγωγή της συνειδητοποίησης του προλεταριάτου, η υπέρβαση του καπιταλισμού ενέχει την υλική κατάργηση της προλεταριακής εργασίας. Η χειραφέτηση της εργασίας απαιτεί την χειραφέτηση από την (αλλοτριωμένη) εργασία.
     Αυτή η ερμηνεία, παρέχοντας την βάση για μία ιστορική κριτική της συγκεκριμένης μορφής της παραγωγής εντός του καπιταλισμού (καθώς επίσης και της αφηρημένης διαμεσολάβησης και κυριαρχίας που εκφράζονται με τις κατηγορίες της αξίας και του κεφαλαίου) ρίχνει άπλετο φως στον πολύ γνωστό ισχυρισμό του Μαρξ  πως ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της προϊστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας (Καρλ Μαρξ: Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας // Marx 1987: 264). Η έννοια της υπέρβασης της προλεταριακής εργασίας υποδηλώνει ότι η «προϊστορία» θα πρέπει να νοηθεί αναφορική με εκείνους τους κοινωνικούς σχηματισμούς στους οποίους η αδιάλειπτη παραγωγή πλεονάσματος είναι υπαρκτή και κυρίως βασίζεται στην άμεση ανθρώπινη εργασία. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι κοινό στις κοινωνίες που το πλεόνασμα δημιουργείται από τους σκλάβους, τους δουλοπάροικους ή τη μισθωτή εργασία. Ωστόσο ο σχηματισμός που βασίζεται επάνω στην μισθωτή εργασία, σύμφωνα με τον Μαρξ, χαρακτηρίζεται μοναδικά από μία δυναμική που μπορεί να προκαλέσει το ιστορικό ενδεχόμενο να καταστεί εφικτή η υπέρβαση του παραγωγικού πλεονασμού προϊόντων ο οποίος στηρίζεται στην ανθρώπινη εργασία ως εσωτερικό στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας. Ένας νέος κοινωνικός σχηματισμός θα μπορούσε να είναι δημιουργημένος μέσα στον οποίο «η υπερεργασία των πολλών έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη-εργασία των λίγων έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού» (Μαρξ: Βασικές Γραμμές σελ: 538).
     Για τον Μαρξ, λοιπόν, το τέλος της προϊστορίας σημαίνει την υπέρβαση της αντίθεσης ανάμεσα στην χειρωνακτική και την διανοητική εργασία. Ωστόσο, αυτή η αντίθεση δεν μπορεί να ξεπεραστεί απλώς και μόνο με την συγχώνευση της υπάρχουσας χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Η πραγμάτευση της παραγωγής από τον Μαρξ στις Βασικές Γραμμές υποδεικνύει πως εκτός από τον διχασμό των δύο συγκεκριμένων τρόπων εργασίας, συνεπάγεται επίσης και ο προκαθορισμός των χαρακτηριστικών τους, που βρίσκει την προέλευση του στην υπάρχουσα μορφή της παραγωγής. Ο διχασμός τους θα μπορούσε να ξεπεραστεί μόνο με την μετατροπή αμφότερων των υφιστάμενων τρόπων της χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, δηλαδή με την ιστορική συγκρότηση μιας νέας δομής και συνάμα κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Μία τέτοια καινούργια δομή καθίσταται εφικτή, σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ όταν το πλεόνασμα της παραγωγής παύει πλέον να στηρίζεται πρωταρχικά στην άμεση ανθρώπινη εργασία.
     Το παράθεμα των Βασικών Γραμμών – Grundrisse επάνω στην θεμελιακή αντίφαση του καπιταλισμού καθιστά σαφές, λοιπόν, πως η κριτική θεωρία του Μαρξ πρέπει ουσιαστικά να είναι κατανοητή ως η κριτική της εργασίας μέσα στον καπιταλισμό αντί να είναι η κριτική του καπιταλισμού από την σκοπιά της εργασίας (όπως υφίσταται στον παραδοσιακό Μαρξισμό). Αυτό έχει εκτεταμένες επιπτώσεις επάνω στην πρόσληψη του Κεφαλαίου και σκιαγραφεί μία θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στην κριτική του Μαρξ επάνω στην πολιτική οικονομία και της διαδεδομένης (παρ)ερμηνείας της ως μίας πολιτικής οικονομίας της κατάκρισης. Βεβαίως δεν είναι εφικτή η λεπτομερής επεξεργασία μιας τέτοιας ανάγνωσης στο Κεφάλαιο, επάνω στην βάση των Βασικών Γραμμών, εντός της δομής του παρόντος κεφαλαίου. Όμως για να είμαστε σε θέση να σκαριφίσουμε περιληπτικά τα κύρια σημεία της είναι σημαντικό να εξετάσουμε εν συντομία μία άλλη κρίσιμη ενότητα των Βασικών Γραμμών με τίτλο «Η μέθοδος της πολιτικής οικονομίας» (Μαρξ: Βασικές Γραμμές σελ: 66). 

Οι Βασικές Γραμμές: οι κατηγορίες του Μαρξ.


 Κάπου στο απώτερο μέλλον στον γαλαξία Λενινόια....

Σε αυτήν την ενότητα ο Μαρξ πραγματεύεται το ζήτημα ενός κατάλληλου σημείου εκκίνησης για την κριτική ανάλυση του. Καθιστά σαφές ότι οι κατηγορίες της ανάλυσης του δεν θα πρέπει να νοούνται με αυστηρούς οικονομικούς όρους. Τουναντίον, αυτές «εκφράζουν τις μορφές ύπαρξης [Daseinsformen], τους υπαρξιακούς προσδιορισμούς [Existenz- bestimmungen] …αυτής της καθορισμένης κοινωνίας» (Μαρξ: Βασικές Γραμμές σελ: 70, η πρόταση έχει ανασυνταχθεί). Ως τέτοιες είναι, ταυτοχρόνως, μορφές υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας: εκφράζουν «ότι είναι δοσμένο στο νου, όπως και στην πραγματικότητα» (Μαρξ: Βασικές Γραμμές η πρόταση έχει ανασυνταχθεί σελ: 70). Δηλαδή οι κατηγορίες του Μαρξ εμφανίζονται να συλλαμβάνουν ως ουσιαστικά αλληλένδετες διαστάσεις, την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική έκφανση του σύγχρονου καπιταλιστικού βίου ενώ αυτές συνήθως αντιμετωπίζονται σαν ενδεχόμενα που σχετίζονται ως εξωγενή το ένα με το άλλο. Αυτή η κατηγορική προσέγγιση αντικρούει τις αντιλήψεις για τις σχέσεις της κοινωνικής αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας με συλλογιστικούς όρους που στηρίζονται σ’ ένα θεμελιακό/υπερδομικό μοντέλο. (11)
     Κι’ εκτός αυτού ο Μαρξ καθιστά σαφές ότι οι κατηγορίες τις κριτικής του είναι ιστορικά συγκεκριμένες. Ακόμα και οι κατηγορίες που παρουσιάζονται να είναι διιστορικές και πράγματι παίζουν έναν ρόλο αρκετά πρώιμα ιστορικά – όπως το χρήμα και η εργασία – είναι πλήρως ανεπτυγμένες και καταλήγουν ως αυτούσιες μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία (Μαρξ: Βασικές Γραμμές σελ: 70).

