Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναλύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναλύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Ας πούμε τα πράγματα με τ' όνομά τους!




Ενάντια στη πανδημία της θανατικής ποινής που εξαπολύει το Κράτος και η Αγορά

1
   Το δίχως άλλο δεν βρισκόμαστε στην εποχή των Φαραώ, του Αγαμέμνονα και της Παλαιάς Διαθήκης. Οι λιμοί και οι καταποντισμοί δεν πέφτουν από τα ουράνια όσο κι αν η γλώσσα του Θεάματος διαδίδει πως οι ιοί μας χτυπούν σαν φυσική καταστροφή. Μέσα στο ελάχιστο χρονικό διάστημα είκοσι ετών η βιομηχανική παραγωγή μάστιγας πέτυχε να προκύψουν τρεις κορονοϊοί, ο ολοκαίνουργιος SARS-Cov2 και οι SARS και MERS, η γρίπη των χοίρων (H1N1) και μία μεταλλαγμένη των πτηνών (H7N9) και μάς έχουν μείνει αξέχαστα δύο παλαιότερα προϊόντα της από τις περασμένες δεκαετίες. Ο Έμπολα που επανήλθε δριμύτερος πριν από 5 χρόνια στη Δυτική Αφρική και ο HIV που ήταν ακαταμάχητα αποτελεσματικός μαθαίνοντάς μας οριστικά να φοράμε όλες και όλοι τα σκουφάκια μας. Όταν η ανελέητη επέκταση του βιομηχανικού περιβάλλοντος και των εμπορευμάτων ρημάζει το φυσικό περιβάλλον και τον πλανήτη, διαταράσσοντας οποιαδήποτε ισορροπία στα οικοσυστήματα παρέα με την εκβιομηχανισμένη παραγωγή της τροφής, που εκτός από την επικίνδυνη αλλοίωση της ποιότητάς της, πακτώνει μέχρι σκασμού άμοιρα ζωντανά στις μεγαλο-κτηνοτροφικές μονάδες η επιτυχία μιας τεχνικής επιδημίας είναι άμεσα εγγυημένη.  Η πανδημία επιβεβαιώνει ακόμη ένα λαμπρό αποτέλεσμα της επιβολής αφηρημένων σχέσεων επάνω στη φύση που έχουν δομηθεί σ’ έναν πολύ συγκεκριμένο και ξεκάθαρα καταστροφικό φετιχισμό. Δεν τίθεται ζήτημα φυσικής αλλά τεχνικής καταστροφής.

2
Ο περιορισμός των κοινωνικών επαφών και η αποστασιοποίηση που συνεπάγεται όταν προκύπτει μια επιδημία είναι φυσιολογική ή επιβεβλημένη όταν δεν υπάγεται ή εξασκείται από το δίδυμο της αληθινής συμφοράς. Η ολότητα της ανευθυνότητας συνοψίζεται στο δρομολόγιο των Φαρισαίων – από τον Άννα στον Καϊάφα, πείτε τους Κράτος και Αγορά. Η θεσμική προστασία της υγείας του πολίτη δεν ανταμώνει με τα μισθωτά υποκείμενα. Αυτά δεν υπόκεινται σε κανενός είδους καραντίνα. Το θέαμα αναγνωρίζει αφηρημένα μόνο μονάδες εργατικής δύναμης που αναπαράγουν έστω και έκπτωτη αξία κι απαξιώνει συγκεκριμένα όλους τους ανθρώπους. Μια συνειδητή κοινωνία, θωρακισμένη αυτοδιαχειριζόμενα, από τις δύο ανεύθυνες οντολογίες είναι βέβαιο πως προστατεύει καλύτερα τα μέλη της εφόσον στηρίζεται αποκλειστικά στην αδιαμεσολάβητη ευθύνη. Κύριο μέλημά της δεν είναι η διάσωση της αφαίρεσης.

3
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ανασυστήνει τη μία και μοναδική ελευθέρια που κατακτήθηκε ουσιαστικά με την μεσσιανική έλευση του Διαφωτισμού. Όλοι οι δρόμοι δίνονται στις ροές των εμπορευμάτων και στην αφηρημένη  εργασία (Μαρξ) κι ερημώνουν όλα τα πάρκα και οι εξοχές δικαιώνοντας αναδρομικά την μια και ανεπανάληπτη ιστορική ελευθερία. Το δικαίωμα της ελεύθερης αγοράς πραγματώνει την έκπτωση του δικαιώματος στο θάνατο. Τα κέρδη ισοδυναμούν με την αυξητικά λελογισμένη ανάλωση όλων μας.  

4
Τα σύνορα ξεγυμνώνουν εμφατικά την μαλακία της συμβατικής σκέψης. Είτε στο προσφυγικό ζήτημα είτε στην εξάπλωση της πανδημίας κάθε ελεγχόμενη διαχείριση επάνω στην επινόησή τους διαψεύδεται πρακτικά από την ανήμερη δύναμη της ίδιας της Φύσης.

5
Η εικονική πραγματικότητα του επιτελικού Κράτους εξαρτάται μόνο από την ανεστραμμένη εικόνα της ατομικής ευθύνης. Η ατομική ευθύνη βαραίνει ευθέως την κρατική ανευθυνότητα. Όσο η τελευταία εντείνεται γύρω από τη σκοπιμότητα του ελέγχου επάνω στους θανάτους της πανδημίας τόσο ο κίνδυνος για τ’ απομονωμένα άτομα μεγαλώνει. Η υγεία τους δεν διασφαλίζεται από την Κρατική ανευθυνότητα της ατομικής ευθύνης. «Μείναμε σπίτι» για να μείνουμε αβοήθητοι διότι η φροντίδα του Κράτους και της Αγοράς εξαντλείται με κυνική υποκρισία μόνο σε όσους μπορούν να τα καταφέρουν από μόνοι τους. Εάν, δε, αυτοί αποτύχουν, είναι και οι μόνοι υπεύθυνοι για την αποτυχία τους.

6
Η πανδημία επαληθεύει ασφυκτικά την ενοποίηση της αρρώστιας και ολοκληρώνει νοσηρά την ενοποίηση του διαχωρισμού.

7
Όταν το ΑΕΠ κινδυνεύει να καταποντιστεί τότε επανευρίσκεται η κατάλληλη στιγμή για την άρση των μέτρων διότι μέτρον πάντων ἄνθρώπων χρήμα ἔστιν.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

All the king's men



Αναδημοσίευση από τον συντροφικό ιστότοπο Black Out: https://blackout.yfanet.net/keimena/1
 Ένα από τα ωραιότερα κείμενα της Καταστασιακής Διεθνούς για την γλώσσα, το «All the King's Men» δημοσιεύθηκε στο όγδοο τεύχος της ομώνυμης επιθεώρησης τον Ιανουάριο του 1963 και δεν συμπεριλήφθηκε σε καμία ανθολογία των κειμένων τής στα Ελληνικά. Οι Καταστασιακοί επιμένουν σ' ένα από τα τελευταία οχυρά επαναστατικής δυνατότητας για ελεύθερη δράση το οποίο εξακολουθεί να παραμένει ανεκμετάλλευτο στην εποχή μας - σκλαβωμένο στις ορμές του αυτόματου υποκειμένου (Μαρξ) και στην ψευδαίσθηση του θεάματος (Ντεμπόρ). Η εν λόγω κριτική έχει επηρεάσει αναμφίβολα την οπτική που εκθέτω στο κείμενο, «Τι μένει να κάνουν οι ποιητές;» και θα δημοσιευτεί στο προσεχές 5ο τεύχος του περιοδικού Σκαντζόχοιρος, σημειώματα κριτικής παρέα με δύο ακόμη δοκίμια που αφορούν την ποίηση, των Σωτήρη Λυκουργιώτη και Χρήστου Νεδελκόπουλου.

