Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Η κοινωνία του θεάματος πενήντα χρόνια μετά



Εισαγωγικό σημείωμα του Ρόμπερτ Κουρτζ στην βραζιλιάνικη έκδοση το 1999, της μονογραφίας του Γκυ Ντεμπόρ από τον Άνσελμ Γιάππε. Με τη σημερινή ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων ακριβώς από την έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος, δημοσιεύω την μετάφραση που έκανα στο σημείωμα που ακολουθεί. Χωρίς να παραβλέπω την ουσιαστική προσέγγιση του Κουρτζ θα υπενθυμίσω ότι η Καταστασιακή θεωρία έχει απαράγραπτες επιρροές από τον κλασικό αναρχισμό, ακόμη κι αν οι καταστασιακοί κατέκριναν τους αναρχικούς της έποχής τους. Μία από τις πλέον ανατρεπτικές θεωρίες των τελευταίων πενήντα χρόνων συνένωσε εμπρηστικά την μαρξική κριτική του καπιταλιστικού φετιχισμού με την καταδίκη του Κράτους και κάθε σύγχρονης μορφής εξουσίας.

Σύνδεσμος πρωτότυπου κειμένου:  http://www.obeco-online.org/rkurz98.htm



Η κοινωνία του θεάματος τριάντα χρόνια μετά


   Ο Γκυ Ντεμπόρ και οι άλλοι Γάλλοι καταστασιακοί είναι στη μόδα. Είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να τους συμβεί. Διότι η μόδα είναι το αντίθετο της κριτικής. Η ριζοσπαστική κριτική δεν μπορεί να καταστεί του συρμού χωρίς να χάσει το πνεύμα τής. Ό,τι βρίσκεται στον αφρό του κύματος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ιδέες μεταμορφώνονται σ’ απορρίμματα της παραλίας. Στη μόδα της μεταμοντέρνας ανάγνωσης, η κήρυξη του Καταστασιακού πολέμου έναντι της κυρίαρχης τάξης φαίνεται ν’ αποτελεί μια κριτική για τα μέσα επικοινωνίας, τόσο για το ύφος των ίδιων των μήντια, στην καλύτερη περίπτωση με την γραφίδα ενός Νήλ Πόστμαν, όσο και σαν κουλτουραλιστική μανούβρα για «δημιουργικούς» αριστεριστές που αρέσκονται να σερφάρουν, κατά πως φαίνεται ριζοσπαστικά, στα κύματα μιας βιομηχανίας της ευαισθητοποίησης. Όμως ο Γκυ Ντεμπόρ δεν αξίζει να συγχέεται με τον Μποντριγιάρ και να ξεπέφτει στη μορφή μιας πολιτιστικής ποπ αφίσας.

   Σε τούτη την περίπτωση, η μελέτη του Άνσελμ Γιάππε για τον Ντεμπόρ έρχεται στο κατάλληλο χρόνο. Γιατί το πόνημά του δεν έχει τίποτα το κοινό με την ανάγνωση εκείνης της κριτικής της Κοινωνίας του Θεάματος, της οποίας οι υποστηρικτές, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήθελαν καν να μάθουν αν ο Ντεμπόρ, και μόνο εκείνος, ήταν ο πραγματικός θεμελίωτής της. Εάν ο καταστασιακός πρόδρομος χρειάστηκε αρχικά να μείνει φιμωμένος από τους πλαστογράφους τού για να σβηστούν τα ίχνη τού, σήμερα φαίνεται πως εργαλειοποιείται σαν ένα ποπ είδωλο ή σαν εισαγωγή μέσα σε μία «ομιλία» αποστραγγισμένη και κομφορμιστική, ευπροσάρμοστη στην αγορά την οποία εκείνος βαθιά απεχθανόταν. Από την αρχή ο Γιάππε απορρίπτει τούτη την προσβολή, αποκαθιστώντας χωρίς συμβιβασμούς τη μνήμη του πραγματικού Ντεμπόρ, τον οποίο ο κόσμος ακόμη και σήμερα δεν θέλει να ξέρει. Το βιβλίο του Γιάππε εστιάζει ακριβώς σ’ εκείνο τον στέρεο Μαρξισμό που καθιστά το έργο του Ντεμπόρ μια ριζοσπαστική κοινωνική κριτική, και ακριβώς γι’  αυτό, συστηματικά απωθείται από τις τρέχουσες πολιτιστικές επανερμηνείες.