Το παράδειγμα αυτό της εργασίας δείχνει έντονα, πώς ακόμα και οι πιο αφηρημένες κατηγορίες, παρόλο που –ακριβώς επειδή είναι αφηρημένες– ισχύουν για όλες τις εποχές, ωστόσο στον καθορισμένο χαρακτήρα αυτής της αφαίρεσης αποτελούν οι ίδιες εξίσου το προϊόν ιστορικών σχέσεων και έχουν την πλήρη τους ισχύ μονάχα γι αυτές και μέσα σ' αυτές τις σχέσεις.
     (Μαρξ: Βασικές γραμμές…(Grundrisse), εισαγωγή Μ, 18, σελ. 69-70)

Με άλλα λόγια σαν απλές, αφηρημένες κατηγορίες είναι «τόσο σύγχρονη(ες)… όσο και οι σχέσεις που δημιουργούν αυτή την απλή αφαίρεση» (Μαρξ: Βασικές Γραμμές σελ: 68). (12) Διότι οι κατηγορίες αφού είναι πλήρως ανεπτυγμένες, είναι και ιστορικά συγκεκριμένες,

Θα ’ταν λοιπόν άβολο και λαθεμένο να αφεθούν οι οικονομικές κατηγορίες να διαδεχτούν η μια την άλλη με τη σειρά που ιστορικά υπήρξαν καθοριστικές. Η σειρά τους καθορίζεται, αντίθετα, από τη σχέση που έχουν μεταξύ τους μέσα στη σύγχρονη αστική κοινωνία, σχέση που είναι ακριβώς η αντίστροφή από εκείνη που εμφανίζεται σαν η φυσική τους σχέση ή που αντιστοιχεί στη σειρά της ιστορικής εξέλιξης.
(Μαρξ: Βασικές γραμμές…(Grundrisse), εισαγωγή Μ, 18, σελ. 71)

Αντί αυτού, η κριτική ανάλυση θα πρέπει να εκκινεί με εκείνο που είναι το πλέον ουσιώδες για το αντικείμενο της. Στην αστική κοινωνία «το κεφάλαιο είναι η κυρίαρχη πάνω σε όλα οικονομική δύναμη», και επομένως «πρέπει να αποτελεί αφετηρία και τέρμα» (Μαρξ: Βασικές Γραμμές σελ: 71).
     Η έμφαση του Μαρξ επάνω στην ιστορική ιδιαιτερότητα του ερευνητικού αντικείμένου είναι εγγενώς συνδεδεμένη με το ζήτημα του εναρκτήριου σημείου της κριτικής του ανάλυσης. Όπως το είχε κάνει πρώιμα και στην Γερμανική Ιδεολογία ο Μαρξ επέμεινε στην κοινωνική και ιστορική συγκρότηση των μορφών συνείδησης, μια θέση που είναι πιο εκλεπτυσμένη στις Βασικές Γραμμές και αναφορική με την έννοια αντικειμενικού/υποκειμενικού χαρακτήρα των δομικών κατηγοριών της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και αυτό υποδηλώνει ότι καμία θέση, συμπεριλαμβανομένης και του Μαρξ,  δεν έχει οικουμενική και υπεριστορική σημασία. Ωστόσο η ιστορική σχετικοποίηση της σκέψης δεν σημαίνει ότι μία βάσιμη θεωρία δεν είναι εφικτή: μία ιστορικά συγκεκριμένη θεωρία μπορεί να είναι σχολαστικά επαρκής ως προς το αντικείμενο της. Αυτό προϋποθέτει πως η θεωρία είναι αυτοαναφορική: πρέπει να είναι σε θέση να εξηγεί τα ενδεχόμενα με τους δικούς της όρους, με την βοήθεια των ίδιων κατηγοριών με τις οποίες εξετάζει το αντικείμενο της, δηλαδή να επεξηγεί το δικό της περιεχόμενο.
     Επιπλέον ο ιστορικά συγκεκριμένος χαρακτήρας της θεωρίας δεν είναι αμιγώς ένα ζήτημα του περιεχομένου αλλά είναι και ζήτημα της δομής: η δομή της δεν θα πρέπει να αντιβαίνει τον ιστορικά καθορισμένο χαρακτήρα της θεωρίας. Η θεωρία δεν μπορεί να παρουσιαστεί σε διιστορική μορφή, όπως για παράδειγμα σαν μία οικουμενικά έγκυρη μέθοδος που μπορεί απλώς να είναι εφαρμόσιμη σε ποικίλα αντικείμενα, με τα οποία σχετίζεται μόνο φαινομενικά. Αντίθετα η ιστορική ιδιαιτερότητα της θεωρίας απαιτεί ότι η γενική της ιδέα είναι η έννοια του αντικειμένου της. (Κατά ειρωνικό τρόπο όταν η θεωρία έχει αυτεπίγνωση και είναι ιστορικώς αυτό-αναφορικά καθορισμένη, αυτή η φαινομενικά υπεριστορική ρήση του Χέγκελ αποκτά την εγκυρότητα της.)
      Επομένως το σημείο εκκίνησης της κριτικής ανάλυσης δεν μπορεί να θεμελιώθει κατά τρόπο Καρτεσιανό, σε μία αναφορικά αναμφισβήτητη και υπεριστορικά έγκυρη αλήθεια. Αντίθετα το σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι ιστορικά συγκεκριμένο, ο πυρήνας μιας ιστορικώς καθορισμένης ανάλυσης του ιστορικά συγκεκριμένου σχηματισμού που είναι δηλαδή το περιεχόμενο της. Εάν ο ‘Έγελος στην Επιστήμη της Λογικής ασχολούταν με το πρόβλημα του σημείου εκκίνησης για την ανάλυση μίας λογικής που δεν την προϋποθέτει, που σημαίνει με άλλα λόγια, την θεμελίωση της έξω από εκείνο που αναζητά να αποδείξει, ο Μαρξ απασχολούταν με το πρόβλημα ενός ιστορικά συγκεκριμένου, εναρκτήριου σημείου για μία κοινωνική κριτική θεωρία, η οποία δεν θεμελιώνει την υπόσταση της έξω από το αντικείμενο/περιεχόμενο της.
     Επειδή ένα τέτοιο σημείο εκκίνησης δεν μπορεί να θεσπιστεί σε κανένα διιστορικά έγκυρο θεώρημα, μπορεί μόνο να καταστεί εύλογο εμμενώς – με την εξελισσόμενη τροχιά του, σύμφωνα με την οποία κάθε διαδοχική στιγμή που εκτυλίχθηκε δικαιώνει αναδρομικά εκείνη που προηγήθηκε. Και κατ’ αυτό τον τρόπο το Κεφάλαιο πράγματι, είναι διαρθρωμένο. Οι κατηγορίες από την αρχή – παραδείγματος χάριν το εμπόρευμα, η αξία, η αξία χρήσης, η αφηρημένη εργασία, η συγκεκριμένη εργασία – δικαιολογούνται στην πραγματικότητα μόνο από την επακόλουθη (διαδοχική) εξέλιξη αυτής της ανάλυσης. (13) Εκείνο που εμφανίζεται να είναι η διιστορική θεμελίωση τους στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου πρέπει να κατανοείται αναφορικά με την οργάνωση του Μαρξ στην αυστηρώς εγγενή λειτουργία της παρουσίασης τους η οποία δεν λαμβάνει μία εξωγενή θέση προς το αντικείμενο της. Κατανοητό με τον τρόπο αυτό, εκείνο που παρουσιάζεται ως διιστορική θέσπιση (όπως για παράδειγμα η αξία) δεν είναι παρά η θέση στην οποία οι υποκειμενικοί/αντικειμενικοί τύποι αυτό-προβάλλονται. Είναι ένας κατά συνέπεια-σχολιασμός, επάνω στον τρόπο σκέψης που παραμένει δέσμιος μέσα στα όρια των κατασκευασμένων μορφών της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. (14)
 