All The King's Men

 Το ζήτημα της γλώσσας βρίσκεται στην καρδιά όλων των αγώνων μεταξύ των δυνάμεων που μάχονται να καταργήσουν την παρούσα αλλοτρίωση κι αυτών που προσπαθούν να την διατηρήσουν· είναι αδιαχώριστο από το συνολικό πεδίο αυτών των αγώνων. Ζούμε μέσα στη γλώσσα όπως μέσα στον μολυσμένο αέρα. Αντίθετα με ό,τι νομίζουν οι ευφυολόγοι, οι λέξεις δεν παίζουν. Κι ούτε κάνουν έρωτα, όπως νόμιζε ο Μπρετόν, παρά μόνο στα όνειρα. Οι λέξεις εργάζονται – για λογαριασμό της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής. Και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν πλήρως αυτοματοποιηθεί· δυστυχώς για τους θεωρητικούς της πληροφορίας, οι λέξεις δεν είναι καθ’ εαυτές “πληροφοριακές”· ενσαρκώνουν δυνάμεις που μπορούν να αναστατώσουν τους πλέον προσεκτικούς υπολογισμούς. Οι λέξεις συνυπάρχουν με την εξουσία, κι έχουν μια σχέση ανάλογη μ’ αυτήν που έχουν οι προλετάριοι (είτε με τη σύγχρονη είτε με την κλασική έννοια του όρου) με την εξουσία. Τις βάζουν να δουλεύουν σχεδόν συνεχώς, τις εκμεταλλεύονται όλη την ώρα προσπαθώντας να ξεζουμίσουν απ’ αυτές οποιοδήποτε νόημα ή ανοησία, κι όμως παραμένουν ακόμη κατά μία έννοια ουσιαστικά ξένες κι άγνωστες.
Η εξουσία παρουσιάζει μόνο το διαστρεβλωμένο, επίσημο νόημα των λέξεων· τις εξαναγκάζει, τρόπος του λέγειν, να χτυπάνε κάρτα, ορίζει τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία (όπου ορισμένες εμφανώς δουλεύουν υπερωρίες) και τις πληρώνει μεροκάματο. Σε σχέση με τη χρήση των λέξεων, ο Χάμπτυ Ντάμπτυ του Λιούις Κάρολ παρατηρεί σωστά ότι «Το ζήτημα είναι ποιος θα ’ναι ο κύριός τους – και τίποτ’ άλλο». Και δηλώνει, ως κοινωνικά υπεύθυνος εργοδότης, ότι πληρώνει υπερωριακά αυτές που απασχολεί υπερβολικά. Χρειάζεται επίσης να κατανοήσουμε την ανυπακοή των λέξεων, τη λιποταξία τους, την ξεκάθαρη αντίστασή τους – φαινόμενα που εκδηλώνονται σ’ όλη τη μοντέρνα γραφή (από τον Μπωντλαίρ μέχρι τους ντανταϊστές και τον Τζόις) ως συμπτώματα της γενικότερης επαναστατικής κρίσης της κοινωνίας.
Υπό τον έλεγχο της εξουσίας, η γλώσσα κατονομάζει πάντοτε κάτι διαφορετικό από την αυθεντική εμπειρία. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η συνολική της αμφισβήτηση είναι εφικτή. Η οργάνωση της γλώσσας έχει περιπέσει σε τέτοια σύγχυση ώστε η επιβαλλόμενη από την εξουσία επικοινωνία αποκαλύπτεται ως εξαπάτηση και κοροϊδία. Μία, σε εμβρυακό ακόμη επίπεδο, εξουσία της κυβερνητικής πασχίζει μάταια να υποτάξει τη γλώσσα στον έλεγχο των μηχανών που ελέγχει, κατά τρόπον ώστε η πληροφορία να καταστεί η μόνη δυνατή επικοινωνία. Όμως ακόμη και σ’ αυτό το πεδίο εκδηλώνονται αντιστάσεις· η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια (προφανώς περιορισμένη και συγκεχυμένη) να αντιστραφεί η σχέση κυριαρχίας, μεταστρέφοντας τις μηχανές προς όφελος της γλώσσας. Όμως η πραγματική αντιπαράθεση είναι πολύ πιο γενική και πολύ πιο ριζοσπαστική. Καταγγέλλει κάθε μονόπλευρη “επικοινωνία”, είτε αυτή έχει την παλιά μορφή της τέχνης είτε τη σύγχρονη μορφή της ιδεολογίας της πληροφορικής. Αναγγέλλει μια επικοινωνία που υπονομεύει κάθε διαχωρισμένη εξουσία. Εκεί όπου υπάρχει επικοινωνία δεν υπάρχει κράτος.
Η εξουσία ζει χάρη σε κλεμμένα αγαθά. Δεν δημιουργεί τίποτε, επαναφομοιώνει. Αν δημιουργούσε το νόημα των λέξεων, δεν θα υπήρχε ποίηση – μόνο χρήσιμες “πληροφορίες”. Οι αντίπαλοί της δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν με τη γλώσσα· οι αρνήσεις θα βρίσκονταν εκτός γλώσσας, θα ήταν καθαρά λεττριστικές. Τι άλλο είναι η ποίηση παρά η επαναστατική στιγμή της γλώσσας, αδιαχώριστη από τις επαναστατικές στιγμές της ιστορίας και από την ιστορία της προσωπικής ζωής;
Ο ασφυκτικός έλεγχος της εξουσίας επί της γλώσσας είναι παρόμοιος με τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί στην ολότητα. Μόνο μια γλώσσα που έχει στερηθεί κάθε άμεση αναφορά στην ολότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση της πληροφορίας. Η πληροφορία είναι η ποίηση της εξουσίας, η αντι-ποίηση του νόμου και της τάξης, η διαμεσολαβημένη πλαστοποίηση του υπάρχοντος. Αντιθέτως, η ποίηση πρέπει να νοηθεί ως αδιαμεσολάβητη επικοινωνία εντός της πραγματικότητας και ως πραγματική μετατροπή αυτής της πραγματικότητας. Δεν είναι παρά η απελευθερωμένη γλώσσα, η γλώσσα που ανακτά τον πλούτο της, η γλώσσα που σπάει τις άκαμπτες σημασιοδοτήσεις της και συγχρόνως ενστερνίζεται λέξεις, μουσικές, κραυγές, χειρονομίες, ζωγραφική, μαθηματικά, γεγονότα, πράξεις. Και μ’ αυτόν τον τρόπο η ποίηση στηρίζεται στον πλούτο των δυνατοτήτων να ζήσει κανείς και ν’ αλλάξει τη ζωή του σε μια δεδομένη κοινωνικοοικονομική δομή. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτή η σχέση της ποίησης με την υλική της βάση δεν είναι σχέση μονόπλευρης υποτέλειας αλλά αλληλεπίδρασης.
Η επανανακάλυψη της ποίησης μπορεί να γίνει αδιαχώριστη από την επανεφεύρεση της επανάστασης, όπως έχει φανεί σε συγκεκριμένες φάσεις της μεξικάνικης, της κουβανέζικης και της κονγκολέζικης επανάστασης. Εκτός όμως των επαναστατικών περιόδων, οπότε οι μάζες γίνονται ποιητές εν δράσει, οι μικροί κύκλοι της ποιητικής περιπέτειας μπορούν να θεωρηθούν τα μόνα μέρη όπου ζει ακόμα η επαναστατική ολότητα – μη συνειδητή αλλά τόσο κοντινή δυνατότητα, σαν τη σκιά ενός απόντος προσώπου. Αυτό που ονομάζουμε ποιητική περιπέτεια είναι κάτι δύσκολο, επικίνδυνο και ουδέποτε εγγυημένο (είναι, στην πραγματικότητα, το σύνολο των συμπεριφορών που είναι σχεδόν αδύνατες σε μια δεδομένη εποχή). Μπορούμε να είμαστε σίγουροι μόνο για το τι δεν είναι πλέον η ποιητική περιπέτεια: η ψευδής, επίσημα ανεκτή ποίηση. Έτσι, ενώ ο σουρεαλισμός στο αποκορύφωμα της επίθεσής του ενάντια στην καταπιεστική τάξη της κουλτούρας και της καθημερινής ζωής μπορούσε σωστά να ορίσει το οπλοστάσιό του ως «ποίηση χωρίς ποιήματα εάν είναι αναγκαίο», το ζήτημα σήμερα για την Καταστασιακή Διεθνή είναι μια ποίηση αναγκαστικά χωρίς ποιήματα. Όσα λέμε για την ποίηση δεν έχουν καμιά σχέση με τους διανοητικά καθυστερημένους αντιδραστικούς οποιασδήποτε νεοστιχοπλοκής, ακόμα κι αν αυτή ακολουθεί τον λιγότερο απαρχαιωμένο μορφικό μοντερνισμό. Να πραγματώσουμε την ποίηση δεν σημαίνει παρά συγχρόνως κι αδιαχώριστα να δημιουργήσουμε τόσο γεγονότα όσο και τη γλώσσα τους.
Οι γλώσσες οποιασδήποτε κοινωνικής υποομάδας –είτε πρόκειται γι’ αυτές των άτυπων ομαδοποιήσεων της νεολαίας είτε για τις γλώσσες που αναπτύσσουν τα σημερινά πρωτοποριακά ρεύματα για εσωτερική τους χρήση καθώς αναζητούν την ταυτότητά τους είτε για εκείνες που σε προηγούμενες εποχές μεταφέρθηκαν μέσω της υπάρχουσας ποιητικής παραγωγής, όπως το trobar clus και το dolce stil nuovo– όλες αυτές στοχεύουν και επιτυγχάνουν μια ορισμένη άμεση, διαφανή επικοινωνία, αμοιβαία αναγνώριση, συμφωνία. Όμως αυτές οι απόπειρες υπήρξαν το έργο μικρών, ποικιλοτρόπως απομονωμένων ομάδων. Οι γιορτές και τα γεγονότα που δημιούργησαν παρέμεναν υποχρεωτικά οριοθετημένα. Ένα από τα προβλήματα της επανάστασης είναι πώς θα ομοσπονδιοποιηθούν αυτού του είδους τα σοβιέτ, αυτά τα επικοινωνιακά συμβούλια, έτσι ώστε να διαχυθεί παντού μια άμεση επικοινωνία που δεν θα χρειάζεται πλέον να καταφεύγει στα δίκτυα επικοινωνίας του εχθρού (δηλαδή στη γλώσσα της εξουσίας) και θα ’ναι ικανή να μεταμορφώσει τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες της.
Το ζήτημα δεν είναι να βάλουμε την ποίηση στην υπηρεσία της επανάστασης, αλλά μάλλον να βάλουμε την επανάσταση στην υπηρεσία της ποίησης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο η επανάσταση δεν προδίδει το ίδιο της το εγχείρημα. Δεν θα επαναλάβουμε το λάθος των σουρεαλιστών, οι οποίοι τέθηκαν στην υπηρεσία της επανάστασης τη στιγμή ακριβώς που αυτή είχε πάψει να υπάρχει. Συνδεδεμένος με την ανάμνηση μιας μερικής επανάστασης που συνετρίβη ταχύτατα, ο σουρεαλισμός ταχύτατα μετεβλήθη σε έναν ρεφορμισμό του θεάματος, σε μια κριτική συγκεκριμένων μορφών του κυρίαρχου θεάματος η οποία εκπορευόταν από την δεσπόζουσα οργάνωση του θεάματος. Οι σουρεαλιστές φαίνεται ότι παρέβλεψαν το γεγονός ότι κάθε εσωτερική βελτίωση ή εκσυγχρονισμός του θεάματος μεταφράζεται από την εξουσία στη δική της κωδικοποιημένη γλώσσα, της οποίας το κλειδί κατέχει αποκλειστικά.
Όλες οι επαναστάσεις γεννήθηκαν μέσα στην ποίηση, δημιουργήθηκαν πρώτ’ απ’ όλα χάρη στη δύναμη της ποίησης. Είναι ένα φαινόμενο που εξακολουθεί να διαφεύγει από τους θεωρητικούς της επανάστασης –και πράγματι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό αν κανείς εξακολουθεί να μένει προσκολλημένος στην παλιά αντίληψη για την επανάσταση ή για την ποίηση–, το οποίο όμως γενικώς έχει γίνει αντιληπτό από τους αντεπαναστάτες. Η ποίηση όποτε εμφανίζεται τους φοβίζει· κάνουν ό,τι μπορούν για να απαλλαγούν απ’ αυτήν, χρησιμοποιώντας κάθε είδους εξορκισμό, από την καταδίκη στην πυρά μέχρι τις καθαρές στιλιστικές μελέτες. Η κάθε στιγμή αληθινής ποίησης, η οποία έχει «όλο το χρόνο του κόσμου πίσω της», ζητάει σταθερά να αναπροσανατολίσει όλο τον κόσμο κι ολόκληρο το μέλλον προς τον δικό της σκοπό. Κι όσο διαρκεί, απαιτεί την εξάλειψη των συμβιβασμών. Επαναφέρει στο προσκήνιο όλες τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Ο Φουριέ και ο Πάντσο Βίγια, ο Λωτρεαμόν και οι dinamiteros των Αστούριας –που οι επίγονοί τους εφευρίσκουν σήμερα νέες μορφές απεργιών–, οι ναύτες της Κρονστάνδης και του Κιέλου, κι όλοι αυτοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μαζί μας ή χωρίς εμάς, που προετοιμάζονται για την μακρά επανάσταση, είναι οι αγγελιοφόροι της νέας ποίησης.
Η ποίηση γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρα ο κενός χώρος, η αντιύλη της καταναλωτικής κοινωνίας, αφού δεν είναι καταναλώσιμη (σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια του καταναλώσιμου αντικειμένου: ένα αντικείμενο που έχει ισότιμη αξία για καθέναν από τη μάζα των απομονωμένων παθητικών καταναλωτών). Η ποίηση δεν είναι τίποτα όταν τσιτάρεται, μπορεί μόνο να μεταστρέφεται, να επανενεργοποιείται. Διαφορετικά, η μελέτη της ποίησης του παρελθόντος καταντάει ακαδημαϊκή άσκηση. Η ιστορία της ποίησης γίνεται απλώς τρόπος διαφυγής από την ποίηση της ιστορίας – αν ως ιστορία δεν αντιλαμβανόμαστε τη θεαματική ιστορία των κυρίαρχων, αλλά την ιστορία της καθημερινής ζωής και τις δυνατότητες απελευθέρωσής της, την ιστορία κάθε προσωπικής ζωής και την πραγματοποίησή της.
Δεν πρέπει να αφήσουμε αμφιβολίες για το ρόλο των “συντηρητών” της παλιάς ποίησης, αυτών που συντελούν στη διάδοσή της, τη στιγμή που το κράτος, γι’ αρκετά διαφορετικούς λόγους, εξαλείφει τον αναλφαβητισμό. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν απλώς ένα ιδιαίτερο είδος διοργανωτών εκθέσεων σε μουσεία. Ένας μεγάλος αριθμός ποιητικών έργων διατηρείται με φυσικό τρόπο σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά δεν υπάρχουν πουθενά οι τόποι, οι στιγμές ή οι άνθρωποι που θα τα αναζωογονήσουν, θα τα επικοινωνήσουν, θα τα χρησιμοποιήσουν. Και δεν θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν παρά μόνο με τον τρόπο της μεταστροφής, αφού η κατανόηση της ποίησης του παρελθόντος έχει αλλάξει, εξαιτίας τόσο της απώλειας όσο και της απόκτησης γνώσεων· κι ακόμη, επειδή κάθε φορά που παλαιότερη ποίηση μπορεί να επανανακαλύπτεται με δραστικό τρόπο, αποκτά σε μεγάλο βαθμό νέο νόημα, αφού τοποθετείται στο πλαίσιο διαφορετικών γεγονότων. Πάνω απ’ όλα όμως, μια κατάσταση όπου η ποίηση μπορεί να υπάρξει δεν πρέπει να επαναλάβει τις αποτυχίες του παρελθόντος (τα ανεστραμμένα ερείπια της ιστορίας της ποίησης που παρουσιάζονται ως λαμπρά ποιητικά μνημεία). Μια τέτοια κατάσταση τείνει προς την επικοινωνία –και την πιθανή επικράτηση– της δικιάς της ποίησης.
Τη στιγμή που η ποιητική αρχαιολογία αποκαθιστά συλλογές παλαιότερης ποίησης, και μάλιστα με απαγγελίες ειδικών σε δίσκους βινυλίου για το νεοαναλφάβητο κοινό που δημιουργεί το σύγχρονο θέαμα, όσοι ασχολούνται με την πληροφορία προσπαθούν να απαλλαγούν απ’ όλα τα “πλεονάσματα” ελευθερίας, έτσι ώστε απλώς να μεταδίδουν διαταγές. Οι θεωρητικοί της αυτοματοποίησης στοχεύουν σαφώς στην παραγωγή μιας αυτόματης θεωρητικής σκέψης, περιορίζοντας και εξαλείφοντας τις ποικιλίες τόσο στη ζωή όσο και στη γλώσσα. Όμως αυτές εξακολουθούν να τους κάθονται στο λαιμό! Οι μεταφραστικές μηχανές, για παράδειγμα, που αρχίζουν να εξασφαλίζουν την πλανητική τυποποίηση της πληροφορίας συγχρόνως με την πληροφοριακή αναθεώρηση του πολιτισμού που προηγήθηκε, πέφτουν θύματα του ίδιου τους του προγραμματισμού, από τον οποίο αναπόφευκτα διαφεύγουν τα νέα νοήματα που μπορεί να αποκτήσει μία λέξη καθώς και οι προηγούμενες διαλεκτικά αντιφατικές της σημασίες. Έτσι η ζωή της γλώσσας –η οποία συνδέεται με τις εξελίξεις στη θεωρητική κατανόηση («Οι ιδέες βελτιώνονται· το νόημα των λέξεων συμμετέχει σ’ αυτή τη βελτίωση»)– εξορίζεται από το μηχανιστικό πεδίο του επίσημου λόγου. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι η ελεύθερη σκέψη μπορεί να οργανώνεται κρυφά, απρόσιτη από τις τεχνικές της πληροφοριακής αστυνομίας. Η αναζήτηση ευκρινών σημάτων και στιγμιαίας δυαδικής ταξινόμησης συνδέεται τόσο ξεκάθαρα με την υπάρχουσα εξουσία που απαιτεί μια αντίστοιχη κριτική. Ακόμη και με τις πλέον παραληρηματικές διατυπώσεις τους, οι θεωρητικοί της πληροφορίας δεν είναι παρά αδέξιοι προάγγελοι του μέλλοντος που έχουν επιλέξει, του ίδιου αυτού θαυμαστού καινούριου κόσμου για τον οποίο εργάζονται οι κυρίαρχες δυνάμεις της παρούσας κοινωνίας – την ενίσχυση του κράτους της κυβερνητικής. Είναι οι υποτελείς των αρχόντων του τεχνοκρατικού φεουδαλισμού που συγκροτείται σήμερα. Δεν υπάρχει αθωότητα στα καραγκιοζιλίκια τους· είναι οι γελωτοποιοί του βασιλιά.
Η επιλογή μεταξύ της ιδεολογίας της πληροφορίας από τη μια και της ποίησης από την άλλη δεν έχει πλέον να κάνει με την ποίηση του παρελθόντος, όπως ακριβώς και οι διάφορες παραλλαγές που προέκυψαν από το κλασικό επαναστατικό κίνημα δεν μπορούν πλέον, οπουδήποτε στον κόσμο, να θεωρηθούν μέρος μιας πραγματικά εναλλακτικής λύσης στην επικρατούσα οργάνωση της ζωής. Η καταδίκη τους μας ωθεί να αναγγείλουμε την ολική εξαφάνιση της ποίησης με τις παλιές μορφές παραγωγής και κατανάλωσής της, και συγχρόνως την επιστροφή της με μορφές δραστικές κι αιφνίδιες. Η εποχή μας δεν χρειάζεται πια να εξαντλεί την έμπνευσή της σε ποιητικούς ρυθμούς· πρέπει να τους θέτει σ’ εφαρμογή. 


Υγ. Παραθέτω κι ένα ακόμη ανέκδοτο κείμενο της Καταστασιακής Διεθνούς από το πρώτο της τεύχος: Η πικρή νίκη του Σουρεαλισμού

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Εναντιωματικός ρεαλισμός


Κυριακή, Έντουαρντ Χόπερ, 1926


 Αναρτώ ετεροχρονισμένα σε μετάφραση που έκανα σ' ένα άρθρο του Ρόμπερτ Κούρτζ που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2002, στην εφημερίδα Neues Deutschland. Σύνδεσμος του πρωτότυπου κειμένου:



    Οι κοινωνικές διενέξεις πάντοτε αποτελούν και μια μάχη για τις έννοιες, για την «εξουσία ορισμού» του τρόπου με τον οποίο τα προβλήματα γίνονται εν γένει αντιληπτά. Θα μπορούσε κανείς να πει και ότι τα προβλήματα ορίζονται φυσικά κατά κάποιον τρόπο, σύμφωνα προς την λογική του κυρίαρχου συστήματος. Και τότε ένας αντίστοιχος χρωματισμός προϋποθέτει τις έννοιες, ακριβώς όπως το κάνει το πρότυπο του Χαμαιλέοντα. Επ' αυτού δεν υπάρχει καμιά συνειδητή συμφωνία και καμιά λογοκρισία, αλλά λειτουργεί πολύ πιο εκλεπτυσμένα η εννοιοδότηση και η διαδικασία του ορισμού (Prozeß der Definition). Ένας σίγουρος, ας πούμε, τρόπος ομιλίας, ξεκινά να ρητορεύει προς τα έξω και ξαφνικά, όλοι μιλούν κατά τα φαινόμενα, με βαθιά πεποίθηση την ίδια γλώσσα. Ιδίως από κοινωνική και οικονομική άποψη έχει καθιερωθεί στην επιστημονική έρευνα, στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική τάξη μια γενικευμένη διευθέτηση της ομιλίας, από μια «γλώσσα συναίνεσης», η οποία επενεργεί ολοένα και πιο άκαμπτα, ακριβώς επειδή δεν έχει συνταγογραφηθεί κατευθείαν από κάποια διοίκηση.

    Αυτή η κατάσταση πραγμάτων απορρέει του γεγονότος, ότι η επιστήμη, τα μμε και η πολιτική δεν μπορούν να ενεργήσουν εξίσου μουγγά και αυτόματα σαν το αόρατο χέρι της αγοράς. Συγκροτούν την «υποκειμενική» πλευρά σε σχέση με τους «αντικειμενικούς» νόμους του συστήματος. Επομένως, η συμμόρφωση με τις καπιταλιστικές προσταγές δεν δίνεται από μόνη τής, αλλά πρέπει να γίνεται αρχικά, πάντα μέσα σε μια παρεκβατική διαδικασία. Μια ουσιαστική λειτουργία αυτής της ομιλίας συνίσταται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες, στοιχίζονται από κοινού, περιφραγμένοι στις απαιτήσεις του γενικού καπιταλιστικού κλίματος στις οποίες προσαρμόζονται και όλες οι κοινωνικές και πολιτισμικές σχέσεις. Αυτό ακριβώς αξιώνει τούτο το γλωσσικό καθεστώς. Και κατ' αυτή την άποψη, η επιστήμη, τα μίντια και η πολιτική τάξη σχηματίζουν ένα είδος καρτέλ που προσέχει έτσι ώστε κανένα βήμα να μην παρεκκλίνει της γραμμής. Στήνεται τότε, ένα γενικό πλαίσιο όπου η εκάστοτε αγοραία τη φύσει πελατεία τούς, βομβαρδίζεται από απεραντολογίες και ταυτόχρονα της σφίγγουν τα λουριά.

    Η σημασιολογία του ιδεολογικού ελέγχου κυριαρχείται, από εκείνους που έχουν την θεμελιώδη δύναμη να ορίσουν την «πραγματικότητα» και κατά συνέπεια την «ρεαλιστική» πολιτική (Realpolitik). Το κυρίαρχο σημασιολογικό καρτέλ κηρύσσει σήμερα, σαν αρχές της πραγματικότητας, τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής διαχείρισης της κρίσης και αναλόγως επαναπροσδιορίζει την έννοια της μεταρρύθμισης. Το άλλοτε κοινωνικό και χειραφετητικό πάθος για τις μεταρρυθμίσεις, όπως προέκυψε στην διαδρομή της ιστορικής εξέλιξης με την μορφή της συλλογικής ρύθμισης μισθών, του «κράτους πρόνοιας» και των δημόσιων υπηρεσιών, πρέπει τώρα να εξαργυρωθεί, ακριβώς αντίστροφα για μια αντίθετη μεταρρύθμιση (Gegenreform). Οι εκστρατείες για τις ιδιωτικοποιήσεις και τους κοινωνικούς περιορισμούς τρέχουν κάτω από το σύνθημα: «Μαζί μας, προμηνύεται μια Νέα Εποχή».