   Αληθεύει ότι ένας τέτοιος μαρξισμός δεν συμβαδίζει με την νομιμοποιούμενη ιδεολογία του «αργοπορημένου εκσυγχρονισμού» που βυθίστηκε μαζί με τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού. Ενάντια στο ρεύμα του μαρξιστικού κόμματος, ο Ντεμπόρ είχε επικεντρωθεί, πριν από τρείς δεκαετίες, και μάλιστα τότε εντελώς απομονωμένος, στο κεντρικό θέμα της Μαρξιστικής θεωρίας, με το οποίο ο Μαρξισμός του εργατικού κινήματος ποτέ δεν γνώριζε τι έπρεπε να κάνει: την ριζοσπαστική κριτική του φετιχισμού του εμπορεύματος, όπως εμφανίζεται στον τρόπο παραγωγής της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Με τούτο το καθοδηγητικό μοντέλο (leitmotiv), ο Ντεμπόρ μπορούσε ήδη να περιγράψει την Σοβιετική Ένωση, πολλά χρόνια πριν την παρακμή της, ως μια παράγωγη και υποδεέστερη μορφή του σύγχρονου συστήματος παραγωγής εμπορευμάτων, η οποία εν τέλει έπρεπε να επανέλθει στην κύρια καπιταλιστική τάση.

   Η αξία στο βιβλίο του Γιάππε έγκειται στ’ ότι καθιστά σαφέστερη την καθοριστική σημασία της ριζοσπαστικής κριτικής για την σύγχρονη οικονομία στην σκέψη του Ντεμπόρ. Μια κριτική της οποίας η μνεία παραμένει σε ελεύθερη πτώση, εις πείσμα όλων των επικλήσεων που γίνονται προς τους Καταστασιακούς από το τρέχον πνεύμα της εποχής. Ποιος ειδήμονας των αφοπλισμένων «ρητορειών» της οικονομικής κριτικής θέλει να θυμάται σήμερα ότι η καταστασιακή παρέμβαση το 1968 κορυφώθηκε στην αξίωση της εξαφάνισης των χρημάτων και του κράτους; Ήταν αυτή η ριζοσπαστική κριτική της ανταλλακτικής αξίας, η οποία ακολούθησε τον άγνωστο και δυσνόητο Μαρξ, και έγινε η κριτική της «κοινωνίας του θεάματος». Ο υποβιβασμός της πραγματικότητας στον αυτοσκοπό της αξιοποίησης της καπιταλιστικής αξίας (da valorização capitalista do valor) –η αντιστροφή που συντρέχει στο εσωτερικό της μεταξύ abstractum (αφηρημένου) και concretum (συγκεκριμένου), μεταξύ μέσου και σκοπού– μεταμορφώνει τις κοινωνικές δυνατότητες σε μία δύναμη ξένη και εχθρική που αντιτίθεται στα άτομα. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων φαίνονται να είναι σχέσεις μεταξύ νεκρών πραγμάτων. Ο Ντεμπόρ αναπτύσσει τούτη την ιδέα για να δείξει πως η φετιχιστική σχέση του κεφαλαίου έφθασε σ’ έναν ακόμη μεγαλύτερο βαθμό αφαίρεσης στην μεταπολεμική περίοδο, καθώς τα πράγματα που παράγονται σε μορφή εμπορευμάτων επικαλύπτονται από εικόνες που παράγονται κάτω απ’ την ίδια επίσης μορφή: είναι αυτές οι εικόνες που διαμεσολαβούν, έκτοτε, τις κοινωνικές σχέσεις σαν μια φαινομενικά ανταποδοτική πραγματικότητα η οποία προπορεύεται με τόσο απομονωμένο τρόπο ως αλλότρια δύναμη, των ανθρώπων αλλά και των κοινωνικών δυνάμεων που εισέρχονται μέσα σε αυτήν. Δεν πρόκειται για μια «θεωρία των μήντια», αλλά για μια κριτική ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό στην εποχή των μήντια – το θέαμα δεν είναι τίποτα άλλο από την «παράφρονη οικονομία»