Το Κεφάλαιο υπό το φως των Grundrisse


Σε αυτό το σημείο μπορούμε να σκιαγραφήσουμε εν συντομία μία ανάγνωση του Κεφαλαίου με βάση τους προσεκτικούς συλλογισμούς που έχουμε αναπτύξει έως τώρα. Όπως είναι ευρέως γνωστό το σημείο έναρξης του Κεφαλαίου είναι το εμπόρευμα. Επί τη βάσει των Βασικών Γραμμών είναι πλέον προφανές ότι η κατηγορία του εμπορεύματος δεν αναφέρεται στα εμπορεύματα όπως ίσως υφίστανται σε πολλούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ούτε εκφράζει ένα (πλασματικό) ιστορικό στάδιο της «αμιγούς εμπορευματικής παραγωγής» που υποτίθεται πως προϋπήρχε του καπιταλισμού. Αντιθέτως η κατηγορία του εμπορεύματος εδώ είναι ιστορικά συγκεκριμένη. Προσδιορίζει την πλέον στοιχειώδη κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής κοινωνίας, την μορφή από την οποία ο Μαρξ ακολούθως συνέχισε, ώστε να αναπτύξει τα ουσιώδη γνωρίσματα και την δυναμική ιδιότητα αυτής της κοινωνίας. (15). Τα χαρακτηριστικά αυτής της μορφής – που είναι ταυτοχρόνως αξία και αξία χρήσης, επί παραδείγματι – θα πρέπει επίσης να κατανοούνται ως ιστορικά συγκεκριμένα. (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελ: 75, 83 Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002)
     Ως μορφή κοινωνικών σχέσεων το εμπόρευμα είναι παράδοξο σύμφωνα με τον Μαρξ: η συγκρότηση του γίνεται από την εργασία. Επομένως, αναγκαστικά υφίσταται σε αντικειμενοποιημένη μορφή και έχει ένα δισυπόστατο χαρακτήρα ως μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης και ως προϊόν, ως αξία και αξία χρήσης. Η έννοια του Μαρξ για την ιστορική ιδιαιτερότητα της εργασίας μέσα στον καπιταλισμό αποτελεί την βάση για την περιγραφή του εμπορεύματος. Υποστηρίζει ότι η εργασία έχει «διπλό χαρακτήρα» : είναι μαζί «συγκεκριμένη εργασία» και «αφηρημένη εργασία» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελ: 52, 55-60). Η «συγκεκριμένη εργασία» αναφέρεται στις εργασιακές δραστηριότητες που διαμεσολαβούν την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με την φύση. Αν και μόνο στον καπιταλισμό όλες αυτές οι δραστηριότητες θεωρούνται τύποι μιας ευρύτερης δραστηριότητας – (συγκεκριμένη) εργασία – και όλα τα προϊόντα κατατάσσονται ως όμοια σαν αξίες χρήσης, αυτού του είδους η διαμεσολαβητική δραστηριότητα είναι υπεριστορική: υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες. Η διάσταση της αξίας χρήσης που έχει το εμπόρευμα δεν είναι ιστορική αποκλειστικότητα του καπιταλισμού. Ωστόσο όμως, αυτό συνεπάγεται ότι η διάσταση της αξίας και η εργασία που την θεσπίζει είναι ιστορικά συγκεκριμένες. Γι’ αυτό το λόγο η «αφηρημένη εργασία» δεν είναι ως επί το πλείστον συγκεκριμένη εργασία, αλλά είναι μία διαφορετική, ιστορικά συγκεκριμένη κατηγορία. Όπως έχει υποστηριχθεί στο Χρόνος, Εργασία και Κοινωνική Κυριαρχία / Time, Labour and Social Domination αυτή η κατηγορία δηλοποιεί πως η εργασία στον καπιταλισμό έχει μια αποκλειστική κοινωνική λειτουργία η οποία δεν είναι ενδογενής με την εργασιακή δραστηριότητα ως τέτοια (Postone 1993: 123-85). Αντιθέτως, η προσδιορισμένη εκ του εμπορεύματος εργασία υπηρετεί το είδος ενός οιονεί αντικειμενικού μέσου με το οποίο τα προϊόντα των άλλων αποκτώνται (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελ: 75, 78). Εν ολίγοις, μεσολαβεί μια νέα μορφή αλληλεξάρτησης στην οποία η εργασία των ανθρώπων ή τα προϊόντα της εργασίας τους λειτουργούν σαν αντικειμενικά μέσα για την προμήθευση των προϊόντων των άλλων. Η χρησιμότητα της εργασίας και των προϊόντων της, ως μέσων με τον συγκεκριμένο σκοπό, προκαταλαμβάνει αυτή την λειτουργία από την πλευρά των πρόδηλων κοινωνικών σχέσεων.
     Έτσι λοιπόν στα ώριμα έργα του Μαρξ η έννοια της απαραίτητης κεντρικότητας της εργασίας μέσα στην κοινωνική ζωή είναι ιστορικά συγκεκριμένη. Η πρόσληψη της δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι η υλική παραγωγή είναι η πιο ουσιώδης διάσταση της κοινωνικής ζωής γενικά, ή του καπιταλισμού ειδικότερα. Εν αντιθέσει, αναφέρεται στην ιστορικώς συγκεκριμένη συγκρότηση από την εργασία μέσα στον καπιταλισμό, μιας μορφής διαμεσολάβησης η οποία χαρακτηρίζει εκ βάθρων αυτή την κοινωνία. Εν τούτοις, αυτή η διαμεσολαβητική δραστηριότητα δεν είναι ένα χαρακτηριστικό που είναι εγγενές στην εργασιακή δραστηριότητα. Συνεπακόλουθα δεν πρέπει – και δεν μπορεί – να παρουσιάζεται ως τέτοια. Αντί αυτού όταν το εμπόρευμα υπόκειται σε ανάλυση, η ιστορικά συγκεκριμένη διάσταση του, η αξία εμφανίζεται να συγκροτείται από την εργασία εν γένει χωρίς περαιτέρω ενδοιασμούς – είναι το «παραγωγικό ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, ανθρώπινων μυώνων, νεύρων, χεριών κ.λ.π.» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελ: 58). Κοντολογίς, η ιστορικά συγκεκριμένη και κοινωνικά διαμεσολαβητική λειτουργία της εργασίας, στον καπιταλισμό εμφανίζεται σαν υπεριστορική συγκεκριμένη εργασία, ως ‘‘επάγγελμα’’ – δηλαδή σαν μία οντολογική ουσία και όχι σαν μια ιστορικά συγκεκριμένη μορφή. Αυτή η οντολογική μορφή της εμφάνισης, της ιστορικά μοναδικής και κοινωνικά θεσπισμένης λειτουργίας που έχει η εργασία στον καπιταλισμό, αποτελεί τον θεμελιώδη ορισμό εκείνου που ο Μαρξ αποδίδει με τον όρο οι φετιχιστικές μορφές του καπιταλισμού. Διέπει όλες τις προσεγγίσεις που ιστορικοποιούν καθ’ υπέρβαση την κοινωνική θέσμιση του ρόλου της εργασίας μέσα στον καπιταλισμό, είτε καταφατικά (όπως στην κλασική πολιτική οικονομία του παραδοσιακού Μαρξισμού) είτε αρνητικά (όπως στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού). (16)