    Όλοι ανησυχούν αν οι «μεταρρυθμιστές», θα επικρατήσουν έναντι του «αιωνίου παρελθόντος». Κι όλοι καλούνται ν’ αποδεχτούν τους μεταρρυθμιστικούς «συμβιβασμούς στην διάρθρωση της κοινωνίας». Για παράδειγμα: να περικοπούν οι δαπάνες 5 ή 10 τοις εκατό; Πρέπει να κλείσουμε ένα νοσοκομείο ή τον παιδικό σταθμό; Θα έπρεπε να σταματήσει η παροχή των επιδομάτων για τους καρκινοπαθείς ή για τα άτομα με αναπηρίες; Να δοθεί αύξηση 1 τοις εκατό στις παροχές; Μα η επιβάρυνση, θα είναι τριπλάσια στις άλλες υπηρεσίες· ο βαθμός επιδείνωσης που παλεύει για τις μεταρρυθμιστικές γενναιοδωρίες ονομάζεται πια, «καλυτερεύσεις για τον λαό». Ο πολιτικός ανταγωνισμός αφορά μόνο όποιους μπορούν διαρκώς να πουλούν με επιδεξιότητα τις σκληρότερες περικοπές. Και ο πολιτικός χώρος της Αριστεράς απειλείται, ότι χωρίς «πειστικές μεταρρυθμίσεις» κινδυνεύει να μείνει «έκπτωτος στην μηδαμινότητα». Η «εκλογική βούληση» αφήνεται να δει μέσα από την σημασιολογία του ελέγχου, την αφθονία τόσου «ρεαλισμού» και τέτοιας «πολιτικής ωριμότητας» που η ίδια, διψά για χαμηλούς μισθούς, πολιτικές λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις.

    Όμως τούτο το κυρίαρχο γλωσσικό καθεστώς είναι τόσο ξεφτισμένο, όπως οι εδώ και χρόνια πληκτικές αναγγελίες της επικείμενης ανάκαμψης. Εάν συνεχιστεί αυτό, ο κάποτε τιμητικός τίτλος (Ehrenname) του «μεταρρυθμιστή» κινδυνεύει να γίνει τελικά, μία χυδαία βρισιά με την οποία ο «μέσος άνθρωπος» θα κατονομάζει τους κακούς τού γείτονες ή κάποιο αγριεμένο σκυλί. Η πλύση εγκεφάλου δεν λειτουργεί πάντα. Η κυριαρχία της εξουσίας ορισμού της πραγματικότητας μπορεί να σπάσει ασφαλώς από έναν κοινωνικά εναντιωματικό ρεαλισμό (Gegenrealismus). Έτσι μια μεγάλη, συνολική εκστρατεία, ενάντια στο σχέδιο των μισθών της φτήνιας θα ήταν μια πολιτισμική μάχη (Kulturkampf), κάτι πολύ περισσότερο από μια αμιγή κοινωνική πολιτική μέσα στα όρια της πολιτικής αριθμητικής· μια επίθεση για ένα στοιχειώδες πολιτισμικό επίπεδο. Μια εναντιωματική-ρεαλπολιτίκ που θα διαμφισβητεί απηνώς τις περιπλοκές, τις χυδαιότητες και όλα τα παρακλάδια της καταπιεστικής εργασίας και την καταστολή της κοινωνικής πρόνοιας, έχει την δυνατότητα να είναι μαζικά αποτελεσματική.

    Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για μια σοβαρή μάχη διατήρησης των δημοσίων υπηρεσιών ως θεμελιώδες συστατικό μέρος του βιοτικού επιπέδου. «Ο λαός» έχει μπουχτίσει από τους σιδηροδρόμους με τις μετοχές, τα ταχυδρομεία με τις μετοχές και την απειλή της ύδρευσης υπό μετοχικό καθεστώς στον ίδιο βαθμό που συμβαίνει με το σύστημα υγείας δύο ταχυτήτων και την φτηνή κι ανεκπαίδευτη εκπαίδευση. Απ' αυτή την άποψη, η «Αντεπίθεση πυρών» (Πιέρ Μπουρντιέ) δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να οικοδομήσει το «αιώνιο χθες» των γραφειοκρατικών παραδόσεων. Είναι εύλογο άλλωστε το σχέδιο μιας δημόσιας υπηρεσίας με την μορφή της αυτοδιαχειριζόμενης σύμπραξης χωρίς επικερδές κίνητρο που θα ανταπέδιδε πίσω (στις κοινωνίες) τους υλικούς μηχανισμούς και τις υποδομές. Ένας τέτοιος προσανατολισμός συνδεδεμένος με την αξία της δημόσιας χρήσης δεν θα ήταν μεν πέρα από την μορφή της αξίας, μα ενδεχομένως θα ήταν μία αντιληπτή στιγμή χειραφετητικού μετασχηματισμού.

    Αν ο καπιταλισμός δεν μπορεί καν να διατηρήσει το πολιτισμικό επίπεδο, πρέπει και να μην γίνεται αποδεκτός «με υποκλίσεις» από κανέναν. Τουναντίον, ο λογαριασμός είν' ανοιχτός, εφόσον ο καπιταλισμός από την πλευρά τού δεν «εγκρίνει» πλέον, όλο και περισσότερο, την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανάγκη για οργανωμένους σχηματισμούς αντιπροσώπευσης των κοινωνικά εκπατρισμένων δεν θα τελειώσει ήπια -όπως έγινε κάποτε με τους πρόσφυγες του 2ου παγκοσμίου πολέμου που απορροφήθηκαν από το «οικονομικό θαύμα»- αλλά απεναντίας, αυξάνει σφοδρά· και όχι μόνο στην Ανατολική Γερμανία. Η αριθμητική του κυρίαρχου σημασιολογικού και πολιτικού καρτέλ δεν μπορεί να τους παρέχει φωνή, αλλά μόνο να οδηγήσει τις ψήφους τούς στον μύλο της εθνικιστικής-ρατσιστικής αγανάκτησης. Ας πούμε την αλήθεια: Πρέπει να διακυρήξουμε την προσωπική μας ευθύνη κι .όχι την πίστη μας στο Κράτος. Μια προσωπική ευθύνη, κατά την μη γραφειοκρατική έννοια ενός αντιθετικού κινήματος, κοινωνικά αυτόνομου και όχι με την σημασία της άκρως αυταρχικής, μα «χαρωπά ευπρόσδεκτης» πίστης στην αγορά.

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Χρυσοί Ασβοί στη Δημοκρατία. Το γεγονός της κριτικής της ούτε κατά διάνοια δεν αποτελεί την κριτική των γεγονότων της!

Νόελ Κούνιχαν, Η νέα τάξη, 1942

  Πριν από το κύκλο αίματος που άνοιξε με επίκεντρο τους Χρυσούς Ασβούς και την ποινική τους δίωξηη κυρίαρχη γνώμη που ήδη κυκλοφορούσε, διαμέσου του συρφετού των επαγγελματιών διανοουμένων και των «εραστών της τέχνης τους» πολιτικών, μας συνιστούσε με ύφος νουθέτησης ότι η εκμηδένιση των νεοναζί θα προκύψει μονάχα από τους πολιτικούς και κοινωνικούς όρους της Δημοκρατίας. Ύστερα και από τις δύο πρόσφατες δολοφονίες ο αχός της επανήλθε ενισχυμένος. Αυτή η κατ' όνομα σοφία, μία φιλάρεσκη ορθοφροσύνη, θα μπορούσε να κατηγορηθεί για ενσυνείδητη ηλιθιότητα εάν οι συνθήκες που επικρατούσαν στο νεοελληνικό μικρόκοσμο δεν ήταν προφανώς αποσυνθετικές. Δεδομένου ότι οι δυνάμεις που διαλύουν τη καταστατική δραστηριότητα της κοινωνικής του οργάνωσης (δηλαδή την εργασία) είναι πλέον μη αναστρέψιμες και προσθέτοντας επίσης τους διχασμούς ιδιοτήτων που επιβάλλει το θέαμα στο βίωμα της καθημερινής ζωής καθώς τους προϋποθέτουν σικέ ρόλοι, όπως ας πούμε ενός παθητικού πολίτη και ενός πολιτικού σε δράση, θα αντιληφθούμε χωρίς κανένα ίχνος έκπληξης ότι η γελοία σοφία της κοινής λογικής δεν είναι απλά και μόνο επικίνδυνη επειδή αδυνατεί να προσλάβει την πραγματικότητα που την περιβάλλει. Είναι ολέθρια γιατί ο αποπροσανατολισμός της βγάζει μάτια, ενίοτε και σπλάχνα με μαχαίρια και σφαίρες που η δικιά της αβλεψία έχει οπλίσει. 
  Οποιαδήποτε ανάλυση* που ομφαλοσκοπεί στην ερμηνεία της οικονομικής συρρίκνωσης των συνθηκών διαβίωσης αγνοεί πρωτίστως, επειδή είναι αυτιστική, ότι οι εν λόγω συνθήκες του βίου πριν την φτηνή αναίρεση τους ήταν καταλυτικός παράγοντας της αισθητικής απολυτοποίησης της καθημερινής ζωής. Η γύμνια της καθημερινότητας και η φτώχεια της ανθρώπινης εμπειρίας συγκαλύπτονταν τεχνηέντως από την υπερσυσσώρευση αξιών αναπαράστασης υλικών αντικειμένων ή κοινωνικών συμπεριφορών. Αφού ο κανόνας υπαγόρευε την δεκαπεντάλεπτη φήμη και τη δημόσια λεζάντα με κάθε κόστος, την πόζα του ακριβού ρολογιού, του έξυπνου κινητού και του γρήγορου αμαξιού ή τη χλίδα του πολυτελούς σπιτιού και αφού η τακτική του ενορχήστρωνε την εγωπάθεια του "ξέρεις ποιος είμαι 'γω" εν είδει εντυπωσιακής εξαργύρωσης ενός ρηχού τρόπου ζωής τότε και ο ολοκληρωτισμός της δημόσιας σφαίρας συμπυκνωνόταν στην μαγεία του λάιφσταϊλ που από μηδενικό σε εξύψωνε σε νούμερο.  
  Ο τέντζερης βρήκε το καπάκι του σε μακροσκοπικό επίπεδο. Υπήρξε μια συγκεκριμένη και μακρόσυρτη μεταπολιτευτική αφήγηση του μικρού πλην τίμιου λαού που με πείσμα, επιμονή και σκληρή δουλειά πετύχαινε όλους τους εκσυγχρονιστικούς στόχους του: την είσοδο του στην ΕΟΚ, την διοργάνωση Ολυμπιακών πανηγυριών, την ένταξη του στο ευρώ, τη κούπα στο Γιούρο. Προπάντων σημασία είχε το υπερθέαμα και η μορφή του και όχι η πραγματικότητα μηδέ το περιεχόμενο της! Και η πραγματικότητα είναι αμείλικτη σ' εκείνους που επιμένουν να αγνοούν την εν δυνάμει εξέλιξη της. 
 Μετά την εμφατική εκδήλωση της ελληνικής κρίσης χρέους η περίοδος χάριτος για την μεσαία τάξη εκπεφρασμένη στην υλικά εικονική ευμάρεια της προσεγγίζει το βασανιστικό τέλος της. Οι συνθήκες της υλικής της διατήρησης αδυνατούν να βρουν νέες διεξόδους από την στιγμή που οι εναπομείνασες αφηρημένες θέσεις εργασίας χάνουν την αξία τους ή καταργούνται με ταχύτερο ρυθμό από εκείνον που μπορεί να της αναπαραγάγει. Η νέα τάξη που αναδύεται με τεκτονικούς ρυθμούς ως πλειοψηφική μάζα, μέσα από τα ερείπια της μικροαστικής και την από καιρό αμετάκλητη εξάλειψη της εργατικής ελέω μετεξέλιξης της παραγωγής, για να πάρει την πρωτοκαθεδρία της μεσαίας είναι το πρεκαριάτο. Εν τούτοις τα άτομα σε συνθήκες τέλειας ασφυξίας κι ενώ χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους επιμένουν να διατηρούν όλα τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του αποστασιοποιημένου ιδιώτη και ατόφια τη κουλτούρα της κακομαθημένης μικροαστικής βολής.
  Το πλειοψηφικό κομμάτι των ανθρώπων και ασχέτως της ταξικής τους διαστρωμάτωσης στάθμιζαν και συνεχίζουν να ταυτίζουν τα βιώματα της κοινωνικοποίησης τους επάνω στην κατευθυνόμενη επιλογή της διαιώνισης εμπορευματικών στερεοτύπων και κατά συνέπεια των αξιών τους. Για να παραφράσω, συμπτύσσοντας δύο φράσεις του, τον Ραούλ Βανεγκέμ: «η εικόνα, το στερεότυπο της βεντέτας, του φτωχού, του κομουνιστή, του αστού, του διανοούμενου, του πολιτικού, του μικροαστού πάει να υποκαταστήσει τους ανθρώπους με ένα σύστημα κατηγοριών μηχανογραφικά ταξινομημένων σύμφωνα με την ξεροκέφαλη λογική της ρομποτοποίησης που το μυστήριο του δεν έγκειται πια σε μία σκοτεινή, αδιαπέραστη ολότητα,** αλλά σε ένα σύνολο από επιμέρους εις άπειρον βεβαιότητες, όχι πια σε μια ποιότητα αφέντη, αλλά στην ποιότητα αργυρώνητων όντων και πραγμάτων». Επί παραδείγματι: η ιδιότητα του γιατρού ως κατηγορία μηχανογραφικά ταξινομημένη μέσα στο εμπορευματικό σύστημα σε αντιδιαστολή με την ιδιότητα ενός τεχνικού ηλεκτρολογίας έγκειται στην επιμέρους βεβαιότητα ότι η ποιότητα του γιατρού ως αργυρώνητου όντος κοστίζει περισσότερο από την ποιότητα του τεχνικού και άρα αυτή η διαφορά πρέπει να αποτυπώνεται και στην τιμή της αμοιβής τους ακόμα κι αν ο γιατρός δαπάνησε το ελάχιστο δυνατό από τον αλλοτριωμένο χρόνο του για να εκφέρει μία γνώμη ενώ ο τεχνικός πολλαπλάσιο χρόνο για να αποκαταστήσει μια βλάβη. Οι τιμές των αμοιβών τους ποτέ δεν εξομοιώνονται διότι τα επαγγέλματα τους ωσάν ποιότητες με κοινωνική προέκταση που εμπερικλείουν μέσα την ανταλλακτική αξία αποκλίνουν. Βάλτε τώρα στη θέση του ηλεκτρολόγου τη βεντέτα ενός ποδοσφαιριστή και θα καταλάβετε πλήρως την απόκλιση των εξαγοράσιμων όντων ως εμπράγματων αξιών. Το μεγαλείο του παραλογισμού του εμπορευματικού συστήματος ενώ προϋποθέτει καταχρηστικά την εργασία με την υπόσταση της χρηματικής αξίας εξισώνει τη δε χρησιμότητα της σε εμπορική χρηστικότητα συμπιεσμένη ποσοτικά στο αφηρημένο ζύγι της ανταλλακτικής αξίας μετατρέποντας τα άτομα σε αντικείμενα. Έτσι καθένας μας δεν είχε παρά να δικαιώνει την πραγμάτωση της ζωής του ει μη μόνον ως αξιοποιήσιμο κεφάλαιο πια, εξατομικευμένο και άυλο, με την αποστράγγιση από χρόνο εις χρήμα της ζωτικής ενέργειας του ίδιου του του εαυτού κι ενώ ουσιαστικά ο κόπος του προοριζόταν να μετουσιώνει ρόλους στους οποίους η ουσία τους έχει μεταγγιστεί. Εφόσον και δημιουργεί η ιδιότητα τον χαρακτήρα αντί να ποιεί ο χαρακτήρας την ιδιότητα τότε οι άνθρωποι μετεμψυχώνονται σε ευσυνείδητες μαριονέτες που τις περιστοιχίζουν ασορτί εμπορεύματα για να επισφραγίζει η εικόνα τους το κοινωνικό στάτους που η μιζέρια αυτής της κοινωνίας τους έχει επιμερίσει. 
  Από την στιγμή που όλα προβλέπονται με την χρηματική αξία ο ηγεμονικός εκδημοκρατισμός της οικονομικής επένδυσης στον εαυτό παίρνει σάρκα και οστά. Ο αφηρημένος χρόνος, ο χρόνος που είναι κατατμημένος σε ισόποσες και ανταλλάξιμες μερίδες, ο υπολογισμένος δηλαδή χρόνος σε παραγωγική αξία είναι η ταυτοποιημένη και συνεχής αυταπάρνηση του βιώματος διότι επικυρώνει το βίωμα της αυταπάρνησης του εαυτού που είναι ήδη προϋπόθεση στην εκτέλεση των ρόλων. Ο ρόλος της εκτέλεσης αφενός μεν είναι μία κατευθυνόμενη εκλογή, μία αναπαράσταση δηλαδή του βιώματος, από μία μη συνειδητή δράση εμπειρικών υποκειμένων στο αυτονομημένο πεδίο του οικονομισμού και αφετέρου δε είναι το θέατρο σκιών μίας κοινωνίας που έχει εκχωρήσει επισταμένα την οργάνωση της ζωής της όχι μόνο πάνω στην πλάνη της ανταλλακτικής αξίας αλλά και στην ιεραρχία που αυτή η πλάνη αφομοιώνει. Εξυπακούεται ότι το εξωραϊσμένο θέαμα της άνετης ζωής αποκρύπτει ξεδιάντροπα από τα ανθρώπινα βλέμματα κάθε πόνο ή δυστυχία και μαζί όλους τους διαχωρισμούς της. Η κατάντια ενός βιώματος αναβαθμίστηκε από το βίωμα μίας κατάντιας που ευδοκιμεί σε μηχανιστική λειτουργία στους κόλπους μίας κοινωνίας που ισοφάρισε όλα της τα απωθημένα μοστράροντας τα στη βιτρίνα του υπαρξιακού της γίγνεσθαι.
  Αλλά όταν η ζωή χάνει το νόημα της γιατί κανείς πλέον δεν τη ζει, οι άνθρωποι καταδικάζονται σε βαθιά απελπισία. Στις κοινωνίες του θεάματος όπου η δομή της οργάνωσης τους επιβάλλει να αντλούν την επιβεβαίωση τους από παράγοντες που βρίσκονται έξω από την ίδια την οργάνωση της ζωής ισμοί, ιδεολογίες και ανταριασμένες συνειδήσεις παρεισφρέουν τον λαχανιασμένο ναρκισσισμό τους. Είναι λογικό επειδή αυτοί που δεν μπορούν να βρουν την ολοκλήρωση σ' ένα άδειο από νόημα βίωμα, εκείνοι που έχουν παραδώσει την πνευματική και ψυχοσυναισθηματική κατασπατάληση της ατομικότητας στην επίταξη του συστημικού αυτοσκοπού και δη στην εργασία, και σε κάθε περίπτωση όλοι όσοι αποδέχονται την κοινωνικοποίηση της διαμεσολαβημένη από την αξία (οι περήφανα αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι), εκ των πραγμάτων, στρέφουν το βλέμμα με ανακούφιση στα αναλγητικά φαντασιακά του έθνους, του λαού, της ταξικής πάλης, του κράτους δικαίου, της οικονομικής ανάπτυξης, του εκκλησιαστικού λόγου και πάει λέγοντας.  
  Ο μικροαστός φθονεί ασυνείδητα πρώτα απ' όλα την ίδια του την εικόνα γιατί διαισθάνεται κατά βάθος ότι ο ενθουσιασμός του και ο κάματος για την ψεύτικη ολοκλήρωση της μπορεί να παραβιαστεί ανά πάσα στιγμή στις αντιφάσεις της δημοκρατίας των ελεύθερων και ίσων αγοραπωλητών εμπορευμάτων. Υπό την αιωρούμενη ντροπή της αναίρεσης και με την υποβόσκουσα τελικά ανικανότητα του να αυτοοργανωθεί και να πάρει ουσιαστικά την ζωή στα χέρια του ομοφρονεί στη μπόχα του αυταρχισμού καθώς πασχίζει να αποδιώξει τον ενδόμυχο φόβο για την διάψευση των προσδοκιών του. 
  Όμως ο φόβος στην ολοκληρωτική δημοκρατία στέκεται ακλόνητος! Έχει ενσωματωθεί στην αποσόβηση του μεγαλύτερου κακού. Οι ιδιώτες της νομίζουν ότι μπορούν "δόξα τω θεώ" να συνεχίσουν τον βίο τους με όσο το δυνατό περιορισμένες απώλειες, και η εικόνα της ζωής μπορεί να συνεχίζεται έστω και με την απελπισία που γεννά η απειλή του χειρότερου ενδεχομένου. Διότι οι φοβίες έχουν καταλήξει να είναι μία συγκολλητική ουσία ενός πανίσχυρου κομφορμισμού. 
   Και ο νεοφασισμός δεν αποτελεί παρά ένα από τα πολλά υποσχόμενα σκιάχτρα σε χρήση τούτης της «δημοκρατικής κοινωνίας» που θέλει με συνέπεια να συνετίζει όσους τρομάζουν ότι θα απολέσουν αυτό το χάλι της αξιοποίησης της αξίας που τους προσφέρεται στην καθημερινότητα για ζωή. Αυτοί που του αντιπαραθέτουν τα όπλα βολεύουν μονάχα με στοχευμένη ηλιθιότητα το σιδερένιο ολοκληρωτισμό της υπάρχουσας κατάστασης που περνάει τον εαυτό της για πολιτεία. 