   Από τούτη την ανάλυση ο Ντεμπόρ μπορούσε, όπως ο Γιάππε επιδεικνύει, να αναπτύξει ακόμα δύο θέματα τα οποία είναι εγγενή στην κριτική του φετιχισμού, που μόνο σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, του προσδίδουν μία εξέχουσα επικαιρότητα: την κριτική της εργασίας και την κριτική της πολιτικής. Για πρώτη φορά, φύεται η ιδέα πως η αφηρημένη «εργασία» δεν αναπαριστά καμιά υπεριστορική κατηγορία, αλλά είναι μια συγκεκριμένη μορφή δράσης του αυτοσκοπού στο καπιταλιστικό σύστημα – ακόμη κι όταν ο Ντεμπόρ διατυπώνει αυτή την διαπίστωση μ’ ένα τρόπο επηρεασμένο από τον υπαρξισμό. Και στο βαθμό που η πολιτική ενσωματώνεται εν γένει μέσα στο θέαμα, δηλαδή στον καπιταλιστικό τρόπο αποπραγμάτωσης της ζωής, αποδοκιμάζει τη «δημοκρατία των μήντια» στο τέλος του εικοστού αιώνα που πηγαίνει χέρι με χέρι μαζί με την χωρίς περιεχόμενο προσομοίωσή της, με το κοινωνικό απαρτχάιντ και τους αιματηρούς πολέμους της νέας παγκόσμιας τάξης.

   Ο Guy Debord προοιώνισε από διάφορες πλευρές μια κατηγορική κριτική του εμπορευματικού συστήματος παραγωγής, όπως αυτό είναι στις μέρες μάς, με άλλες περισσότερο θεωρητικές και καίριες σημασίες, η οποία αναπτύσσεται συστηματικά από μια, ακόμη υπό διαμόρφωση, σχολή της ριζοσπαστικής κριτικής της αξίας και ενάντια στο Πνεύμα της Εποχής. Προκύπτει πως η αντικειμενική κρίση των κυρίαρχων κοινωνικών κατηγοριών έχει ωριμάσει τόσο πολύ ώστε μια νέα απόπειρα εναντίον του εμπορευματικού φετιχισμού, της αφηρημένης εργασίας και της θεαματικής πολιτικής θα μπορούσε να βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχει μεγάλη σημασία να προσπαθήσουμε ν’ αρθρώσουμε την κριτική του Debord για την «Κοινωνία του Θεάματος» και τη ριζοσπαστική θεωρία της κρίσης από μια νέα κριτική της αξίας.

   Κανένας πιο ενδεδειγμένος από τον Anselm Jappe, Γερμανό με γαλλικές ρίζες που ζει στη Ρώμη, και είναι σήμερα μέρος των λίγων διανοούμενων που επιδιώκουν μια διεθνική ανταλλαγή για μια χειραφετική κοινωνική κριτική ενισχυμένη από τούτη την καθοριστική διάσταση. Κι ούτε χωρίς επιτυχία. Η κατηγορηματική ρήξη με την εμπορευματική μορφή και τα κοινωνικά της υποπροϊόντα δεν φαίνεται πλέον ως απελπιστικά ακατανόητη και αδύνατη, όπως ήταν πριν από μερικά χρόνια. Η Ενδυνάμωση των καλύτερων ιδεών αυτού του δικτύου για έναν «διαφορετικό λόγο» μπορεί ασφαλώς να καταστεί μία από τις καλές υπηρεσίες της βραζιλιάνικης μετάφρασης σε τούτο το βιβλίο, το οποίο έχει ήδη δημοσιευθεί στην Ιταλία και τη Γαλλία, αλλά δυστυχώς όχι ακόμα στη Γερμανία.

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Βία του νόμου και βία της απολύτρωσης

