Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποχαιρετισμοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποχαιρετισμοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Η παθολογία των γυναικοκτονιών


 

 

Ορισμένες θλιβερές κοινοτοπίες για την αδικοχαμένη Κυριακή

 Η πραγματικότητα στέκει αδιάψευστος μάρτυρας της βαναυσότητας του κράτους που είναι αδύνατο να εξανθρωπιστεί. Μόνο ο αυτοσεβασμός και ο ρεαλισμός που ενέχει μία ενεργή κριτική συνείδηση οφείλει να το αναγνωρίζει όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτού του είδους την αναλγησία. Στην αφηρημένη διαχείριση των ανθρώπινων ζωών η λήθη μιας διαδικασίας υπερισχύει πάντοτε κυνικά ―συνέβη φυσικά και στη πανδημία― απέναντι στην αλήθεια της επείγουσας ανθρώπινης ανάγκης. Σε μια τέτοια διαδικασία που λαμβάνει μέσα στην ιστορία συνεχώς διαφορετικές εγκληματικές μορφές γιατί αποτελεί ολοκληρωτικά έναν κοινωνικό αυταρχισμό αντιστοιχεί η εκβιομηχάνιση της ύπαρξης, η αποκτήνωση της μετατροπής της ανθρώπινης ζωής σε αντικείμενο που αποστερεί τον άνθρωπο από τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του. (Μέσα στον 20ο αιώνα η νεωτερική κοινωνία ταλαντευόταν από το εθνικοσοσιαλισμό του τρίτου Ράιχ και τους ερυθρούς Χμερ στη Καμπότζη, μέχρι την πολιτιστική επανάσταση της Κίνας ή τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης ώστε να λάβει την τωρινή μορφή μίας αυταρχικής-δημοκρατικής διαχείρισης των πληθυσμών που έχουν καταστεί πλεονάζοντες από την κρίση που μαστίζει τον φιλελευθερισμό της αγοράς και το αόρατό του χέρι προσπαθώντας μάταια να την υπερβούν.)

   Η νοοτροπία του υπαλλήλου η οποία εξ ορισμού απεκδύεται την κριτική ικανότητα διότι δρα παθητικά ενατενίζοντας δεν μετασχηματίζεται μέσα στην υφιστάμενη αλλοτρίωση επειδή είναι εγγενής της εξατομίκευσης των ανθρώπων που έχασαν πλέον και την παραμικρή δυνατότητα της ελευθερίας στη χρήση των ζωών τους. Όταν τα πάντα εξαντλούνται στον αποδιοπομπαίο τράγο της ατομικής ευθύνης, αλλά ποτέ δεν θίγονται οι συγκεκριμένες συνθήκες της γενικευμένης υποβάθμισης της ζωής και κατ’ επέκταση οι ακρωτηριασμένες κοινωνικές σχέσεις, ξεπέφτουμε με ευκολία στην αθλιότητα της θεωρητικής παρλαπίπας για την αναβάθμιση των μηχανισμών του κράτους και στον πρακτικό εκφυλισμό της κοινωνίας, με τον απειλητικό κίνδυνο των κατασταλτικών οργάνων του τα οποία παροτρύνονται, από τον λαϊκισμό και την απερισκεψία του, να χρησιμοποιούν σφαίρες.

    Η συνολική αδυναμία της κριτικής επανεξέτασης των κοινωνικών δεινών και της καταστρεπτικής δομής τους στρέφει την παράλογη προβολή της ατομικής ευθύνης επάνω στο ίδιο το θύμα. Ο μισογυνισμός έρχεται να δηλώσει απροκάλυπτα την παρουσία του έπειτα από κάθε γυναικοκτονία. Αντί να καταδικαστεί καθολικά μέσα στην ίδια την κοινωνία ώστε να απομονωθεί η έμφυλη βία, ενδυναμώνεται μια ροπή προς τη σεξουαλική βία με την θεαματική δαιμονοποίηση των θυμάτων και της συμπεριφοράς τους. Όχι μόνο έχει εκλείψει νοσηρά η έννοια του αυτοσεβασμού, εξαλείφοντας την δυνατότητα μιας στοιχειώδους συνείδησης, αλλά παγιώνεται ο εποικισμός ενός συλλογικού θυμικού από κατώτερα και βάρβαρα ένστικτα. Και τότε έπονται ενδημικά και άλλες τέτοιεςφρικώδεις δολοφονίες.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

«Παιδιά προσέξτε! Θα τη πληρώσετε ακριβά τη νύφη»