* Αυτή συνηθίζεται να είναι αριστερή, αλλά τώρα απέκτησε και την επιστημονικα μεγαλόπρεπη πρωθυπουργική της τεκμηρίωση στον τρίτο νόμο του Νεύτωνα! :lol::lol:
** Ο Βανεγκέμ εννοεί την μεσαιωνική εικόνα του Κυρίου.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Μαρξ 2000.


Το κείμενο του Robert Kurz δημοσιεύτηκε αρχικά τον Φεβρουάριο του '99. Σύνδεσμος πρωτότυπου κειμένουhttp://www.exit-online.org/link.php?tab=autoren&kat=Robert%20Kurz&ktext=Marx%202000

   Μετά το τέλος του κρατικού σοσιαλισμού, ο καπιταλισμός μετέστρεψε την πολύ γνωστή Μαρξιστική μεταφορά του νεκροθάφτη στο αντίθετο της και την ενσωμάτωσε στο δικό του ιδεολογικό οπλοστάσιο. Ωστόσο έναντι του ισχυρισμού τους για πολλοστή  φορά πως η Μαρξική θεωρία κείτεται θαμμένη, οι επίσημες, ακαδημαϊκές πολιτικές επιστήμες έχουν με σιγουριά θάψει στο έδαφος το λάθος πτώμα. Το έργο του Μαρξ, αν και στην πραγματικότητα αξιοποιήθηκε κανιβαλικά από τις γραφειοκρατικές δικτατορίες του κρατικού σοσιαλισμού για την δική τους νομιμοποίηση δεν αποτελεί, σύμφωνα με το πραγματικό του περιεχόμενο, μία θετική θεωρία που πρεσβεύει την “σοσιαλιστική ανάπτυξη” αλλά αντιθέτως είναι μία αρνητική θεωρία της κρίσης του σύγχρονου συστήματος εμπορευματικής παραγωγής. Επομένως, η λογική του και η συνάφεια του αναλυτικού του πεδίου είναι η θεωρητική προβολή της ανάπτυξης του καπιταλισμού υπό το φως της ώριμης μελλοντικά κρίσης του.

   Η ιδεολογικά εργαλειακή χρήση του έργου, στην υπηρεσία μίας «ασθμαίνουσας εκσυγχρονιστικής αναπλήρωσης» (nachholenden Modernisierung*) στην καπιταλιστικά καθυστερημένη περιφέρεια της παγκόσμιας αγοράς (από την Οκτωβριανή επανάσταση έως τα λεγόμενα “απελευθερωτικά” κινήματα του Τρίτου Κόσμου), έχει συσκοτίσει εντελώς τον θεωρητικό του πυρήνα. Βεβαίως αυτό δεν ήταν απλά το ζήτημα ενός εσωτερικού σφάλματος μέσα στην ίδια την θεωρία αλλά αντανακλούσε εν τοις πράγμασι την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας: αυτό που χαρακτηρίζει τον εικοστό αιώνα δεν ήταν στην πραγματικότητα η δομική κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά οι κρίσεις των κοινωνικά ιστορικών ανωμαλιών του οι οποίες έπονταν από την παγκόσμια ανισοκατανομή της κεφαλαιακής δύναμης και της παραγωγής μέσα στο ίδιο το σύστημα. Ήταν, για να το πούμε διαφορετικά, το δικαίωμα των ιστορικά βραδυκίνητων να χρησιμοποιούν τον Μαρξ υπεραπλουστευμένα και κατακερματισμένα ως φορέα νομιμοποίησης της ιδεολογίας τους προκειμένου να μπορούν να λογαριάζονται με το χαρακτηριστικό του ανεξάρτητου παίκτη στο αστικό σύμπαν της παγκόσμιας αγοράς, ικανοί να καλύψουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των πληθυσμών τους. Όμως η προσπάθεια τους ήταν καταδικασμένη να αποτύχει λόγω των κριτηρίων που θέτει αναπόφευκτα η λογική του συστήματος και παρά την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι αυτό θα μπορούσε να εξημερωθεί διαμέσου της διαπραγμάτευσης του από το φορέα τους κράτους.

    Η κατάρρευση των κρατικά προσχεδιασμένων συστημάτων της αγοράς άφησε τον Δυτικό καπιταλισμό ολομόναχο. Κι αυτός πλέον έχει καταστεί ένα καθολικό, μονοπολικό, παγκοσμιοποιημένο και “ταυτόχρονα εξελισσόμενο” (vergleichzeitigten) Σύστημα, το οποίο δεν έχει πια την δυνατότητα να θρέψει ιδεολογικά τον εαυτό του από τις εξωτερικευμένες δομές της δικής του ιστορικής ανισότητας. Η εν λόγω δυνατότητα εξαλείφθηκε μαζί με το υποτιθέμενα εχθρικό του σύστημα. Η Δυτική καπιταλιστική αυτοδικαίωση ανέκαθεν ευδοκιμούσε από τα ελλείμματα του «καθυστερημένου αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού» (nachholenden Modernisierung*), τα οποία συγκρίνονταν με το στάδιο ανάπτυξης των πιο προηγμένων καπιταλιστικών χωρών (Η κατανάλωση των εμπορευμάτων ως ιδεολογία, Εκστρατεία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ.). Σήμερα ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να αποδεικνύει την αυτό-νομιμοποίηση του κι ακριβώς εδώ είναι που αποτυγχάνει παταγωδώς. Με το πέρασμα του χρόνου καθίσταται και πιο αβάσιμο να κατηγορείς τα προτερόχρονα συστήματα για την αδυσώπητη διόγκωση της εξαχρείωσης σε Ανατολή και Δύση και να παρερμηνεύεις αυτή την απαθλίωση σαν αποκλειστικό φορτίο της προηγούμενης κληρονομιάς. Θα ήταν εντελώς γελοίο να προσπαθείς να καταστήσεις τον παλιό κακό εχθρό υπεύθυνο για την μαζικά αυξανόμενη φτώχεια και τον κοινωνικό εκφυλισμό της Δύσης. Αυτό που συμβαίνει στο παρόν μπορεί να είναι μονάχα το αποτέλεσμα από την θαυμάσια και ανεπανάληπτη, μία και μοναδική “οικονομία της αγοράς”.

     Σ' αυτή την ζοφερή κοινωνική κατάσταση είναι επιτακτική, η ανακάλυψη του Μαρξ και η ανάγνωση της θεωρίας του από την αρχή με μια νέα ματιά: δηλαδή της θεωρίας της ανάπτυξης και της κρίσης του σύγχρονου εμπορευματικού συστήματος παραγωγής (του όρου που συμπεριλαμβάνει εύσχημα τον Δυτικό καπιταλισμό και τα κρατικά σοσιαλιστικά συστήματα του «εκσυγχρονισμού που αναπληρώνει την υστέρηση»{nachholenden Modernisierung*}). Η ανάγνωση του Μαρξ «κόντρα στο ρεύμα» της συνήθους ερμηνείας του απαιτεί βεβαία δύο πράγματα. Κατ' αρχάς την ιστορικοποίηση της σκέψης του, που σημαίνει την αποσαφήνιση εκείνων των στοιχείων που παραμένουν δέσμια μέσα στον ιστορικό ορίζοντα του αστικού εκσυγχρονισμού. Κατά δεύτερον, είναι απαραίτητο για την συγκεκριμένη ανάγνωση να αντιστραφεί η πολικότητα της Μαρξικής Θεωρίας έτσι ώστε αυτή να μην εννοείται πλέον με μία θετικιστική απεικόνιση των καπιταλιστικών κατηγοριών (οι οποίες στην συνέχεια δεν θα αφομοιώνονται από την πεπερασμένη και ακατάργητη Μορφή της αστικής υποκειμενικότητας), αλλά αντιστρόφως να προσλαμβάνεται η ενυπάρχουσα ριζοσπαστική κριτική της. Με άλλα λόγια: είναι απόλυτα αναγκαίο να ανακαλύψουμε και να υπερβούμε τις αντιφάσεις μέσα στην Μαρξική θεωρία οι οποίες οφείλονται στον περιορισμένο ιστορικό ορίζοντα της εποχής του Μαρξ. Η ανάγνωση του Μαρξ με αρνητικό πρόσημο, αντί ενός θετικού, είναι η μόνη προϋπόθεση για να καταστήσουμε και πάλι εκρηκτικό το θεωρητικό του έργο.


Η ουσία της εργασιακής θεωρίας της αξίας.

  Ο όρος “εργασία” είναι ένας καταστατικός όρος για όλες τις σύγχρονες κοινωνίες με δύο εκφάνσεις: τουτέστιν με μία οικονομική – διαρθρωτική και με μία ηθική – δεοντολογική έκφανση. Ο φιλελευθερισμός ως απότοκος του Διαφωτισμού εκκοσμίκευσε τον Χριστιανικό μαζοχισμό του μαρτυρίου υιοθετώντας την Προτεσταντική ηθική της εργασίας η οποία στη συνέχεια βρήκε σαν αστική κληρονομιά την θέση της μέσα στον Μαρξισμό. Παρομοίως οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας και αργότερα ο Μαρξ ενσωμάτωσαν την θετική Προτεσταντική κατηγορία της εργασίας μέσα στις θεωρίες τους. Αυτή η ενσωμάτωση δεν ήταν ωστόσο ένα απλό υποθετικό και θεωρητικό αξίωμα αλλά αντιθέτως η θεωρητική Ανάκλαση του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται στην πραγματικότητα η καπιταλιστική παραγωγή. Μέσα σ' αυτήν την κοινή αντίληψη η “Εργασία”, που ουσιαστικά είναι η δαπάνη της ανθρώπινης ενέργειας με σκοπό την κοινωνική (Ανα)Παραγωγή, εμφανίζεται με την υπόσταση της οικονομικής Αξίας. Η διακριτή μορφή του περιεχομένου αυτής της αξίας είναι το χρήμα (το διανεμημένο “καθολικό εμπόρευμα”). Συνεπώς τα εμπορεύματα επειδή θεωρούνται αντικείμενα της Εργασίας εμπεριέχουν την Αξία και γι' αυτό λαμβάνουν χρηματικές τιμές.