Σταύρωση του Αγίου Πέτρου, Καραβάτζο, 1601

Του Φώτη Τερζάκη

Το πολύ νεανικό κείμενο του Walter Βenjamin που επιγράφεται «Για μια κριτική της βίας», γραμμένο αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και εν μέσω των μεγάλων εργατικών αγώνων στην καρδιά της Ευρώπης, ξαναγίνεται για πολλούς λόγους επίκαιρο σήμερα. Πέρα από τη σημασία που έχει για να κατανοήσουμε τη διαμόρφωση της σκέψης αυτού του σπουδαίου στοχαστή στα πρώτα της στάδια, επανήλθε στο προσκήνιο των συζητήσεων στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν ο Ζακ Ντεριντά, στο πλαίσιο της θεαματικής και άνευ όρων συμφιλίωσής του με την ιουδαϊκή παράδοση, θα γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «H ισχύς του Νόμου» ως απάντηση, ακριβώς, σε αυτό το πρώιμο γραπτό του Μπένγιαμιν. Εν τω μεταξύ, οι αυταρχικές μορφές στις οποίες επαναστρέφουν σήμερα οι λεγόμενες φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, και οι ρητορικές χρήσεις του όρου «τρομοκρατία», προκειμένου να απαξιώσουν κάθε μορφή έμπρακτης αμφισβήτησης, έχουν επαναφέρει με δραματικό τρόπο το ερώτημα για τη δημοκρατική νομιμότητα, τον χαρακτήρα της έννομης τάξης και τα πολιτικά κριτήρια αξιολόγησης της βίας.


Νόμος-βία


Σε αυτό το στάδιο της σκέψης του, ο Μπένγιαμιν είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον βολονταριστικό αναρχισμό του Georges Sorel, τον οποίο επιδιώκει να υποβάλει σε μια πιο λεπτή εννοιολογική επεξεργασία. Δύο θέσεις του Σορέλ υιοθετούνται εμφανώς στο συγκεκριμένο κείμενο: η ουσιώδης ταύτιση νόμου και βίας και η ιδέα μιας επαναστατικής βίας ελεύθερης από σκοπούς, ως μορφή στιγμιαίας και λυτρωτικής αυτοέκφρασης.

Ο Μπένγιαμιν δείχνει ότι ο νόμος, το δίκαιο και κάθε μορφή συμβολαίου εν γένει είναι προϊόντα μιας βίας, η οποία σε πρώτη φάση είναι απαραίτητη για να τα επιβάλει, και εν συνεχεία διαρκώς παρούσα και επικρεμάμενη ώστε να τα διατηρεί. Θα δείξει με μεγάλη οξυδέρκεια ότι κατ' αυτήν την έννοια η βία δεν είναι κάτι το εξωτερικό, κάτι που συνοδεύει, όπως θα λέγαμε, τον νόμο, αλλά η ίδια του η ουσία, η διαδικασία της οποίας είναι αυτός αποκρυστάλλωμα: «H άμεση παρουσία της βίας που θεσπίζει δίκαιο δεν βρίσκεται αναγκαία εντός του συμβολαίου, εκπροσωπείται όμως σε αυτό στον βαθμό που η ισχύς η οποία κατοχυρώνει το έννομο συμβόλαιο κατάγεται με τη σειρά της από τη βία, ακόμη και αν αυτή η βία δεν ορίζεται ρητά στο συμβόλαιο. Οσο μειώνεται η συνειδητοποίηση της λανθάνουσας παρουσίας της βίας εντός ενός νομικού θεσμού, τόσο αυτός παρακμάζει. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν σήμερα τα κοινοβούλια. Παρουσιάζουν τους γνωστούς αξιολύπητους θεατρινισμούς γιατί δεν διατήρησαν τη συνείδηση των επαναστατικών δυνάμεων στις οποίες οφείλουν την ύπαρξή τους» (Walter Benjamin: «Για μια κριτική της βίας». Μετάφραση: Λεωνίδας Μαρσιανός. Εκδόσεις «Ελευθεριακή Κουλτούρα», 2002, σ. 16-7).

Σύμφωνα με την οπτική που θεωρεί ότι το δίκαιο γεννιέται αναγκαστικά από τη βία και μόνο απ' αυτήν μπορεί να δειχθεί και το αντίστροφο: ότι κάθε μορφή βίας είναι δυνάμει φορέας επανανομοθέτησης. Ιδού, λοιπόν, τι είναι εκείνο που οι πολιτικές οντότητες τρέμουν απέναντι στις ανεξέλεγκτες εκδηλώσεις βίας, τι είναι εκείνο που θέλουν να κατοχυρώσουν μέσα από την ιδιοποίηση για λογαριασμό τους του μονοπωλίου της βίας: δεν φοβούνται τόσο τα πρακτικά αποτελέσματα μιας οποιασδήποτε βίαιης ενέργειας όσο το γεγονός ότι, μέσω ακριβώς αυτής, κάποιος άλλος αναδεικνύεται σε δυνητικό υποκείμενο νομοθεσίας. Αυτό ακριβώς άλλωστε, λέει ο Μπένγιαμιν, θαυμάζει το κοινό σε έναν μεγάλο εγκληματία του οποίου τις πράξεις μπορεί κάλλιστα να αποστρέφεται: το γεγονός ότι έχει το σθένος να γίνει έστω και για μια στιγμή αυτεξούσιος, έστω και για μια στιγμή να νομοθετήσει για τον εαυτό του. Αυτό όμως σημαίνει, αν διαβαστεί σωστά, ότι κάθε μορφή βίας, οποιοδήποτε κι αν είναι το κίνητρο ή τα αποτελέσματά της, είναι κατά κυριολεκτική έννοια και προπαντός πολιτική - διακύβευμά της είναι το ποιος, υπό τις εκάστοτε παρούσες συνθήκες, έχει τη δύναμη να νομοθετεί.