     Η εργασία λοιπόν στον καπιταλισμό, δεν μεσολαβεί μόνο την αλληλεπίδραση των ανθρώπων και της φύσης αλλά καθιερώνει επίσης μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική διαμεσολάβηση σύμφωνα με τον Μαρξ. Ως εκ τούτου, οι αντικειμενοποιήσεις της (εμπόρευμα, κεφάλαιο) είναι αμφότερες καθορισμένα προϊόντα της εργασίας και αντικειμενοποιημένες μορφές της κοινωνικής διαμεσολάβησης. Επί τη βάσει της ανάλυσης αυτής, οι κοινωνικές σχέσεις που με τον πλέον θεμελιώδη τρόπο χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική μορφή της κοινωνικής ζωής είναι εντελώς διαφορετικές σε χαρακτήρα από τις ποιοτικά συγκεκριμένες και φανερές κοινωνικές σχέσεις, όπως είναι οι σχέσεις της συγγένειας, που χαρακτηρίζουν άλλες μορφές κοινωνικής ζωής. Οι βασικές μορφές των κοινωνικών σχέσεων, που έχουν συσταθεί εντός του καπιταλισμού, είναι παραδόξως οιονεί αντικειμενικές και μαζί ρυθμιστικές, χαρακτηρίζονται δε από μια διχαστική αντίθεση ανάμεσα σε μία αφηρημένη, γενική, ομοιογενή διάσταση και σε μία συγκεκριμένη, ιδιαίτερη, υλική διάσταση (όπου αμφότερες εμφανίζονται να είναι εκ φύσεως παρά κοινωνικές).
     Αυτή η ιδιάζουσα μορφή διαμεσολάβησης συνίσταται από προσδιορισμένες μορφές της πρακτικής, αλλά καθίσταται κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητη των πρακτικών αυτών. Το αποτέλεσμα είναι μια νέα μορφή κοινωνικής κυριαρχίας που υποβάλλει τους ανθρώπους σε όλο και πιο απρόσωπες, «ορθολογικές» προσταγές και εξαναγκασμούς που δεν μπορούν να νοηθούν επαρκώς με τους όρους της απτής καθυπόταξης των κοινωνικών ομάδων, όπως είναι η κοινωνική τάξη ή οι θεσμικοί φορείς του κράτους και / ή της οικονομίας. Αντιστοίχως με την εξουσία, όπως εκείνη γίνεται αντιληπτή από τον Φουκώ, αυτή η μορφή κυριαρχίας δεν έχει καθορισμένο τόπο και παρουσιάζεται σαν να μην είναι καθόλου κοινωνική. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι στατική, αλλά χρονικά δυναμική. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ πραγματεύεται τον ιστορικά δυναμικό χαρακτήρα του καπιταλισμού ως ιστορικά καθορισμένο και προδιαγεγραμμένο χαρακτηριστικό αυτού του σχηματισμού της κοινωνικής ζωής, που στηρίζεται στον τρόπο της απρόσωπης κυριαρχίας, ως έμφυτου στις βασικές μορφές διάρθρωσης αυτής της κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, σχετικοποιεί ιστορικώς την έννοια της εγγενούς ιστορικής δυναμικής.
     Εκείνο που οδηγεί αυτή την δυναμική είναι ο διπλός χαρακτήρας των υποκείμενων στον καπιταλισμό κοινωνικών μορφών. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να σημειωθεί εν προκειμένω ότι ο διαχωρισμός που κάνει ο Μαρξ στις Βασικές Γραμμές μεταξύ της αξίας και του ‘‘πραγματικού πλούτου’’ επανεμφανίζεται στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου ανάμεσα στην αξία και τον ‘‘υλικό πλούτο’’ (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελ: 57-60). Ο υλικός πλούτος μετριέται από την ποσότητα που έχει παραχθεί και είναι η λειτουργία ενός αριθμού παραγόντων που είναι επιπρόσθετοι της εργασίας όπως η γνώση, η κοινωνική οργάνωση και οι φυσικές συνθήκες. (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελ: 54). Η αξία, η κυρίαρχη μορφή του πλούτου στον καπιταλισμό, συγκροτείται μονάχα από τον (κοινωνικά αναγκαίο) ανθρώπινο χρόνο που αναλώθηκε, σύμφωνα με τον Μαρξ (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελ: 53-54, 58-60).
     Δοθέντος ότι, ο υλικός πλούτος ως η κυρίαρχη μορφή του πλούτου μεσολαβείται από τις έκδηλες κοινωνικές σχέσεις, η αξία είναι η ίδια μία διαμεσολαβημένη μορφή του πλούτου.
     Εκκινώντας με την μελέτη του για το μέγεθος της αξίας υπό τους όρους του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, ο Μαρξ περιγράφει την διαλεκτική αλληλεπίδραση της αξίας και της χρήσης – η αξία που καθίσταται ιστορικά σημαίνουσα με την ανάδυση της σχετικής υπεραξίας και δημιουργεί μια αρκετά περίπλοκη, μη γραμμική, ιστορική δυναμική, υποκείμενη στη σύγχρονη κοινωνία. Με την ανάπτυξη της δυναμικής αυτής γίνεται όλο και πιο σαφές ότι ο ιστορικά συγκεκριμένος τρόπος της κοινωνικής καθυπόταξης, που είναι εσωτερικός στις πιο βασικές μορφές της κοινωνικής διαμεσολάβησης, εντός του καπιταλισμού, είναι η κυρίευση των ανθρώπων από τον χρόνο. Η δυναμική που περιγράφεται από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο χαρακτηρίζεται, από την μία πλευρά, από τους διαρκείς μετασχηματισμούς της παραγωγής και γενικότερα της κοινωνικής ζωής, ενώ από την άλλη πλευρά αυτή η ιστορική δυναμική συνεπάγεται την συνεχή ανασύσταση των δικών της θεμελιακών όρων ως ένα αμετάβλητο γνώρισμα της κοινωνικής ζωής – ήτοι η κοινωνική διαμεσολάβηση πραγματοποιείται τελικά από την εργασία και γι΄ αυτό τον λόγο, η έμβια εργασία παραμένει αναπόσπαστο μέρος στην διαδικασία της παραγωγής (λαμβάνοντας ως προϋπόθεση την κοινωνία στο σύνολο της) ανεξάρτητα από το επίπεδο της παραγωγικότητας. Ο καπιταλισμός ακατάπαυστα δημιουργεί το καινούργιο ενώ αδιαλείπτως ανασυγκροτεί το ίδιο.