   Για την αντίληψη της αστικής υποκειμενικότητας αυτή η σχέση είναι θετική και εσωτερικευμένη. Και στο βαθμό που ο ίδιος ο Μαρξ επιχειρηματολογεί μέσα σε ένα καταφατικό πλαίσιο για τον εκσυγχρονισμό ο «Θετικισμός» αυτός εμφανίζεται επίσης και στο δικό του έργο. Υπό την έννοια αυτή το Μαρξιστικό έργο αποδεικνύεται πως είναι απόγονος της φιλελεύθερης ιδεολογίας και των κλασικών οικονομικών που ενώ μεν θανατώνει την νεοτερική, μητρική του θεωρία, εξακολουθεί δε να κουβαλά μαζί του τα σημάδια της γέννησης του. Αυτή ακριβώς είναι η θετικιστική πλευρά του Μαρξ που αποτελεί τον γνώριμο «εξωτερικό» Μαρξισμό του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης. Η έμφαση στην υπεραξία η οποία εκλαμβάνεται με την καπιταλιστική μορφή της «απλήρωτης εργασίας» και η υπόρρητη και δομικά προσδιορισμένη «Εκμετάλλευση» των εργατών από τους κεφαλαιοκράτες, συνιστά κατά κάποιον τρόπο την ανάγκη της διεκδίκησης «όλης της παραγόμενης αξίας» για την «εργατική τάξη». Ωστόσο κατ΄αυτόν τον τρόπο η Αξία και η «Εργασία» που είναι οι κατηγορίες που αφορούν τη μορφή και το περιεχόμενο της καπιταλιστικής κοινωνίας καθίστανται ταυτόχρονα θετικιστικές μέσα στις οντολογικές και υπεριστορικές συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης.

   Έτσι το πρόβλημα της κοινωνικής αντίφασης αναλύεται επάνω στις υποκειμενικές σχέσεις της βούλησης (κίνητρα) δεδομένου ότι οι διαρθρωτικές κατηγορίες έχουν θεωρηθεί ουδέτερες, θετικές και οντολογικές παραμένοντας απριόρι ασυναίσθητες κοινωνικά. Κατά συνέπεια φαίνεται ότι η ουσία του καπιταλισμού προσδιορίζεται στον ανταγωνισμό: η τάξη η οποία είναι το υποκείμενο της κυριαρχίας χρησιμοποιεί και καταπιέζει μίαν άλλη τάξη –την «εργατική» που είναι το υποκείμενο της εργασίας  για την ευημερία της και αποσπά προς όφελος της τον υλικό πλούτο ως «άρχουσα τάξη». Ωστόσο, μολονότι ασαφής και αντιφατική ως προς την ορολογία της και την παρουσίαση της, η βαθύτερη διάσταση της Μαρξικής θεωρίας παραπέμπει σε μία εντελώς διαφορετική ερμηνεία. Στη συγκεκριμένη ανάγνωση η «Εργασία» δεν εμφανίζεται αιφνιδίως με μία θετική υπόσταση, αλλά αντιθέτως με μία αρνητική, κι επομένως η Αξία αναπαριστά την μορφή μιας αρνητικής κοινωνικοποίησης. Η εμφάνιση της εργασίας ως ουσίας της οικονομικής αξίας είναι πραγματική και αντικειμενική μόνο εντός του σύγχρονου εμπορευματικού συστήματος παραγωγής. Ιστορικά σε καμία άλλη παραγωγική λειτουργία και σε κανέναν άλλο τρόπο της ανθρώπινης διαβίωσης η πρακτική δραστηριότητα της κοινωνίας ως «προϊόν μεταβολισμού της Φύσης» (Μαρξ) δεν έχει προσληφθεί επί της ουσίας με την κοινωνικά – γενική (καθολική) αφαίρεση της «εργασίας» που κυριαρχεί σε ολόκληρη την διαδικασία της αναπαραγωγής με την μορφή της αξίας.

   Σ’ ένα τέτοιο σύστημα τα χρήματα, η απτή εκδήλωση της αξίας, επανατροφοδοτούν την υπόσταση τους. Στην ανακυκλούμενη κίνηση αξιοποίησης των κεφαλαίων, που πολλαπλασιάζει τα χρήματα μέσα από τα χρήματα, η διαδικασία γίνεται αυτοσκοπός. Όμως εάν η «εργασία» νοείται ως υπόσταση της αξίας και τοιουτοτρόπως η αξία είναι η ουσία του χρήματος τότε και η εργασία χαρακτηρίζεται επίσης ως αυτοσκοπός: είναι η αυτοαναφορική και διαρκώς αλλοτριωμένη δαπάνη της ανθρώπινης ενέργειας. Ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας της «εργασίας» στον «μεταβολισμό  με τη φύση» και ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας των χρημάτων στον κοινωνικό μεταβολισμό μεταμορφώνονται σε αυτοσκοπό και κατά συνέπεια καθορίζουν τις δράσεις των εμπειρικών υποκειμένων επειδή αυτή ακριβώς η ταυτολογική και συστημική αυτοαναφορά καθιστά την «εργασία» μοναχά για την «εργασία» και τα λεφτά μονάχα για τα λεφτά. Ο Μαρξ ονομάζει αυτό το παράδοξο και συνάμα παράλογο επίτευγμα της ανεξαρτησίας των μέσων (ή του μέσου) το «αυτόματο υποκείμενο» της νεοτερικότητας.

   Ενώ απέχουν παρασάγγας ώστε να θεωρούνται τα υποκείμενα του κοινωνικού γίγνεσθαι, οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου καθώς επίσης και όσοι το διευθύνουν (Manager) αποδεικνύονται πως είναι σκέτοι λειτουργοί του «αυτόματου υποκειμένου» το οποίο ενεργεί πέρα από τις δικές τους επιδιώξεις. Παρεμπιπτόντως οι απολαύσεις εκείνων που αποτελούν την αποκαλούμενη “άρχουσα τάξη” δείχνουν σχεδόν καταγέλαστες εάν αναλογιστούμε τους γιγάντιους κόπους τους οποίους καταβάλλουν. Η πολυτελής κατανάλωση της χλιδής τους υστερεί σε πολύ μεγάλο βαθμό εν συγκρίσει μ' εκείνης των προ-νεοτερικών ελίτ, και μάλιστα αυτή έχει γίνει ολοένα και πιο ανόητη και ανεπαρκής με την πρόοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η εν λόγω αντίληψη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των συνθηκών διαβίωσης υποδηλώνει με σαφήνεια την έννοια της (αντικειμενοποιημένης) “χρησιμοποίησης” που υφίσταται η ικανότητα για εργασία αντί του όρου της “εκμετάλλευσης” (όρος που είναι κοινωνιολογικά αντιληπτός με στενόμυαλο και υποκειμενικό τρόπο). Η μισθωτή εργασία δεν παρακρατείται απευθείας από το ίδιο το κοινωνικό προϊόν που παράγει διότι είναι η κοινωνική παραγωγή του πλούτου που καθυποτάσσεται εξ' ολοκλήρου στους συστημικούς περιορισμούς του θηριώδους αυτοσκοπού.

    Με την φαινομενική αυτονόμηση των μέσων («εργασία») ή του μέσου (χρήμα) που καθίσταται αυτοαναφορική οι παράδοξες «κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων» (Μαρξ) προκύπτουν εκεί που οι άνθρωποι δεν αλληλεπιδρούν άμεσα μεταξύ τους αλλά παραμένουν πρωταρχικά απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο. Η κοινωνική τους διάδραση λαμβάνει χώρα δευτερευόντως μόνο μέσω της αξίας και της ιδιοκτησίας των προϊόντων εργασίας. Αυτή ακριβώς η σχέση είναι που ο Μαρξ ονόμασε φετιχισμό της εμπορευματικής μορφής. Η χρήση των φυσικών και κοινωνικών πόρων δεν γίνεται εκ των προτέρων μέσω συνειδητά αμοιβαίων ρυθμίσεων από τους κοινωνικούς θεσμούς  αλλά διαμέσου της τυφλής δαπάνης της ανθρώπινης ενέργειας με τη μορφή εργασίας για λογαριασμό των ανώνυμων αγορών. Η δαπάνη της αφηρημένης εργασίας ως ανθρώπινης ενέργειας μπορεί να αποδειχθεί συνεκτική για την κοινωνία μόνο εκ των υστέρων, “πισω από τις πλάτες” των δρώντων υποκειμένων με τον ίδιο τυφλό, αντικειμενοποιημένο και συστημικά συμμορφωμένο τρόπο, γι' αυτό και η κοινωνική συνοχή ποτέ δεν είναι εξασφαλισμένη (ως γνωστόν ο Άνταμ Σμιθ επιδοκίμασε το συγκεκριμένο σημείο με τον κοινό τόπο του «αόρατου χεριού», αγνοώντας τις προφανείς προστριβές της τυφλής δυναμικής που επισείει αυτού του είδους η κοινωνικοποίηση).

    Μέσα στον φετιχισμό της κοινωνικοποίησης των νεκρών πραγμάτων αντί των ζωντανών όντων, ο οποίος αποτελεί κατά γράμμα την ίδια την Φύση του «αυτόματου υποκειμένου», εγκαθίσταται μία σχέση μεταξύ της μορφής και του ουσιώδους περιεχομένου που είναι συγχρόνως πραγματική και πλασματική. Η συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα του μετασχηματισμού των φυσικών στοιχείων παραμένει ακοινώνητη και ιδιαίτερη (ζήτημα που αφορά τον τομέα “οικονομικής των επιχειρήσεων”), και παρότι εξαρχής δεν είναι αυτόνομη, στοχεύει ωστόσο μέσα σ' ένα γενικευμένο περιβάλλον αμοιβαίων σχέσεων καθολικής εξάρτησης. Η αμιγώς δευτερεύουσα κοινωνικοποίηση μέσω της αγοράς επιβάλλει την αναγκαιότητα δύο πραγμάτων: πρώτα, ότι η παραγωγική δραστηριότητα έχει απογυμνωθεί από κάθε συγκεκριμένο χαρκτήρα, δηλαδή ανάγεται αφαιρετικά σε σκέτη «δαπάνη ανθρώπινου μυαλού, νεύρων και μυώνων» (Μαρξ) ώστε να κάνει τις ποιοτικά διαφορετικές δραστηριότητες και τα ετεροειδή προϊόντα ισόμετρα στην μεταξύ τους ανταλλαγή ως εμπορεύματα. Και δεύτερον, η αφαιρετική δαπάνη της ανθρώπινης-κοινωνικής ενέργειας, ανεξάρτητα από το γεγονός πως η πραγματική διαδικασία έχει παρέλθει, εμφανίζεται πλέον (στη συγκεκριμένη ποσοτικοποίηση του αντίστοιχου επιπέδου παραγωγικότητας) να είναι κοινωνική ιδιότητα και ουσία των προϊόντων, όπου με την σειρά της αυτή η ουσία αποκτά την έκφραση της μέσα από το διανεμημένο “καθολικό εμπόρευμα” (χρήμα) με την μορφή χρηματικής τιμής.

   Ωστόσο, δεδομένου ότι τα χρήματα ως κεφάλαιο αναπαριστούν το καθολικό και αυτοαναφορικό στοιχείο στην «αξιοποίηση της αξίας» {"Verwertung des Werts"} που επεκτείνεται (και επομένως αποτελούν και το σημείο αφετηρίας), η συγκεκριμένη δραστηριότητα της ανθρώπινης παραγωγικής σχέσης με τη φύση πραγματοποιείται από την πρώτη στιγμή μονάχα από τη πλευρά της αφαίρεσης (και μόνο ως αυτοσκοπός) η οποία στην κυριολεξία έχει καταστεί πραγματική με την ιδιότητα της αξίας και του χρήματος. Συνεπώς η αντιστροφή του σκοπού με τα μέσα ισοδυναμεί με την αντιστροφή του Συγκεκριμένου με το Αφηρημένο. Πλέον το Συγκεκριμένο (Concretum) δεν είναι παρά μονάχα η έκφραση του Αφηρημένου (Abstractum) αντί να συμβαίνει ταυτολογικά το ανάστροφο. Επομένως, η αποκαλούμενη “συγκεκριμένη εργασία” και το συσχετισμένο μαζί της φάσμα των “αξιών χρήσης” αναπαριστούν όχι την «καλή», και προσανατολισμένη στις ανάγκες πλευρά του Συστήματος, αλλά μόνο τον αμετάβλητα συγκεκριμένο τρόπο εκδήλωσης της αφαίρεσης που έχει γίνει μία πραγματικότητα. Διότι ως συγκεκριμένη η παραγωγική δραστηριότητα εμφανίζεται στην κοινωνία αποκλειστικά σαν «Φορέας» της παρούσας αφαίρεσης. Η “συγκεκριμένη εργασία” δεν δικαιολογεί την χρησιμότητα της επειδή και η ίδια είναι το υποκείμενο στις προσταγές της «αξιοποίησης της αξίας» ("Verwertung des Werts")και γι' αυτό προξενεί ακόμα και ανορθολογικά ή και καταστροφικά αποτελέσματα στη κατηγορία της “αξίας χρήσης”, παρ' όλη την ορθοβουλία των συμμετεχόντων οι οποίοι όμως παραμένουν δέσμιοι στην δομική ισχύ του συστήματος.

   Φυσικά η αξία ως ιδιότητα των προϊόντων τα οποία φέρουν την αφαίρεση της δαπανημένης «Ουσίας της Εργασίας» (Arbeitssubstanz) είναι ψευδαισθητική (Phantasmagorisch). Αυτό συμβαίνει διότι, πρώτον, η παραγωγική δραστηριότητα με την μορφή αφηρημένης δαπάνης της ανθρώπινης ενέργειας δεν μπορεί πραγματικά να αντικαταστήσει την υλική – αισθητή μορφή της «συγκεκριμένης εργασίας». Η εν λόγω διαδικασία πραγματοποιείται μόνο μέσα στην αφαίρεση του κοινωνικού ασυνείδητου σαν ένας αυτονόητος αυτοματισμός, έστω κι αν παίρνει σάρκα και οστά σε κάτι εμπράγματο, το χρήμα. Μέσω των χρημάτων η κοινωνία εκχωρεί στη δική της ασυνείδητη αφαίρεση μια ανεξαρτητοποιημένη και αλλότρια εξουσία. Δεύτερον και με δεδομένο ότι πρόκειται για μία διαδικασία διαβίωσης έμβιων όντων, η παραγωγική δραστηριότητα δεν συγκρατείται ωσάν μια αφηρημένη “sui generis ουσία” η οποία έχει ”αποκρυσταλλωθεί” με σχηματισμένη μορφή επάνω στα προϊόντα. Τα μέλη της κοινωνίας τα οποία είναι απομονωμένα το ένα από το άλλο και τα οποία βρίσκονται εκ των υστέρων υπό την μεσολάβηση των εμπορευματικών προϊόντων, θα πρέπει εκ των πραγμάτων να αναπαραστήσουν παραπλανητικά την εκάστοτε παρελθούσα (δαπανημένη) “εργασία” σαν ιδιότητα αυτών των προϊόντων (και συν τοις άλλοις, εναρμονισμένοι με την συστημική ανάδραση που βιώνουν, θα πρέπει να ξεκινήσουν την εκάστοτε παραγωγική τους δραστηριότητα υπό την επήρεια αυτής της αφαιρετικής και παραπλανητικής αλλά δεδομένης πραγμοποίησης). Κάποιος που κοινωνικοποιείται μέσα στις συνθήκες που ορίζουν οι κατηγορίες του εμπορευματικού συστήματος παραγωγής αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή μονάχα την ψευδαισθητική ιδιότητα της αξίας / τιμής διότι αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή σαν έννοια υλικής ποιότητας. Ωστόσο αυτή η φετιχιστική ψευδαίσθηση δεν είναι ούτε αυθαίρετη, ούτε τυχαία: Η κοινωνικά ισχύουσα και καταβεβλημένη ποσότητα της εργασίας που είναι προσαρμοσμένη στο αντίστοιχο επίπεδο παραγωγικότητας πρέπει στην πραγματικότητα να δαπανηθεί. Το εμπορευματικό σύστημα με δεδομένο ότι παίρνει την μορφή του καπιταλιστικού αυτοσκοπού αποκτά την σταθερότητα και την ικανότητα της αναπαραγωγής του μονάχα μέσα από την κοινωνικά παραπλανητική και αναφορική σχέση προς το παρελθόν, των υφιστάμενων (με συγκεκριμένη / αισθητή μορφή) ξοδεμένων ποσοτήτων εργασίας.