Δύναμη ανατροπής


Κάθε βία η οποία έρχεται να εδραιώσει μια ορισμένη δικαιική τάξη, εγκαινιάζει μια άπειρη ανακύκλιση της βίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής, που είναι ακριβώς η αέναα επικείμενη, και ποτέ πραγματικά υλοποιούμενη, βία της διασφάλισης του εδραιωμένου καθεστώτος. Αυτή η βία είναι ολέθρια, για τον Μπένγιαμιν και θα την περιγράψει μεταφορικά με τον όρο «μυθική βία»? η μοναδική διέξοδος από τον φαύλο κύκλο της είναι ένα είδος αντίδρομης, απολυτρωτικής βίας που έχει χαρακτηριστικά απολύτως «εκφραστικά»: χωρίς να αυτοκατανοείται ως μέσον για την επίτευξη οιωνδήποτε σκοπών, ενσκήπτει ως δύναμη ανατροπής της πρώτης εδραιωμένης βίας - και αυτήν την τελευταία ο Μπένγιαμιν θα επιχειρήσει να ορίσει μέσω της μεταφοράς «θεϊκή βία».


Επιβολή συμφερόντων


Είναι ολοφάνερες οι μεσσιανικές συνδηλώσεις αυτού του τελευταίου ορισμού. Εκείνο που στην πραγματικότητα προσπαθεί να κάνει εδώ ο Μπένγιαμιν είναι να κατοχυρώσει τα δικαιώματα μιας επαναστατικής «αντιβίας» απέναντι στην πρωταρχική, συγκεκαλυμμένη και ως εκ τούτου απειλητικότερη βία που αντιπροσωπεύει η ίδια η έννομη τάξη, μια βία η οποία έχει καταστεί μέσον για την επιβολή ειδικών συμφερόντων και σκοπών. H διατύπωσή του μας λέει ότι η βία των καταπιεσμένων, όσο τρομακτικές εκφράσεις και αν λάβει, είναι «αθώα» εν συγκρίσει με εκείνη των κυριάρχων και δεν μπορεί ποτέ να εξισωθεί ποιοτικά με αυτήν.


Οδός διαφυγής


Εάν τώρα κάποιος θέσει το ερώτημα: «Δεν υπάρχει εντέλει οδός διαφυγής από τη βία στις ανθρώπινες και στις κοινωνικές σχέσεις;», η απάντηση του Μπένγιαμιν, παρ' ότι δεν έχει διατυπωθεί ρητά, υπονοείται σαφώς σε πολλά σημεία του κειμένου. Υπάρχουν, βεβαίως, μορφές συνύπαρξης που βασίζονται στην αμοιβαιότητα και στην ελεύθερη συγκατάθεση ή ακόμα και στο διανθρώπινο ενδιαφέρον και τη στοργή, όμως αυτές δεν είναι ποτέ έννομες σχέσεις.

Οι έννομες σχέσεις οιουδήποτε είδους εμπίπτουν εξ ορισμού στο πεδίο της βίας - πράγμα που φαίνεται να σημαίνει ότι το ιδεώδες μιας ελεύθερης κοινότητας ή μιας συμφιλιωμένης ανθρωπότητας δεν μπορεί ποτέ να θεμελιωθεί στην αφηρημένη αρχή της δικαιοσύνης, όπως τουλάχιστον την κληρονομήσαμε από τη μονοθεϊστική παράδοση, χωρίς την προσφυγή σε μια άλλη, ενύπαρκτη και μη αναγώγιμη στο γενικό διάσταση: την αριστοτελική έννοια της φιλίας.