     Αυτή η κατανόηση της περίπλοκης καπιταλιστικής δυναμικής λαμβάνει υπ’ όψιν την κριτική, κοινωνική ανάλυση (αντί για την τεχνολογική) της τροχιάς της ανάπτυξης και της δομής της παραγωγής στην σύγχρονη κοινωνία. Παρ’ ότι δεν μπορώ εδώ να την αναπτύξω διεξοδικά, η έννοια – κλειδί του Μαρξ για την υπεραξία δεν υποδηλώνει μόνο πως το πλεόνασμα παράγεται από την εργατική τάξη, όπως τονίζουν οι παραδοσιακές ερμηνείες, αλλά ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια καθορισμένη, ανεξέλεγκτη μορφή ανάπτυξης. Το πρόβλημα μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, δεν είναι αποκλειστικά οι διαρκείς κλυδωνισμοί κρίσεων όπως έχει επανειλημμένα και σωστά τονιστεί από τις παραδοσιακές μαρξιστικές προσεγγίσεις. Αλλά η καθαυτή μορφή ανάπτυξης, που συνεπάγεται την επιτάχυνση της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος για ολοένα και πιο μικρές προσαυξήσεις στην υπεραξία, είναι από την φύση της προβληματική. Η πορεία της ανάπτυξης θα ήταν πολύ διαφορετική, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, εάν ο τελικός στόχος της παραγωγής ήταν οι αυξημένες ποσότητες των αγαθών και όχι οι αυξήσεις σε υπεραξία.
     Αυτή η προσέγγιση παρέχει επίσης την βάση για μία κριτική ανάλυση της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και της φύσης της παραγωγής μέσα στον καπιταλισμό. Δείχνει πως η βιομηχανική διαδικασία της παραγωγής δεν θα πρέπει να νοείται ως μία τεχνολογική διαδικασία που, παρ’ ότι καθίσταται όλο και πιο κοινωνικοποιημένη, χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές ιδιώτες ώστε να υπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς. Αντιθέτως η προσέγγιση που περιγράφω, κατανοεί την ίδια την διαδικασία ως εκ φύσεως καπιταλιστική. Με την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στην θεωρία του Μαρξ, το κεφάλαιο καθίσταται ολοένα και λιγότερο ως η συγκεχυμένη μορφή των παραγωγικών δυνάμεων που «στην πραγματικότητα» είναι οι δυνάμεις των εργαζομένων. Εν προκειμένω, οι παραγωγικές δυνάμεις του κεφαλαίου γίνονται όλο και περισσότερο στο σύνολο τους, κοινωνικά παραγωγικές δυνάμεις που δεν μπορούν πλέον να κατανοηθούν επαρκώς μόνο ως δυνάμεις των άμεσων παραγωγών. Αυτή η θέσπιση και συσσώρευση της κοινωνικά γενικής γνώσης καθιστά την προλεταριακή εργασία συνεχώς πιο αναχρονιστική. Δηλαδή καθιστά την παραγωγή του υλικού πλούτου ουσιαστικά ανεξάρτητη από την άμεση δαπάνη ανθρώπινου εργασιακού χρόνου. Το γεγονός αυτό με την σειρά του ανοίγει την δυνατότητα για μια γενική ελάττωση, μεγάλης κοινωνικά κλίμακας, στον χρόνο της εργασίας και για ριζικές αλλαγές επάνω στην φύση και την κοινωνική οργάνωση της εργασίας. Ωστόσο αυτές οι πιθανότητες δεν είναι δυνατό να συνειδητοποιηθούν πλήρως μέσα στον καπιταλισμό: η διαλεκτική της αξίας και της αξίας χρήσης συγκροτεί εκ νέου την αναγκαιότητα της προλεταριακής εργασίας  Ο συνδυασμός της κίνησης του κεφαλαίου για την αδιάλειπτη αύξηση της παραγωγικότητας και της καθήλωσης του επάνω στην δαπάνη του άμεσου ανθρώπινου εργασιακού χρόνου οδηγεί σ’ έναν προκαθορισμένο τρόπο της παραγωγής στον οποίο η ανάπτυξη της τεχνολογικά προηγμένης παραγωγής, ενώ θα μπορούσε να απελευθερώσει τους ανθρώπους από την αποσπασματική και επαναλαμβανόμενη εργασία τους, ενισχύει αυτού του είδους την εργασία εκ νέου. Παρομοίως ο χρόνος εργασίας δεν ελαττώνεται σ’ ένα κοινωνικά γενικό επίπεδο, αλλά κατανέμεται άνισα και αυξάνεται ακόμη για τους πιο πολλούς.
     Αυτή η προκαταρκτική επεξήγηση της έννοιας του Μαρξ για την αντίφαση του καπιταλισμού υποδηλώνει ότι η ανάλυση του επιδιώκει να συλλάβει την πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης σαν μια διπλής όψεως ανάπτυξη του εμπλουτισμού και της εξαθλίωσης. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να κατανοηθεί επαρκώς με μία μονοδιάστατη μέθοδο είτε ως πρόοδος της γνώσης και της ευτυχίας, είτε ως «πρόοδος» της κυριαρχίας και της καταστροφής. Συμφώνως προς την ανάλυση του, καίτοι η ιστορική δυνατότητα προβάλλει τον τρόπο ούτως ώστε η εργασία να μπορεί να είναι βελτιωμένη μέσα στην κοινωνία για τον καθένα μας, στην πραγματικότητα η εργασία κοινωνικά έχει καταστεί εξαθλιωμένη για τους πιο πολλούς. Ως εκ τούτου, η ραγδαία αύξηση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν σημαίνει την γραμμική πρόοδο προς την χειραφέτηση. Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ για το εμπόρευμα και το κεφάλαιο αυτή η αυξημένη γνώση – η οποία συντελείται από την κοινωνία – έχει οδηγήσει στον κατακερματισμό και την κενότητα της ατομικής εργασίας και στην μεγέθυνση του ελέγχου της ανθρωπότητας από τα αποτελέσματα της ίδιας της αντικειμενοποιημένης δραστηριότητας της: όμως επίσης αύξησε και την δυνατότητα της πιθανής εξατομικευμένης βελτίωσης της εργασίας αλλά και της άσκησης μεγαλύτερου ελέγχου της ανθρωπότητας επάνω στην ίδια της τη μοίρα. Αυτή η διπλής όψεως ανάπτυξη έχει τις ρίζες της στις αλλοτριωμένες δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας και είναι εφικτό να ξεπεραστεί, σύμφωνα με την διαλεκτική ανάλυση του Μαρξ, η όποια δεν θα πρέπει, στη συνέχεια, να ταυτίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με την πίστη στη γραμμική επιστημονική πρόοδο και / ή στην κοινωνική πρόοδο.
     Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ανάλυση του Μαρξ συνεπάγεται την ιδέα της υπέρβασης του καπιταλισμού που δεν επιβεβαιώνει άκριτα την βιομηχανική παραγωγή ως όρο για την ανθρώπινη πρόοδο, ούτε απορρίπτει ρομαντικά την ίδια την τεχνολογική πρόοδο. Με την υπόδειξη της δυναμικής του συστήματος παραγωγής που αναπτύχθηκε μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο και η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να μετασχηματίσει το ίδιο το σύστημα, η ανάλυση του Μαρξ υπερβαίνει την αντίθεση των συγκεκριμένων θέσεων και δείχνει ότι η καθεμιά τους λαμβάνει μία στιγμή από μία πιο περίπλοκη ιστορική εξέλιξη και την ανάγει σε ιστορική πληρότητα. Αυτή η προσέγγιση αντιλαμβάνεται την αντίθεση της πίστης στην γραμμική πρόοδο και την ρομαντική απόρριψη της ως εκφράζουσες μία ιστορική αντινομία η οποία και στις δύο περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική της καπιταλιστικής εποχής (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α’ τόμος σελJ / Marx, Karl  1996: 568-9, 798ff. 'Capital, vol. I'). Γενικότερα, η κριτική θεωρία του Μαρξ δεν υποστηρίζει ούτε την αμιγή διατήρηση, ούτε την κατάργηση εκείνου που έχει ιστορικά συντελεσθεί μέσα στον καπιταλισμό. Αντιθέτως, η θεωρία του επισημαίνει την δυνατότητα πως εκείνο που ιστορικά θεσπίστηκε σε αλλοτριωμένη μορφή είναι πλέον εφικτό να εξοικειωθεί και ως εκ τούτου να μετασχηματιστεί ριζικά.
     Σύμφωνα με την ερμηνεία που περιγράφτηκε εδώ συνοπτικά, οι Βασικές Γραμμές μας επιτρέπουν να δούμε πως η κριτική του Μαρξ στο Κεφάλαιο επεκτείνεται πιο μακριά από την παραδοσιακή κριτική που εστιάζεται στις αστικές σχέσεις της διανομής (αγορά και ατομική ιδιοκτησία). Δεν συνεπάγεται μοναχά την κριτική της εκμετάλλευσης και της άνισης κατανομής του πλούτου και της εξουσίας, αν και βεβαίως, περιλαμβάνει αυτή την κριτική. Εν προκειμένω, αντιλαμβάνεται την μοντέρνα βιομηχανική κοινωνία ως καθαυτή καπιταλιστική και αναλύει κριτικά τον καπιταλισμό κυρίως από την πλευρά των αφηρημένων δομών κυριαρχίας, του αυξανόμενου κατακερματισμού που υφίσταται η εξατομικευμένη εργασία και το άτομο ως ύπαρξη, καθώς και της τυφλής ανεξέλεγκτης αναπτυξιακής λογικής. Πραγματεύεται την εργατική τάξη ως το βασικό στοιχείο του κεφαλαίου παρά ως την ενσάρκωση της άρνησης του και έμμεσα εννοιοδοτεί τον σοσιαλισμό, όχι με όρους συναίσθησης της εργασίας και της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά με όρους της εφικτής κατάργησης του προλεταριάτου και της οργάνωσης της εργασίας που βασίζεται πάνω στην προλεταριακή εργασία (όπως επίσης και του δυναμικού συστήματος του αφηρημένου εξαναγκασμού που θεσπίζεται από την εργασία ως κοινωνικά διαμεσολαβητική δραστηριότητα). Αυτή η προσέγγιση νοηματοδοτεί εκ νέου μια μετακαπιταλιστική κοινωνία με όρους υπέρβασης του προλεταριάτου – την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και της δουλειάς που εκείνο κάνει – δηλαδή με όρους ενός μετασχηματισμού της γενικής οργάνωσης της εργασίας και του χρόνου. Υπ’ αυτήν την έννοια διαφοροποιείται και από την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη της «συνειδητοποίησης» του προλεταριάτου, και από την καπιταλιστική μέθοδο κατάργησης των εθνικών εργατικών τάξεων δημιουργώντας μία κατώτατη κοινωνική τάξη (λούμπεν) μέσα στο πλαίσιο της άνισης κατανομής της εργασίας και του χρόνου, εθνικά και παγκόσμια.
     Μολονότι το προφανές θεωρητικό επίπεδο της ανάλυσης που σκιαγραφήθηκε εδώ δεν αντιμετωπίζει άμεσα το ζήτημα των ειδικών παραγόντων που υπόκεινται στους δομικούς μετασχηματισμούς των τελευταίων τριάντα χρόνων, δύναται να παρέχει ένα πλαίσιο εντός του οποίου αυτοί οι μετασχηματισμοί μπορούν να εδραιωθούν κοινωνικά και να επεξηγηθούν ιστορικά. Συγχρόνως μπορεί να παρέχει και την βάση για μία επικριτική θεωρία των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως εναλλακτικών μορφών της καπιταλιστικής συσσώρευσης και όχι ως κοινωνικών συστημάτων που αντιπροσώπευαν την ιστορική άρνηση του καπιταλισμού σε μία, ωστόσο, ατελή μορφή. Στο μέτρο που επιδιώκει να εδραιώσει κοινωνικά και να επικρίνει τις αφηρημένες κοινωνικές σχέσεις ως οιονεί αντικειμενικές και την ιδιοσυστασία της παραγωγής, την εργασία και τις επιταγές της ανάπτυξης μέσα στον καπιταλισμό, η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε επίσης να ασχοληθεί με ένα εύρος μεριμνών, δυσαρεσκειών και βλέψεων με τρόπους που μπορούν να προσαρτηθούν στην εξέλιξη του κεφαλαίου χωρίς απαραίτητα να λαμβάνουν υπόψη τους παραδοσιακούς ταξικούς όρους.
     Η συγκεκριμένη ανάγνωση του Μαρξ λοιπόν, επιχειρεί να συνεισφέρει σε μία κριτική κατανόηση των βασικών μετασχηματισμών του κοινωνικού μας σύμπαντος με τρόπους που υπερβαίνουν τις αδυναμίες της μετα-μαρξιστικής θεωρίας και  επίσης αποφεύγοντας τις παγίδες των παραδοσιακών Μαρξιστικών προσεγγίσεων.