   Η Μαρξική ανάλυση της διαπεραστικής καπιταλιστικής δομής μαζί με τον εμπεριεχόμενο φετιχισμό αποκαλύπτει τον αρνητικό χαρακτήρα της Ουσίας της Εργασίας και της Μορφής της Αξίας της η οποία έχει αγνοηθεί επαίσχυντα από το Μαρξιστικό – Εργατικό κίνημα ενώ απορρίφθηκε από τις επίσημες οικονομικές επιστήμες με τον χαρακτηρισμό της «φιλοσοφικής ανοησίας». Στην γραμμή άμυνας της απέναντι στην Μαρξική θεωρία η ακαδημαϊκή επιστήμη αναθεμάτισε ακόμα και τη θεωρία των κλασσικών αστών οικονομολόγων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι το δαπανηθέν ποσό εργασίας είναι το περιεχόμενο της οικονομικής αξίας. Η κυρίαρχη συνείδηση διατήρησε μόνο την δεοντολογικά καταπιεστική σημασία και την καταναγκαστική ηθική της εργασίας με το θετικό πρόσημο του όρου κι έτσι προστάτευσε με την άγνοια της την ανακάλυψη της δική της ανορθολογικής ιδιοσυστασίας (καταστατικής δραστηριότητας) η οποία υπονοείται στον Μαρξικό όρο του φετιχισμού. Τα οικονομικά έγιναν η επιφανειακή Θεωρία της Οριακής Χρησιμότητας ή η Υποκειμενική Θεωρία της Αξίας. Η τελευταία, που θεωρείται σήμερα το θεμέλιο στην επικρατούσα τάση των σύγχρονων οικονομικών αναλύσεων, απλουστεύει τελείως τον όρο της αξίας στην εμφάνιση της Τιμής των προϊόντων. Η Τιμή, δηλαδή, περιστέλλεται στην καθαρά υποκειμενική χρησιμότητα των υπολογισμών που γίνονται από τους παίκτες της αγοράς (των οποίων η ύπαρξη και η θέσπιση προσλαμβάνεται απριόρι). Αυτή η νεοκλασική θεωρία όχι μόνο δεν έχει την πρόθεση αλλά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να επεξηγήσει τίποτα, αντ' αυτού προσομοιάζει τους λογιστικούς υπολογισμούς των υποκειμένων της αγοράς με την απεικόνιση της συστημικής μαθηματικοποίησης τους. Στις κοινωνικές επιστήμες, τα Μαθηματικά εμφανίζονται πάντοτε στο προσκήνιο όταν οι προϋποθέσεις της κριτικής έχουν εμφανώς χαθεί και τότε πρέπει να καταστήσουν την περιγραφή των κοινωνικών συνθηκών, η οποία στερείται μια επαρκή θεωρητική εξήγηση, και πάλι διαχειρίσιμη.

   Ότι η Τιμή δεν έχει καμία σχέση με το αντικειμενικό περιεχόμενο της αξίας, αλλά προκύπτει από τους υποκειμενικούς λογιστικούς υπολογισμούς της χρησιμότητας, ευσταθεί σαν αξίωμα μόνο σε ακραίες καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στις απόλυτα δεδομένες κοινωνικές σχέσεις: Αυτό υποδεικνύει και το περίφημο παράδειγμα με «το ποτήρι του νερού στην έρημο» του οποίου η οριακή χρήση τείνει προς το άπειρο. Τα παραδείγματα αυτού του είδους στερούνται σοβαρότητας δεδομένου ότι δεν αποτελούν μέρος της συνηθισμένης λειτουργίας των κοινωνικό-οικονομικών δράσεων και επομένως εκπίπτουν από τον τομέα της Οικονομίας. Μέσα στις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες του συστήματος της εμπορευματικής παραγωγής η επεξηγηματική ισχύς των λογιστικών υπολογισμών για τις αξίες χρήσης στη βάση της Οριακής Χρησιμότητας είναι πρακτικά μηδενική. Οι συμμετέχοντες στην αγορά προφανώς και ζυγίζουν την υποκειμενική χρησιμότητα των προϊόντων τους έναντι της αντίστοιχης χρηματικής τιμής που πρέπει να καταβάλλουν οι αγοραστές. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πράττουν ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες αλλά ότι το πράττουν κάτω από αντικειμενοποιημένους όρους οι οποίοι τους επιβάλλονται και επιδρούν απριόρι στους υπολογισμούς τους κατά τρόπο ασυνείδητο. Η Υποκειμενική Θεωρία της Αξίας ή καλύτερα θεωρία της Τιμής συγχέει την αιτία και το αποτέλεσμα. Κανονικά ένα ορισμένο αγαθό είναι διαθέσιμο σε μεγάλη κλίμακα επειδή η αντίστοιχη παραγωγικότητα έχει αυξηθεί ελαττώνοντας έτσι και την ποσότητα εργασίας που έχει δαπανηθεί ανά μονάδα προϊόντος. Επομένως η αντικειμενική αξία για κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα λιγοστεύει μέσω της μείωσης της Εργασιακής Ουσίας τού (Arbeitssubstanz). Ο υποκειμενικός υπολογισμός, λοιπόν, της χρησιμότητας ακολουθεί στη καλύτερη των περιπτώσεων μόνο την εξέλιξη της κοινωνικής παραγωγικότητας σε συσχετισμό με την δαπανηθείσα εργασία.

   Η επίγνωση της μεγαλύτερης ή της μικρότερης χρησιμότητας με κριτήριο τις ανθρώπινες ανάγκες ουδόλως ρυθμίζει την παραγωγή των αγαθών. Επί παραδείγματι ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μία μεγάλη μάζα άνεργων και δικαιούχων της κοινωνικής πρόνοιας, ανθρώπων δηλαδή που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ορισμένα επιθυμητά και απαραίτητα αγαθά. Μια αύξηση στον υποκειμενικό υπολογισμό αυτών των αγαθών σε καμία περίπτωση δεν αυξάνει και τις τιμές τους ως εμπορεύματα. Αντιθέτως είναι πιθανότερη η πτώση των τιμών επειδή μειώθηκε η ζήτηση των εμπορευμάτων σαν αποτέλεσμα της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών παρά την αυξημένη γι' αυτά κοινωνική ανάγκη. Είναι απροκάλυπτος κυνισμός να αποδίδεται αυτή η πτώση των τιμών (όπως ένα αποπληθωριστικό κύμα, φερ' ειπείν) στην έκπτωση της οριακής χρησιμότητας των αγαθών εξαιτίας του κορεσμού στην κάλυψη των ανάλογων αναγκών. Αντίθετα η έλλειψη της ζήτησης δεν θα οδηγήσει σε κάποια αυθαίρετη μείωση των τιμών η οποία θα βρίσκεται κάτω από το επίπεδο παραγωγικότητας της αντικειμενοποιημένης Ουσίας της Εργασίας αλλά θα επισπεύσει την διακοπή της λειτουργίας αυτής της παραγωγής ακόμα κι αν αυτή εξυπηρετεί ζωτικές ανάγκες ή παρέχει μία πλούσια σε δυνατότητες παραγωγική δραστηριότητα.

   Η θεωρητική σχολή της Οριακής Χρησιμότητας ή της Υποκειμενικής Θεωρίας της Αξίας, συμπεριλαμβανομένων και των διάφορων παραλλαγών της μέσα στον 20ο αιώνα, αγνοεί πλήρως ότι η κοινωνική τάξη πραγμάτων της οικονομίας της αγοράς δεν καθορίζεται από τα υποκείμενα της κυκλοφορίας αυτής της αγοράς αλλά από τον ανορθολογικό αυτοσκοπό της ίδιας της παραγωγής της. Η καπιταλιστική αντιστροφή των μέσων με τον σκοπό, που ο Μαρξ ανέλυσε, εξαναγκάζει κατ’ αρχάς τους ανθρώπους να μην μπορούν με κανένα τρόπο να εμφανιστούν από την πλευρά της ζήτησης μέσα στις εμπορευματικές αγορές εάν δεν έχουν προηγουμένως πουλήσει το ίδιο τους το τομάρι στην αγορά εργασίας εν ονόματι του συστημικού αυτοσκοπού. Δευτερευόντως και κατά συνέπεια των προηγουμένων, η αγορά εμπορευμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί με καμία έννοια ο τόπος των προϋπολογισμών της αξίας-χρήσης/χρησιμότητας όπου συγκεντρώνονται τα ανεξάρτητα υποκείμενα της παραγωγής. Απεναντίας, η αγορά που εμφανίζεται ως τόπος της «ελεύθερης» αγοραπωλησίας, δεν αναπαριστά κάτι άλλο εκτός από την σφαίρα της «πραγμάτωσης της υπέραξίας», δηλαδή της μετατροπής της δαπανηθείσας εργασιακής ποσότητας στην τελική μορφή που είναι αυτή του χρηματικού κεφαλαίου. Η εμπορευματική αγορά είναι μέχρι τώρα το πεδίο διέλευσης του αδιάκοπου και ακατάβλητου καπιταλιστικού αυτοσκοπού και απέχει πάρα πολύ από το να αποτελεί το άθροισμα των υποκειμενικών εκτιμήσεων για την χρησιμότητα των προϊόντων. Σε αυτή την περίπτωση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι υπολογισμοί της χρησιμότητας μπορούν να κινηθούν μόνο μέσα στα προκαθορισμένα πλαίσια των κεφαλαιοκρατικών νόμων του συστήματος. Η έννοια της χρησιμότητας προκαθορίζεται από αυτούς και όχι από την λογική της ευημερίας και της ικανοποίησης των αναγκών σε όσους συμμετέχουν  στις αγορές.



Η Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους και ο Νόμος της κατάρρευσης του Κεφαλαίου.

Και το τέλος του Καπιταλισμού;
Βλέπεις; Είχα δίκιο!

   Είναι προφανές αυτό που ωθεί τους ιδεολόγους των Οικονομικών Επιστημών στην άρνηση της αντικειμενικής ουσίας της εργασίας: το πρόβλημα της ουσίας πρέπει να εξοβελιστεί διότι ο καπιταλισμός έχει την εγγενή τάση να καθιστά αυτή την ουσία περιττή και παρωχημένη με αποτέλεσμα να καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό. Από την σκοπιά της αντίληψης που είναι μονάχα ικανή να σκέφτεται εντός των αστικών κατηγορικών τύπων (κυκλοφορίας, ανταλλαγής εμπορευμάτων, και των συσχετιστικών παραγώγων τους) η καθαρή μορφή (ουσία) παραμένει και πρέπει να διαιωνίζεται μέσα σε οποιεσδήποτε ψευδό-χειραφεσιακές αυταπάτες. Το ουσιαστικό της περιεχόμενο είναι ιδεολογικά συγκαλυμμένο προκειμένου να αποφευχθεί η επίγνωση των καταστροφικών του δυνάμεων που υπαγορεύονται από το εμπράγματο τέλος της, και κατά συνέπεια της αναπότρεπτης απαξίωσης που αυτό προκαλεί στην ανταλλαγή προϊόντων και στις ενσυνείδητες μορφές της.

   Η συστημική αυτοαντίφαση κατά την οποία ο καπιταλισμός καταστρέφει το δική του φετιχιστική Ουσία (περιεχόμενο) στοιχειοθετείται με ακρίβεια στον περίφημο μηχανισμό του Ανταγωνισμού που κινεί την καπιταλιστική δυναμική. Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαχωρισμένων οικονομικών επιχειρήσεων που επιφέρει η μεσολάβηση των ανώνυμων αγορών τις καθυποτάσσει στη διαρκή μεγέθυνση της παραγωγικότητας η οποία με την σειρά της, μπορεί μονάχα να επιτευχθεί με την υποκατάσταση, σε βάθος χρόνου, της ανθρώπινης εργασίας από τα   «τεχνολογικά-επιστημονικά μέσα» (Μαρξ). Αυτό σημαίνει πως κάθε εμπόρευμα ως μονάδα χάνει διαρκώς αξία γιατί του αναλογεί ολοένα και λιγότερη εμπεριεχόμενη «Ουσία της Εργασίας». Κατά συνέπεια είναι δυνατή η προβολή ενός τερματικού σημείου μετά το οποίο ολόκληρη η υπόσταση της εργασίας με την κοινωνική της μορφή μειώνεται στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα, σε τέτοιο βαθμό που η πλασματική αξία/ιδιότητα ως χαρακτηριστικό των προϊόντων εκπίπτει διότι είναι οργανωμένη επάνω σε αυτό τον ανορθολογισμό.

   Στο παρελθόν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορούσε μόνο να αναπαράγει τον εαυτό του μέσα από την σταθερή του επέκταση και με αυτή επέλυε προσωρινά την βάσιμη αντίφαση του. Όσο λιγότερη ήταν η αξία, (ήτοι η Ουσία της Εργασίας που την επιτελεί), που αντιστοιχούσε σε κάθε προϊόν ανά μονάδα, τόσο περισσότερα προϊόντα έπρεπε να παραχθούν και να πουληθούν. Εφ' όσον η ποσότητα των παραγόμενων εμπορευμάτων επεκτεινόταν ταχύτερα από την συρρίκνωση της εργασίας ή της εμπεριεχόμενης αξίας ανά προϊόν τότε και η κατάρρευση του συστήματος αναβαλλόταν. Συνεπώς, ήταν απαραίτητο να “βομβαρδίζεις” τον κόσμο με κάθε είδους εμπόρευμα και να προδιαθέτεις τους ανθρώπους να οργανώνουν τις ζωές τους με βάση την συνθήκη της αδιάκοπης παραγωγής τους και της αντίστοιχης σταθερής αύξησης της κατανάλωσης τους. Ωστόσο η καπιταλιστική ανάπτυξη ποτέ δεν ήταν ομαλή. Απεναντίας, μέσα στον ιστορικό ορίζοντα της κατίσχυσης της, η επεκτατική της εξέλιξη αντιμετώπισε πολύ σοβαρές διακοπές αλλά κάθε φορά ήταν σε θέση να επανεκκινεί και πάλι την διαδικασία της.

   Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο ο διάσημος Μαρξικός «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» εντοπίζεται. Το ποσοστό του κέρδους είναι ο λόγος του επιχειρηματικού κέρδους στο σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους. Στο τέλος ενός κύκλου εργασιών μίας επιχείρησης όλα τα προκατεβεβλημένα στοιχεία κόστους πρέπει να καλυφθούν καθώς επίσης πρέπει να έχει επιτευχθεί κι ένα πλεόνασμα (υπεραξία). Το σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους αποτελείται από δύο διαφορετικά μέρη: την δαπάνη του «Σταθερού Κεφαλαίου» (κτίρια, μηχανές, και ό,τι αντιστοιχεί σε μέσα παραγωγής) και τη δαπάνη του μεταβλητού κεφαλαίου (μισθοί). Δεδομένου λοιπόν ότι η αξία από το μέρος του «Σταθερού Κεφαλαίου» που το αποτελούν μονάχα νεκρά υλικά αναπαράγεται αμετάβλητη στην διαδικασία της παραγωγής των προϊόντων (εκπεφρασμένη από τη φετιχιστική πλάνη του όρου της ουσίας, ας πούμε πως η αξία παράγεται από τη «κοπιώδη» φθορά των μηχανημάτων που «δοκιμάζονται» στην παραγωγή), το πλεόνασμα της υπεραξίας πηγάζει μόνο από το μερίδιο της έμβιας εργασίας η οποία δημιουργεί την επιπρόσθετη ουσία της αξίας πέρα από τις προϋποθέσεις της δικής της αναπαραγωγής και με αυτόν το τρόπο τροφοδοτεί τον αυτόματο κοινωνικό μηχανισμό.