Α
ύγουστος του ’94. Τελευταίο καλοκαίρι ενδιάμεσο στις σχολικές χρονιές. Ένας ακόμα χειμώνας φοίτησης έμενε στην ιδρυματική παιδεία του άκαμπτου Κράτους η οποία πολτοποιεί τις νεαρές ζωές κι ύστερα οι ορίζοντες θ’ άνοιγαν δήθεν διάπλατα από την κλεισούρα της εκπαιδευτικής ανίας του οιονεί φυλακή σχολείου. Καταφθάνω σε μια παραλία με ψιλή άμμο, ομώνυμη με την ιδιότητά της, στο νησί της καταγωγής μου. Όντας πεινασμένος από τη μαθητική χαύνωση, κουβαλώ για πνευματικό ορεκτικό ενός δεκαεξάρη, περιοδικό φίλα προσκείμενο στον εναλλακτισμό της εποχής που προτρεπει –όπως όλα τα λάιφσταϊλ περιοδικά άλλωστε– σε εύκολα γαμήσια χωρίς να προειδοποιεί, όπως δηλώνει ευθαρσώς, ο κύριος που τού παίρνουν την συνεντευξη στο τεύχος: «παιδιά προσέξτε! Θα τη πληρώσετε ακριβά τη νύφη». 
    Φιγούρα εντελώς παράταιρη μέσα στις επιτηδευμένες σελίδες, ηλικιωμένος για την οφθαλμαπάτη των εφηβικών ματιών μου, σαν τους κυρίους που μαζεύονται στα καφενεία γύρω από ένα τραπέζι με πράσινη τσόχα για να παίξουν ήρεμα την πρέφα τους, στρυφνός στα λόγια του αν και εμφιλοχωρεί μέσα τους λίγη τσαχπινιά. Κάποιος γεροπαράξενος για τη νεανική μου αφέλεια, που αμφισβητούσε  με τις απαντήσεις του την εμφανισιακή ευμορφία της νιότης ως ματαιόδοξο περιτύλιγμα, ο Χριστιανόπουλος μηχανορραφούσε σαν άλλος προβοκάτορας ενάντια στην αδρή φιλοξενία του Θεάματος. Απέναντι στην εμφατική εικονικότητα των κοινωνικών σχέσεων που νυχθημερόν βομβαρδίζει με το φετιχιστικό ψεύδος της, δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, υπήρχε κάποιος παρείσακτος να συνηγορεί υπέρ της ειλικρίνειας που έπρεπε να διέπει τις προθέσεις τους. Γιατί ίσως μόνο έτσι οι διαπροσωπικές σχέσεις μετρούν το ύψος των περιστάσεων, ίσως έτσι μπορούν να εμφυσήσουν την αυτόνομη επικοινωνία και να παρεμποδίσουν την διαδρομή από την εκμετάλλευση του εγωισμού στην παράκληση του ναρκισσισμού; Για ν’ αναπτύξουν τα πρόσωπα την αυτογνωσία τους πρέπει να τούς ανήκει ο ίδιος τους ο εαυτός. 
    Αύγουστος του ’20. Η παγκοσμιοποιημένη Δυτική ζωή έχει εντείνει τις αντιφάσεις της σε σημείο παροξυσμού. Τα εύκολα γαμήσια προάγονται με τέτοιο φρικώδη τρόπο που αν είσαι φοιτήτρια και τύχει να σπουδάσεις σε τουριστική ντίσνεϋλαντ, κινδυνεύεις να βιαστείς, να σακατευτείς και να σε ξεφορτώσουν ζωντανή από κάποιο γκρεμό. Ο Χριστιανόπουλος έχει προειδοποιήσει. Όχι με την ευαισθησία κήνσορα, αλλά με την ανησυχία του ποιητή. Έχει διαβλέψει, άθελά του, την απερίσκεπτη συνείδηση της μεταμοντέρνας κατάρρευσης η οποία στη βάση του φιλελευθέρισμού της, εξατομικεύει μόνο τις αιτίες χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη της την ολίστική της φτώχεια πάνω στην οποία με αδίστακτη επιδερμικότητα εκβαρβαρώνει τις ανθρώπινες σχέσεις στο συμφραζόμενο μιας άνευ περιεχομένου κατανάλωσης. Αλλά η κοινωνία των εύκολων γαμησιών και των πληκτικών ζωών δεν σταμάτησε εκ τότε να κατασκευάζει δομικά τους βιαστές της χρεώνοντάς τους αποσπασματικά τις ευθύνες και συσκοτίζοντας την προέλευσή τους. 
    Ευτυχώς ωσάν βέρος Σωκρατικός, ο Χριστιανόπουλος, δεν παρέκκλινε από τον προσανατολισμό του και μολονότι δεν «στρατεύθηκε» κοινωνικά, δεν έπαυε να επισημαίνει τα στραβά του νεοελληνικού κωλοχανείου. Αφοσιωμένος στην ποίηση και την κριτική με ίδιο τρόπο όπως εκείνης της αξίας που παρακινεί και γονιμοποιεί να μην κάνεις εκπτώσεις και να μην χαρίζεις κάστανα αν θες ν’ αλλάξεις τα χάλια που σε περιβάλλουν. Αναφομοιώτος λοιπόν, ανένδοτος στη μετριότητα του αστικού καθωσπρεπισμού, πολέμιος του μικροαστισμού και της ενσωμάτωσής του, το πλέον πιθανό να σιχτιρίζει, τώρα, μέσα απ΄ τον τάφο όλους τους μικρόνοες και καιροσκόπους, τους πολιτικάντηδες και ελεεινούς πρωθυπουργούς που παρέλασαν από την κηδεία του ή εμφανίστηκαν με το ψευτο-ενδιαφέρον τους στα σόσιαλ μήντια και θα σπεύσουν και στο μέλλον εκ του ασφαλούς να τον καπηλευτούν.