 


Υποσημειώσεις: 
(1)   Ευχαριστίες του συγγραφέα στους: Ρόμπιν Μπέιτς και Τζέικ Σμιθ για τον αμοιβαία ανατροφοδότηση κριτικού αναστοχασμού.
(2) Προς αποφυγή παρεξηγήσεων που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν με τον όρο «κατηγορηματικός», χρησιμοποιώ τον όρο «κατηγορικός» για να αναφερθώ στην προσπάθεια του Μαρξ να κατανοήσει τις μορφές του σύγχρονου κοινωνικού βίου με την βοήθεια των κατηγοριών της συνεκτικής κριτικής του
(3)  Μερικοί από τους ισχυρισμούς που παρουσιάζονται εδώ έχουν αναπτυχθεί και στο: «Time, Labour, and Social Domination: A Reinterpretation of Marx's Critical Theory» (Postone 1993)
(4)   Δες για παράδειγμα: G.A. Cohen, History, Labour and Freedom (Cohen 1988: 209-38); Maurice Dobb, Political Economy and Capitalism (Dobb 1940: 70-8); Jon Elster, Making Sense of Marx (Elster 1985: 127); Ronald Meeks, Studies in the Labour Theory of Value (Meeks 1956); John Roemer, Analytical Foundations of Marxian Economic Theory (Roemer 1981: 158-9); Ian Steedman, 'Ricardo, Marx, Sraffa' (Steedman 1981: 11-19); Paul Sweezy, The Theory of Capitalist Development (Sweezy 1968: 52-3).
(5)  Αυτό περιλαμβάνει αμφότερα τα κυρίαρχα σκέλη των πιο πρόσφατων κριτικών ερμηνειών του Μαρξ – του Στρουκτουραλισμού και της Κριτικής Θεωρίας. Για παράδειγμα ο Αλτουσέρ διατύπωσε μια επιστημολογικά εξεζητημένη και δριμεία κριτική του «ιδεαλισμού της εργασίας» και της σχετιζόμενης ιδέας περί των ανθρώπων ως υποκειμένων: εισήγαγε την έννοια των κοινωνικών σχέσεων ως δομών που δεν είναι αναγώγιμες στην ανθρωπολογική διυποκειμενικότητα. Παρ' όλα αυτά, η εστίαση του επάνω στο ζήτημα της υπεραξίας από την άποψη της εκμετάλλευσης καθώς επίσης και επάνω στην φυσική, «υλική» διάσταση της παραγωγής είναι συσχετισμένη με αυτό που σε τελευταία ανάλυση είναι μία παραδοσιακή κατανόηση του καπιταλισμού (Althusser and Balibar 1970. 145-54, 165-82). Ο Λούκατς και ορισμένα μέλη της σχολής της Φρανκφούρτης επιχειρώντας να ανταποκριθούν θεωρητικώς στον ιστορικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού - που εξελισσόταν από μία μορφή που τοποθετούσε την αγορά στον πυρήνα της σε μία γραφειοκρατική μορφή που την αντικαθιστούσε με την τοποθέτηση του Κράτους στο κέντρο της - σιωπηρά παραδέχτηκαν τις ανεπάρκειες της κριτικής θεωρίας της νεωτερικότητας που προσδιόριζε τον καπιταλισμό αποκλειστικά με όρους του 19ου αιώνα, ήτοι με τους όρους της αγοράς και της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Ωστόσο κι' εκείνοι παρέμειναν δεσμευμένοι σε ορισμένες από τις προϋποθέσεις της εν λόγω κοντόφθαλμης θεωρίας. (βλ: Πόστοουν 1993: σελ 71-120).
(6) Τζ. Στ. Μιλλ: Αρχές Πολιτικής Οικονομίας (2η έκδοση Λονδίνο 1849 τ.1 σελ. 240) παρατίθεται από τον Μαρξ στις Βασικές Γραμμές – Grundrisse σελ: 642 Τετράδιο VII, 44
(7) Ο Τζον Έλστερ μας παρέχει ένα παράδειγμα ενός τέτοιου ισχυρισμού. Επιχειρηματολογεί εναντίον της θεωρίας του Μαρξ για την αξία και την υπεραξία αρνούμενος «ότι οι εργάτες έχουν μια μυστηριώδη ικανότητα να δημιουργούν εκ του μηδενός» και άντ' αυτού υποστηρίζει πως «η ικανότητα του ανθρώπου να κεφαλαιοποιεί το περιβάλλον καθιστά δυνατό ένα πλεόνασμα πέρα και πάνω από ένα δεδομένο επίπεδο κατανάλωσης» (Elster 1985: 141). Αντιμετωπίζοντας το ζήτημα της δημιουργίας του πλούτου κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ισχυρισμός του Έλστερ λαμβάνει ανεπιφύλακτα την αξία ως διιστορική κατηγορία, συσκοτίζοντας ως εκ τούτου την διάκριση που κάνει ο Μαρξ μεταξύ «αξίας» και «πραγματικού πλούτου».
(8) Η ιδέα πως η αξία, για τον Μαρξ, δεν είναι μία γενική κατηγορία του πλούτου, αλλά ορίζει την μορφή του πλούτου και τις κοινωνικές σχέσεις που υφίστανται στην ‘καρδιά’ της καπιταλιστικής νεωτερικότητας έχει παρανοηθεί από στοχαστές τόσο ανόμοιους μεταξύ τους όπως ο Γιούργκεν  Χάμπερμας, ο Ντάνιελ Μπελλ και ο Αντόνιο Νέγκρι. Αμφότεροι ο Χάμπερμας με τον Μπελλ υποστήριξαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας είχε εκτοπιστεί ιστορικά και πως η σύγχρονη κοινωνία απαιτεί μία ‘‘επιστημονική και τεχνολογική θεωρία της αξίας’’. Και οι δυο τους τοιουτοτρόπως συσκότισαν τον διάχωρισμό του Μαρξ ανάμεσα στην αξία και τον ‘‘πραγματικό πλούτο’’ και ως εκ τούτου την διαλεκτική δυναμική που εκείνος είχε αναπτύξει (Habermas 1973: 222-9); (Bell 1973: xiv). Ο Νέγκρι ισχυρίστηκε ότι η περιγραφή του Μαρξ σε αυτό που έχω εκθέσει ως μία μετα-καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής στις Βασικές Γραμμές στην πραγματικότητα περιγράφει τον σύγχρονο καπιταλισμό, ο οποίος δεν βασίζεται πλέον στον Νόμο της Αξίας, αλλά στον ‘‘Νόμο της Προσταγής’’ (Negri 1989: 144ff.). Τέτοιες θέσεις αντικαθιστούν σιωπηρά μια γραμμική θεώρηση της ιστορίας σύμφωνα με την διαλεκτική ανάλυση του Μαρξ επάνω στην αναγκαιότητα και τον πλεονασμό. 
(9) Το επιχείρημα πως η πρωταρχική καπιταλιστική αντίφαση για τον Μαρξ είναι δομική και δεν αναφέρεται απλά στον κοινωνικό ανταγωνισμό έχει τεθεί επίσης κι’ από τον Άντονυ Γκίντενς. Όμως εκείνος εντοπίζει αυτή την αντίφαση μεταξύ του ιδιωτικού σφετερισμού και της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, δηλαδή μεταξύ των αστικών σχέσεων της διανομής και της βιομηχανικής παραγωγής (Giddens 1979: 135-41)
(10)  Για μία τέτοια γνώμη, δες: G. A. Cohen, Forces and Relations Of Production (Cohen 1986:   19-22).
(11)   Παρ’ όλες τις διαφορές τους ο Γκυόργκ Λούκατς, ο Θιοντόρ Αντόρνο και ο Άλφρεντ Σον Ρεθελ αναγνώρισαν τον υποκειμενικό/αντικειμενικό χαρακτήρα των κατηγοριών του Μαρξ κι’ ως εκ τούτου αποκόπηκαν εντελώς από το θεμελιακό/υπερδομικό σχήμα.
(12)   Ένα από τα πολλά επιτεύγματα του Μαρξ στο Κεφάλαιο ήταν να εμπεδώσει κοινωνικά την διιστορική προβολή των κατηγοριών που είναι σε πλήρη ισχύ αποκλειστικά και μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία επάνω σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Και το επιτυγχάνει θεμελιώνοντας αυτές τις προβολές στις ποικίλες φετιχιστικές μορφές των κατηγοριών που δημιουργούνται από την αλληλεπίδραση των ιδιαίτερων, αφηρημένων και συγκεκριμένων διαστάσεων των τύπων της κοινωνικής διαμεσολάβησης που εγκαθιδρύονται από την καπιταλιστική κοινωνία. 
(13) Το σημείο αυτό αναπτύσσεται λεπτομερώς στο βιβλίο του M. Postone, Time, Labour, and Social Domination (Postone 1993: 138-44, 267-72).
(14) Βλέπε: John Patrick Murray, 'Enlightenment Roots of Habermas' Critique of Marx', The Modern Schoolman, 57, no. 1 (November 1979), pp. 13ff.
(15)     Ο Ρόμαν Ροσντόλσκυ επισήμανε ότι η ύπαρξη του προηγμένου κεφαλαίου λαμβάνεται ως δεδομένο από την απαρχή της κριτικής του Μαρξ. (Rosdolsky 1977: 46).
 (16)     Δες: Θιοντόρ Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ, Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού Εκδόσεις: Νήσος, 1996