   Καθώς όμως η ουσία της αξίας ενός προϊόντος ανά μονάδα μειώνεται εξαιτίας της αντικατάστασης του εργατικού δυναμικού με τεχνο-επιστημονικές μονάδες, εύλογα το αντίστοιχο ποσοστό κέρδους του εκάστοτε χρηματικού κεφαλαίου εκπίπτει από ένα συγκεκριμένο μέγεθος με την ίδια ακριβώς διαδικασία. Το μερίδιο κεφαλαίου των νεκρών συστατικών από το σύνολο του προκαταβεβλημένου κόστους που απλά αναπαράγεται και δεν προκαλεί κάποια επιπλέον υπεραξία δηλαδή Ουσία της Αξίας (Wertsubstanz) μεγαλώνει σταθερά. Το μερίδιο κεφαλαίου που δαπανιέται για την “έμβια εργασία” (μισθοί) και το οποίο είναι η μοναδική πηγή της υπεραξίας/αξίας ως ουσίας λιγοστεύει αντιστοίχως. Οπότε κι ο λόγος του κέρδους προς το συνολικό κεφάλαιο καταβολής κόστους αναγκαστικά πρέπει να είναι πάντα μικρότερος. Με άλλα λόγια για να εξασφαλιστεί το ίδιο κέρδος σε αριθμούς απαιτείται πάντα μια μεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαίου από τα προκαταβεβλημένα στοιχεία κόστους.

   Ωστόσο όπως υποδηλώνει ο όρος, η «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» είναι μόνο ένα σχετικό μέγεθος και γι' αυτό σε καμία περίπτωση (όπως πολύ συχνά θεωρείται εσφαλμένα ως επιχείρημα) δεν συνιστά το απόλυτο όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι απλώς ο τρόπος με τον οποίο η καπιταλιστική αυτοαντίφαση εκφράζεται στην αντισταθμιζόμενη επεκτατική της κίνηση. Εφόσον η ελάττωση της ουσίας της αξίας ανά μονάδα προϊόντος ισοσκελίζεται και ξεπερνιέται με την ταχύτερη παραγωγή επιπρόσθετων εμπορευμάτων τότε εξακολουθεί να “παράγεται” και περισσότερη Ουσία της Αξίας (Wertsubstanz) από αυτή που παράχθηκε στο παρελθόν, κι έτσι η μάζα των κερδών μεγαλώνει. Κατά τον ίδιο βαθμό η πτώση του ποσοστού κέρδους ισοσταθμίζεται και υπερκαλύπτεται με την επένδυση περισσότερων χρηματικών κεφαλαίων σε τέτοια έκταση που το επαυξημένο αυτό κεφάλαιο αποδίδει σωρεία κερδών. Το (σχετικό) ποσοστό κέρδους μπορεί λοιπόν να πέσει, ενώ η (απόλυτη) μάζα τού κέρδους μπορεί ωστόσο να αυξηθεί.

   Αυτός ο καθαρά σχετικός χαρακτήρας της πτώσης του ποσοστού κέρδους εμφανίζεται στις «Αντίρροπες τάσεις» που ο ίδιος Μαρξ επεσήμανε, με τον ευτελισμό της αξίας του αποκαλούμενου «Σταθερού Κεφαλαίου» (δηλαδή του «νεκρού» κεφαλαίου με τη μορφή των μέσων παραγωγής) να είναι η πιο σημαντική. Εάν η αύξηση της παραγωγικότητας στην παραγωγή των μέσων παραγωγής (παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών) υπερβαίνει την αύξηση της (γενικής) παραγωγικότητας στο σύνολό της, τότε και τα κεφαλαιουχικά προϊόντα θα φθηνύνουν ταχύτερα από την μείωση της αναλογίας του εργατικού δυναμικού που απασχολήθηκε για κάθε ποσό κεφαλαίου. Ακολούθως η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορεί να σταματήσει ή ακόμα και να αναστραφεί σε αύξηση του ποσοστού έστω κι αν η αναλογία της «υλικοτεχνικής μάζας» του “νεκρού” κεφαλαιουχικού εξοπλισμού συνεχίζει να αυξάνεται ως προς το επικερδώς καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Εφόσον όμως οι καπιταλιστικές κατηγορίες αναφέρονται αποκλειστικά στην πραγματική αφαίρεση της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz) αυτό που έχει μόνο σημασία είναι τα σχετικά μεγέθη τους. Επομένως όταν φτηναίνουν γρήγορα τα κεφαλαιουχικά προϊόντα του Σταθερού Κεφαλαίου τότε μπορεί να διακοπεί η πτώση στο ποσοστό κέρδους, ωστόσο την ίδια στιγμή αυτή η απόσβεση είναι μέρος της μείωσης της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz) ανά μονάδα προϊόντος διότι αυτή η μείωση ισχύει τόσο για τη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών όσο και για τη παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών (μέσων παραγωγής).

   Αυτό που συμβαίνει στις Κρίσεις δεν είναι κατά κύριο λόγο μια εντεινόμενη πτώση του ποσοστού κέρδους αλλά πρώτα και κύρια μία πτώση στην απόλυτη μάζα του κέρδους που σημαίνει ότι η αντισταθμιζόμενη επεκτατική κίνηση άρα και η παραγωγική διαδικασία διακόπτεται σε μία μεγάλη κοινωνική κλίμακα. Η σχετική διάσταση των κρίσεων αυτών χαρακτηρίζεται από την χρονικά περιορισμένη εκδήλωση τους και τον συσχετισμό τους με κάποιον συγκεκριμένο σχηματισμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακόμα δεν έχει προσεγγίσει το τελικό του στάδιο. Ο Μαρξ προείδε την αφηρημένη δυνατότητα (και στο σύγγραμμα των Grundrisse το εύλογο καταληκτικό της σημείο) του αδιέξοδου σχηματισμού, εντός του οποίου η αντισταθμιζόμενη επεκτατική κίνηση δεν μπορεί να επανεκκινήσει την διαδικασία της καθώς η απόλυτη μάζα του κέρδους υποχωρεί χωρίς όριο και η πλειονότητα των ανθρώπων «τίθενται εκτός της πορείας της». Αυτό συμβαίνει διότι σε ένα ορισμένο στάδιο του επιστημονικού εκσυγχρονισμού της παραγωγής που περιλαμβάνει την υποκατάσταση του εργατικού δυναμικού με τεχνητές μονάδες η υποκείμενη παραγωγή της αξίας παύει πλέον να είναι δυνατή σε μία σημαντικά εκτεταμένη κοινωνική κλίμακα.

   Στο σημείο αυτό η εξασθένηση της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz) μετασχηματίζεται από σχετική (πτώση στο ποσοστό του κέρδους) σε απόλυτη (πτώση του συνόλου των κερδών) κατάσταση χωρίς δυνατότητα κοινωνικής αναστροφής διότι γίνεται πλέον αισθητή με την μαζική διακοπή σε εκτεταμένους τομείς της παραγωγικής διαδικασίας και με την μόνιμη και σε τεράστια κλίμακα ανεργία. Κάτω από την διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων που έχουν τέτοιες μορφές όπως αυτές της γενικής ανταλλαγής εμπορευμάτων, της αγοράς εργασίας και της βιοπάλης «του να κερδίζεις τα προς το ζην, βγάζοντας χρήματα» προκύπτει η παράδοξη συνθήκη της φτωχοποίησης της ίδιας της κοινωνίας παρά το γεγονός ότι όλοι οι υλικοί συντελεστές που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή του πλούτου είναι διαθέσιμοι σε υπέρ-άφθονες (überreichlichen) αναλογίες.

    Ακριβώς μέσα σε αυτό τον εξωφρενισμό μας οδηγεί σήμερα με γιγάντια βήματα η τρίτη βιομηχανική Επανάσταση της μικροηλεκτρονικής. Αυτό που ο Μαρξ είχε συλλάβει μόνο ως μία αφηρημένη και εξ’ αποστάσεως πεπερασμένη λογική ή «λογική του τέλους» (Endlogik) εμφανίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα με τη μορφή νέων δυνατοτήτων, μέσα από τον εξορθολογισμό και την αυτοματοποίηση, οι οποίες ξεκινούν τώρα την εφαρμογή τους μετά από μια μακρά περίοδο διαμόρφωσης (οι πρώτες συζητήσεις για το θέμα αυτό πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία του 1950 και του '60) αν και δεν είναι ακόμα πλήρως εκμεταλλεύσιμες. Η μαζικά εξελισσόμενη δομική ανεργία (και άλλα συναφή φαινόμενα όπως η συμπίεση των μισθών, η συρρίκνωση της κοινωνικής πρόνοιας, οι άστεγοι, οι παραγκουπόλεις και άλλες μορφές φτώχειας) δείχνει ότι η ιστορική κίνηση της αντισταθμιζόμενης επέκτασης του Κεφαλαίου έχει περιέλθει σε τέλμα.

   Εάν αυτό το τέλμα εμφανίζεται αρχικά ως αδράνεια μόνο στα πλαίσια του κοινωνικού γίγνεσθαι και όχι σαν καθίζηση της μάζας του κέρδους έτσι ώστε η ψευδαίσθηση της συσσώρευσης του Κεφαλαίου να είναι εφικτή χωρίς την συνδρομή της αντίστοιχης Ουσίας της Εργασίας (Arbeitssubstanz), αυτό συμβαίνει για έναν απλούστατο λόγο. Η διευρυνόμενη αναπαραγωγή στη πραγματική οικονομία, δηλαδή η παραγωγή και πώληση εμπορευμάτων με βάση την δαπάνη της ισχύουσας κοινωνικά (επ’ αμοιβή) εργασίας, μπορεί πλέον να προσομοιωθεί από το πιστωτικό σύστημα και την αποσύνδεση των κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών αγορών για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η πίστωση (ήτοι η μάζα των αποταμιεύσεων της κοινωνίας που συλλέγεται από το τραπεζικό σύστημα και δανείζεται για τους σκοπούς της παραγωγής ή της κατανάλωσης με αντάλλαγμα την πληρωμή τόκων) είναι ένα φυσιολογικό καπιταλιστικό φαινόμενο που όμως  απέκτησε βαρύνουσα σημασία καθώς επιταχυνόταν η καπιταλιστική επεκτατική ανάπτυξη. Η πίστωση προϋποθέτει την χρήση των μελλοντικών χρηματικών εσόδων (άρα και της μελλοντικής απασχόλησης του εργατικού δυναμικού όπως και της μελλοντικής δημιουργίας της Ουσίας της Αξίας (Wertsubstanz)) προκειμένου να διατηρήσει την παρούσα λειτουργία. Η εξάπλωση των πιστώσεων από τις απαρχές του 20ου αιώνα. καθώς επίσης και η «απο-τεκμηρίωση» (Entsubstantialisierung) του χρήματος μέσω της αποσύνδεσης του με την υλική υπόσταση της αξίας του, όταν και εγκαταλείφθηκε ο συναλλαγματικός κανόνας του Χρυσού, επεσήμαναν το συμφυές φράγμα στη διαδικασία της αξιοποίησης του Κεφαλαίου.

   Η αντισταθμιζόμενη επέκταση και κατά συνέπεια η σταθερή αύξηση της μάζας των κερδών παράλληλα με τη πτώση του ποσοστού κέρδους θα μπορούσε ωστόσο να συνεχιστεί εφ’ όσον οι μελλοντικές χρηματικές εισπράξεις λαμβάνονταν με βάση τη πραγματική ουσία της αξίας (συμπεριλαμβανομένων και των πληρωμών των τόκων). Όμως αυτό δεν είναι μόνο αδύνατο να επιτευχθεί αλλά συνεχώς αναιρείται από την Τρίτη βιομηχανική επανάσταση που υποκινεί την καταφυγή στην πίστωση καθιστώντας την όλο και πιο σύνηθες και ισχυρό φαινόμενο. Κατά συνέπεια η συντριβή μίας γενικευμένης χρηματοοικονομικής κρίσης θα συμβεί απότομα και επιβλητικά όταν η πραγματική Ουσία της Αξίας (Wertsubstanz) δεν θα μπορεί να ανατροφοδοτηθεί. Η πιστωτική χρηματοδότηση της δημόσιας κατανάλωσης και των κρατικών δαπανών με τη μορφή δημοσιονομικού χρέους έχει ήδη προσεγγίσει σε παγκόσμια κλίμακα το όριο της προσομοιωμένης αναπαραγωγής. Εξάλλου η επιχορήγηση της ιδιωτικής μαζικής κατανάλωσης μέσω των τραπεζικών πιστώσεων και η λεηλασία των αποταμιεύσεων, των κληρονομιών κ. λπ. για καταναλωτικούς σκοπούς όπως επίσης και η μείωση των αφανών αποθεματικών στις εταιρείες, η αμετάβλητη καθίζηση στα μερίδια των ιδίων κεφαλαίων τους, αλλά πάνω απ' όλα η δημιουργία του «πλασματικού κεφαλαίου» με τη πρωτοφανής απογείωση στις τιμές των μετοχών τους (σε σχέση με την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας) δείχνουν πως η διαιώνιση της προσομοίωσης της καπιταλιστικής επέκτασης πλησιάζει τα όρια της.

    Η τραγελαφική αυταπάτη με τη μορφή μίας ατέρμονης διαδικασίας άνευ ουσιαστικού περιεχομένου που εμφανίζεται στην εποχή μας ως «καπιταλισμός καζίνο» ή και ως «Διαβίωση με βερεσέδες» θα μπορούσε να λάβει μια επίφαση σταθερότητας επειδή η κατάρρευση της αποσυνδεδεμένης και χωρίς περιεχόμενο χρηματοοικονομικής υπερδομής πραγματοποιείται ύστερα από μία ορισμένη χρονική περίοδο ανέλιξης της. Οι προθεσμίες στις εξοφλήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος κυμαίνονται από μία ημέρα μέχρι και κάμποσα χρόνια ή δεκαετίες κι εκτός αυτού τα χρέη μπορούν επίσης να διακανονιστούν προσωρινά. Και η φούσκα της φαινομενικά απεριόριστης διόγκωσης των χρηματιστηριακών αξιών χρειάζεται μία εξωτερική αφορμή για να πυροδοτήσει την αναπόφευκτη κατάρρευση της. Στο μέτρο που πραγματοποιείται η επικείμενη «υποτίμηση της αξίας» και αποκαλύπτεται ο φετιχιστικός αυτοσκοπός ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η Ιστορία καθιστά ολοφάνερη την αμοιβαία γελοιότητα της τρέχουσας θεωρητικής σκέψης και της παρούσας κοινής λογικής που στηρίζουν τις «σχετικές» κατηγορικές μορφές με σημείο αναφοράς την καθολικότητα της ανταλλαγής εμπορευμάτων.



Ουτοπία και Συγκεντρωτικά σχεδιασμένη Οικονομία.

Επιτέλους, καιρός να τελειώνουμε με τους φετιχισμούς!

   Δεν είναι τυχαίο ότι το θετικιστικό και ιστορικό, εργατικό κίνημα δεν αποσκοπούσε να απελευθερώσει τη παραγωγή του υλικού πλούτου από τον περιορισμό και τις ανορθολογικές συνέπειες της «Εργασίας» και την Αξίας μορφής της. Απεναντίας εκείνο που προσδοκούσε ήταν η δήθεν απελευθέρωση της φετιχιστικής ουσίας («απελευθέρωση της εργασίας») και το «δίκαιο μερίδιο» στα κέρδη από την ανορθολογική ανάλωση της ανθρώπινης ενέργειας. Κι έτσι το μεγάλο αυτό κοινωνικό κίνημα έγινε το ίδιο ακούσια, ο υποκινητής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής παλεύοντας για τη προώθηση και την γενίκευση τον μέχρι τότε υπανάπτυκτων σχέσεων του κεφαλαίου έναντι της αντίστασης των στενόμυαλων αντιπροσώπων του. Η Μαρξιστική «Ταξική Πάλη» αποδείχτηκε ότι είναι μία πανταχού παρούσα μορφή της ίδιας της κίνησης του καπιταλισμού κι όχι το υπερβατικό κίνημα της κατάργησης του (Aufhebung) όπως πίστευε ο Μαρξ.

   Το εργατικό κίνημα έγινε το υποκείμενο και συγχρόνως ο ιδιώτης του μοντέρνου εμπορευματικού, φετιχιστικού συστήματος. Μαζί με την αφηρημένη Ουσία της Εργασίας και την γενικευμένη Αξία ως μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής κατέστησε θετικές και όλες τις δομικές κατηγορίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, τις νοσφίστηκε και τις μεταλαμπάδευσε στην οντολογία των συνθηκών της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά τον ίδιο τρόπο με την αγορά εργασίας, τη μισθωτή εργασία και την ανταλλαγή εμπορεύματων και οι άλλοι αστικοί θεσμοί, δηλαδή ο Κρατικός Μηχανισμός (η αφηρημένη διεύθυνση των ανθρώπων), το Έθνος και η Οικονομία, η Διοίκηση Επιχειρήσεων και οι Υπηρεσίες Πληροφοριών, οι δεσμοί αίματος της “πυρηνικής οικογένειας” και η ιδεολογική επέλαση της χρήσης των αυτοκινήτων (Automobilisierung) κ.λπ. υιοθετήθηκαν υπό την αιγίδα του “σοσιαλιστικού” προσήμου. Προσωπικότητες όπως ο Μπλερ, ο Σρέντερ, ο Βόλφγκανγκ Κλέμεντ, ή εκείνοι που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της γης, ο Γκορμπατσόφ, ο Γιέλτσιν και οι συν αυτοίς δεν εκπροσωπούν κάτι άλλο από το τελικό στάδιο αυτής της ιστορικής παρερμηνείας. Από αυτή την συστημικά εμφωλεύουσα θέαση η έννοια της κρίσης δεν μπορούσε να επεκταθεί θεωρητικά στην απόλυτη και χωρίς ελπίδα παρακμή της Αξίας και της ουσιαστικής παραγωγής της ειδάλλως ολόκληρη η κατασκευή της θετικιστικής αυτό-επεξήγησης (Selbstverständnisses) θα ήταν άνευ αντικειμένου. Η εργατική / κινηματική ιδεολογία ήταν μάλιστα και αφελώς ασιόδοξη όσον αφορά τη διαιώνιση της Εργασίας ως ουσίας (Arbeitssubstanz) θεωρώντας ότι αυτή θα μεταφέρει τον σοσιαλισμό στο απώτερο μέλλον.

   Αναπόφευκτα αυτή η κοντόφθαλμη αντίληψη για τον καπιταλισμό επηρέασε τις διακηρύξεις για μία μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Ο ίδιος ο Μαρξ ελάχιστες φορές είχε διακρίνει στις θέσεις του ότι μαζί με την κατάλυση του κοινωνικού φετιχισμού της Εργασίας ως Ουσίας (Arbeitssubstanz) θα πρέπει να εξαφανισθεί και η μορφή της αξίας. Πέραν αυτού εκείνος εμμένει σχεδόν σε ολόκληρο το έργο του σε μία υποστασιακή οντολογία της «Εργασίας» ιδιαίτερα σε ότι αφορά το σοσιαλισμό. Η κατάργηση της φετιχιστικής μορφής παραμένει αρκετά σκοτεινή, αόριστα εκπεφρασμένη στην ιδέα της «Ένωσης των ελευθέρων ανθρώπων». Το εργατικό κίνημα τελικά εγκατέλειψε τελείως αυτή την ιδέα και υπαναχώρησε σε μία ασυνείδητη κοινωνική μορφή παίρνοντας το ρόλο του εκσυγχρονιστικού λειτουργού. Ο σοσιαλισμός περιορίστηκε στην ιδέα της κρατικά προγραμματισμένης και κοινωνικά ποσοτικοποιημένης Εργασίας. Έτσι ο υποτιθέμενος και «εκ των προτέρων» κοινωνικός σχεδιασμός αφορούσε παράδοξα την Κατηγορία/Φετίχ μίας «εκ των υστέρων» κοινωνικής διαδικασίας. Ήταν γι' αύτον ακριβώς το λόγο που μια σύγχρονη κρατική γραφειοκρατία έπρεπε να εκτελέσει τον προγραμματισμό της παραγωγής. Αλλά στη Μαρξική θεωρία ο Κρατικός μηχανισμός θεωρείται εξ' ορισμού μία διακριτή οντότητα από την κοινωνία και επομένως μπορεί να λειτουργήσει μόνο σαν εξωγενές όργανο διοίκησης των ανθρώπων εν ονόματι του προϋποτιθέμενου καπιταλιστικού αυτοσκοπού και όχι σαν θεσμός μίας συνειδητής κοινωνικής οργάνωσης.

   Υπό την έννοια αυτή το προγραμματικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού της Δυτικής Σοσιαλδημοκρατίας καθώς επίσης και η εφαρμοσμένη πρακτική των Ανατολικών σοσιαλιστικών κρατών ήταν δύο κακέκτυπες «Εργατικές Ουτοπίες», ήταν δηλαδή τα παράδοξα φαινόμενα ενός «Τόπου χωρίς τόπο», που απέρρεαν από την παράδοξη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Σε αυτόν τον «Τόπο του μη τόπου» θεωρήθηκε ότι ο ακατάργητος φετιχισμός της Ουσίας της Εργασίας ως αυτοσκοπού και η Μορφή της Αξίας τής θα γεννούσαν όχι μόνο την απαλλαγή από τους παράλογους καπιταλιστικούς περιορισμούς της παραγωγής του πλούτου αλλά θα επέφεραν επίσης ένα είδος παραδείσου σαν τελική συνθήκη της ιστορίας. Η μεταφυσική εξιδανίκευση του σκοπού προέκυψε ως ανάγκη από την ιδέα της αυταπάτης η οποία συγκλόνιζε το θυμικό αυτού του παραπλανητικού και ουτοπικού κόσμου της εργασίας. Στο μέτρο που επιχειρήθηκε η δοκιμή της «πραγμάτωσης» αυτού του «Τόπου χωρίς τόπο», έπρεπε είτε να λάβει τις μορφές της κρατικής τρομοκρατίας και στο τέλος να αποτύχει, είτε να οδηγηθεί άμεσα (όπως στη περίπτωση της δυτικής Σοσιαλδημοκρατίας) στην ενσωμάτωση στο υπαρκτό καπιταλιστικό κράτος και στο διοικητικό του μηχανισμό.

   Συγκεκριμένα οι φαινομενικά πιο ριζοσπαστικές ιδέες της ιστορίας παγιδεύτηκαν μέσα στις εμφανίσεις της καπιταλιστικής επιφάνειας και γι' αυτό έπρεπε να απολυτοποιήσουν τις υποκείμενες κατηγορίες της σχηματίζοντας έναν αντίθετο πόλο πανομοιότυπης αρνητικής κοινωνικοποίησης  (Vergesellschaftung). Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη επειδή ήταν ουδόλως ριζοσπαστικές. Προπαντός η ιδέα της ξαφνικής «κατάργησης των χρημάτων» η οποία ήταν ένας επιδερμικός ριζοσπαστισμός που παρουσιάστηκε περιστασιακά, μπορούσε να συμβεί μόνο ως καταστροφή της διαμεσολαβητικής στιγμής στο αυστηρό πλαίσιο των κινήσεων της ακατάλυτης φετιχιστικής ουσίας, κάτι που θα γινόταν εφικτό μόνο με τη μορφή μιας άμεσης κρατικής τρομοκρατίας. Υπό την έννοια αυτή το διαβόητο τρομοκρατικό καθεστώς του Πολ Ποτ πρέπει να κατανοηθεί ως εκτροπή των δικτατοριών του «εκσυγχρονισμού που προλάβαίνει τις υστερήσεις» (nachholenden Modernisierung*) αντί να λογίζεται μία αποτυχημένη προσπάθεια υπέρβασης του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής. Μία απελευθερωτική «κατάργηση του χρήματος» είναι μονάχα δυνατή μέσα στο πλαίσιο κατάλυσης της Ουσίας της Εργασίας και της Μορφής της Αξίας τής και παράλληλα του συμπληρωματικού και κοινωνικά εξωγενούς κρατικού μηχανισμού. Για να το πούμε αλλιώς, ασφαλώς και δεν πραγματώθηκε στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Πολ Ποτ ο «εσωτερικός» Μαρξ που επέκρινε τον φετιχισμό και επομένως πρέπει ρητά να το καταδικάσουμε και να αποδοκιμάσουμε συγχρόνως όλες τις φρικαλέες εκφάνσεις του. Απεναντίας ο Μαρξ των Ερυθρών Χμερ είναι ακριβώς αντίθετος από εκείνον που θεωρεί την κατάργηση της εμπορευματικής  μορφής (και επομένως του χρήματος ως μέσου και αυτοσκοπού) ταυτόσημη με την αχρησία της αφηρημένης εργασίας αλλά και με την «αναίρεση του κράτους μέσα στην κοινωνία». Η Μαρξική θεωρία αναγνωσμένη με μη-θετικιστικό τρόπο προσδιορίζει τα χρημάτα και το κράτος ως τους δύο πόλους της αρνητικής και αφηρημένης γενικότητας που βρίσκονται μέσα σε μία κοινωνία η οποία δεν έχει ούτε συναίσθηση, ούτε είναι αυτεξούσια πάνω στον εαυτό της επειδή τα μέσα και ο σκοπός της αναπαραγωγής, το Αφηρημένο (Abstraktum) και το Συγκεκριμένο (Konkretum) έχουν εσφαλμένα αντιστραφεί.

   Η απόπειρα της χρήσης του κράτους ώστε να διακοπεί η κίνηση των χρημάτων αντί μίας απελευθερωτικής κατάργησης της αρνητικής ολότητας του αναπόφευκτα γεννά μία κοινωνική και ηθική καταστροφή όπως αντίστροφα κάνει επίσης και η “απολυτοποίηση” των χρημάτων πάνω από την κρατική ρύθμιση. Αυτό ακριβώς κάνει η παρούσα νεοφιλελεύθερη συναίνεση των παγκόσμιων ελίτ που δημιουργεί μια εικόνα στην οποία καθρεφτίζεται το εγχείρημα του Πολ Ποτ. Οι γραφειοκρατικές μέθοδοι επιβολής της καταναγκαστικής εργασίας σε όσους δέχονται τα προνοιακά επιδόματα, οι περικοπές στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι επιθέσεις από σκίνχεντ σε άτομα με ειδικές ανάγκες είναι τα “ιχνοστοιχεία Πολ Ποτ” μέσα στις δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης καθώς επίσης και το σύμπτωμα του αχαλίνωτου πραγματιστικού μίσους ενάντια στο διανοητικό προβληματισμό. Είναι η οργή που εξαπολύει το “άνευ υποκειμένου” χρήμα, μαζί με την αυξάνουσα απελπισία από την κοινωνική κρίση της εργασίας που σε τελική ανάλυση απειλούν εξαναγκάζοντας τα φιλελεύθερα/δημοκρατικά καθεστώτα της Δύσης να εγκαταστήσουν κρανίου τόπους, όπως ακριβώς έκανε και το βίαιο και ολοκληρωτικό σύστημα της Νοτιοανατολικής Ασίας.

   Η τωρινή και ανεπαρκής Κεϋνσιανή νοσταλγία που υποβόσκει στην Ευρώπη δεν μπορεί να αντιληφθεί την ιστορική απειλή διότι ο Κεϋνσιανισμός είναι και ο ίδιος μία χλωμή αντανάκλαση της χλωμής ανάκλασης του θετικιστικού Εργατικού/Μαρξισμού ο οποίος ήταν ωχρός από τις απαρχές του. Εντούτοις διαισθάνεται τον κίνδυνο και γι' αυτό θέλει να εξισορροπήσει τους δύο πόλους της αρνητικής κοινωνικοποίησης σχεδόν ξεβασκαίνοντας παρακλητικά ως ικέτης την Ουσία της Εργασίας.  Αλλά όταν η ουσία αυτή εκφυλιστεί οριστικά και αμετάκλητα και κατά συνέπεια το χρήμα και το κράτος που είναι οι δύο πόλοι της αφηρημένης καθολικότητας δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν την κοινωνική αναπαραγωγή τότε δεν θα έχει πλέον και κανένα νόημα η απαίτηση “συμμαχιών για την εργασία” και η “επιστροφή στις κρατικές ρυθμίσεις”.

   Το άφευκτο ιστορικό καθήκον είναι η απάρνηση της κατεξοχήν αρνητικής κοινωνικοποίησης ήτοι της απελευθέρωσης της παραγωγής του πλούτου από τις χαλιναγωγήσεις του σύχρονου εμπορευματικού συστήματος. Σύμφωνα με τις συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης ο προγραμματισμός της “ποσότητας της εργασίας” έχει καταστεί παρωχημένος και άνευ νοήματος όπως και η διανομή με βάση τη “ποσότητα της απόδοσης” που δαπανάται μεμονομένα από κάθε εργαζόμενο ως μονάδα και καθιστά με αυτό τον τρόπο την ανθρώππινη ενέργεια αφηρημένη (δηλαδή με γνώμονα τη πραγματική ή υποτιθέμενή συνεισφορά στό κοινωνικό μέγεθος της ουσίας). Το επίπεδο της κοινωνικής αλληλεξάρτησης έφθασε πλέον σε τέτοιο σημείο που όχι μόνο δεν είναι δυνατός ο (προσδι)ορισμός της “αποδοτικότητας” στα άτομα αλλά αυτός δεν έχει και καμία βαρύνουσα σημασία. Αντιθέτως εκείνο που μετράει πια είναι η συνετή χρήση των επιστημονικών / τεχνολογικών μονάδων και η υπαγωγή τους στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών. Με την έννοια αυτή δεν μπορεί να γίνει δυνατή η επικοινωνία με κοινωνική αυτεπίγνωση ούτε μέσα στο πλαίσιο της φετιχιστικής μορφής της Αξίας, ούτε μέσω ενός γραφεικρατικού δημόσιου μηχανισμού, αλλά έξω και πέραν της αγοράς και του κράτους και μόνο διαμέσου των αποφάσεων για την απρόσκοπτη ροή των πόρων με την “εκ των προτέρων” συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας. Εδώ και αρκετο καιρό το διαθέσιμο κοινωνικό απόθεμα του χρόνου έχει καταστεί άφθονο από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όμως αυτή η δυνατότητα μπορεί να εμφανιστεί μονάχα με την αρνητική μορφή της «μαζικής ανεργίας» κάτω από τις προϋποθέσεις του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής.

   Ο Μαρξικός Κομμουνισμός παραμένει το φάσμα που μέσα του αναπτύσσεται η ριζοσπαστική κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, όσο η Μαρξική θεωρία γίνεται κατανοητή με τον παλαιό και απαρχαιωμένο τρόπο ανάγνωσης του θετικιστικού Εργατικού / Μαρξισμού αυτό το φάσμα είναι καταδικασμένο να μείνει ακίνδυνο. Ο αντικειμενοποιημένος νόμος της κατάρρευσης της φετιχιστικής Ουσίας αυτό-εκπληρώνεται με ή χωρίς κριτική. Στην τελευταία περίπτωση ασφαλώς και χωρίς ελπίδα.





Υποσημειώσεις:

* Ο όρος nachholenden Modernisierung (αναπληρούμενος εκσυγχρονισμός) που χρησιμοποιεί ο Ρόμπερτ Κουρτζ υποννοεί την διαδικασία ανάπτυξης μίας χώρας από αναπτυσσόμενη σε ανεπτυγμένη. Επειδή ο πιο κοντινός όρος στα Ελληνικά, που είναι αυτος του αναπτυξιακού εκσυγχρονισμού, θα παρέπεμπε στην θετική και αστικά αφομοιωμένη ερμηνεία του επέλεξα να τον μεταφράσω κάθε φορά με διαφορετική σύνταξη για να μην παρερμηνεύεται η αρνητική του σημασία.