Σημειώσεις του μεταφραστή:

 *       (σ.τ.μ.) Η σηματοδότηση των λέξεων σε μορφή BOLD - μαύρα γράμματα ή ITALIC - πλάγια γράμματα, γίνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα ώστε να δώσει την απαιτούμενη έμφαση στη σημασία των συγκεκριμένων όρων.
**        (σ.τ.μ.) Τα αποσπάσματα των Βασικών Γραμμών - Grundrisse που παρατίθενται είναι παρμένα από την μετάφραση της Ελληνικής έκδοσης: Καρλ Μαρξ - Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Εκδόσεις: Στοχαστής. Όσα αποσπάσματα έχουν μεταφερθεί από άλλη ελληνική έκδοση, τα στοιχεία της 'εκδοσης αυτής αναφέρονται μετά το πέρας κάθε κομματιού.Τα αποσπάσματα των άλλων συγγραφικών έργων που παρατίθενται στο δοκίμιο του Πόστοουν και έχουν δίπλα τους τα στοιχεία της Αγγλικής έκδοσης, έχουν μεταφραστεί εκ νέου γιατί, αφενός δεν υπήρχε η αντικειμενική δυνατότητα πρόσβασης σε όσα από αυτά είναι ήδη μεταφρασμένα στην Ελληνική εκδοτική σφαίρα. αφετέρου ορισμένα από αυτά προέρχονται από συγγραφικά έργα που δεν έχουν Ελληνική μετάφραση.
***  (σ.τ.μ.) μεταφέρω τον αντίστοιχο όρο από το κείμενο του Μαρξ όπως αυτός είναι μεταφρασμένος στην Ελληνική έκδοση των Βασικών Γραμμών ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να κάνει την ανάλογη αντιστοιχία από το άνωθι εδάφιο. Η πλέον δόκιμη λέξη είναι αυτή του «πλεονασματικού» χρόνου εργασίας που την χρησιμοποιεί και ο Πόστοουν από την αγγλική μετάφραση του πρωτότυπου.


Βιβλιογραφία:

1.        Adorno, Theodor and Horkheimer, Max (2002) Dialectic of Enlightenment, Stanford: Stanford University Press.
2.        Althusser, Louis and Balibar, Etienne (1970) Reading Capital, London: NLB.
3.        Bell, Daniel (1973) The Coming of Post-Industrial Society, New York: Basic Books.
4.        Cohen, G.A. (1986) 'Forces and Relations of Production', in J. Roemer (ed.), Analytical Marxism, Cambridge: Cambridge University Press.
5.        Cohen, G.A. (1988) History, Labour and Freedom, Oxford: Clarendon Press.
6.        Dobb, Maurice (1940) Political Economy and Capitalism, London: G. Routledge & Sons.
7.        Elster, Jon (1985) Making Sense of Marx, Cambridge: Cambridge University Press.
8.        Giddens, Anthony (1979) Central Problems in Social Theory, Berkeley: University of California Press.
9.        Habermas, Jürgen (1973) 'Between Philosophy and Science: Marxism as Critique', in Jürgen Habermas, Theory and Practice, Boston: Beacon Press.
10.    Marx, Karl (1973) Grundrisse: Foundations of the Critique of Political Economy, Har- mondsworth: Penguin.
11.     Marx, Karl (1987) 'A Contribution to the Critique of Political Economy', in Marx and Engels Collected Works, vol. 29: Marx 1857-61, New York: International Publishers.
12.     Marx, Karl (1994) 'Results of the Direct Process of Production', in Marx and Engels Col­lected Works, vol. 34: Marx 1861-64, New York: International Publishers.
13.     Marx, Karl (1996) 'Capital, vol. I', in Marx and Engels Collected Works, vol. 35: Capital, Vol. I, New York: International Publishers.
14.     Meeks, Ronald (1956) Studies in the Labour Theory of Value, New York and London: Lawrence and Wishart.
15.     Murray, John Patrick (1979) 'Enlightenment Roots of Habermas' Critique of Marx', The Modern Schoolman, 57(1).
16.     Negri, Antonio (1989) Marx Beyond Marx: Lessons on the Grundrisse, New York: J.F. Bergin Publishers.
17.    Postone, Moishe (1993) Time, Labour, and Social Domination: A Reinterpretation of Marx's Critical Theory, Cambridge and New York: Cambridge University Press.
18.     Roemer, John (1981) Analytical Foundations of Marxian Economic Theory, Cambridge: Cambridge University Press.
19.     Rosdolsky, Roman (1977) The Making of Marx's Capital, London: Pluto Press.
20.     Steedman, Ian (1981) 'Ricardo, Marx, Sraffa', in Ian Steedman (ed.), The Value Contro­versy, London: NLB.
21.     Sweezy, Paul (1968) The Theory of Capitalist Development, New York: Oxford Univer­sity Press.
22.     Μαρξ, Καρλ (1984) Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (Grundrisse), τόμοι 3, Αθήνα: Στοχαστής