Να σημειωθεί επίσης ότι την άνοιξη του 2018
υποτίθεται πως θα καταργείτο ένας νέος ψυχιατρικός νόμος που αφορούσε την
αστυνομική μεταχείριση ανοικειοθελώς εγκλείστων. Άπαξ και ο συλληφθείς είχε
εγκλειστεί σε ίδρυμα παρά τη θέλησή του, θεωρείται ψυχικά ασθενής και η
αστυνομία τον μεταχειρίζεται ως εγκληματία του ποινικού δικαίου: Καταχωρείται
σε λίστα, ελέγχεται η αλληλογραφία του, παρακολουθούνται τα τηλεφωνήματά του
κ.ο.κ. Είναι σαφώς αδιαχώριστα το ένα από το άλλο τα δύο αυτά σώματα διατάξεων,
αφού όλο και περισσότερο ψυχιατρικοποιούνται πολιτικές συμπεριφορές που «ξεφεύγουν
από το κανονικό» [βλ. το σκάνδαλο της καταδίκης των τεσσάρων εφοριακών της
Έσσης] και άλλωστε συχνά τονίζεται ότι στόχος και του ψυχιατρικού νόμου
είναι η πρόληψη του εγκλήματος.
Η «αντίσταση ενάντια στη βία του κράτους»,
όσο ωραία και να ακούγεται, δεν έχει πάντα χαρακτήρα κοινωνικής χειραφέτησης ή
ριζοσπαστικής κριτικής. Μπορεί κάλλιστα να είναι τμήμα φασιστικής κινητοποίησης
που στρέφεται ενάντια σε κάποια μορφή «αστικού δικαιώματος» - τέτοιο είναι το
παράδειγμα του Κινήματος των Πολιτών του Ράιχ [οι αυτοαποκαλούμενοι
Reichsbürger, που δέχονται τα προπολεμικά σύνορα της Γερμανίας]. Επιταχυντής
της βαρβαρότητας είναι συχνά η «συμμαχία του όχλου με την ελίτ» (κατά την
έκφραση της Arendt), όπως έδειξε η δημοκρατική εκλογή του Μπολσονάρο, του
Ντουέρτε κ.ο.κ. Ας το συγκρατήσουμε αυτό, θα μας χρειαστεί σε κάθε κριτική μας
προς τη δράση των ΜΑΤ, ώστε να μην υποπέσουμε στην πλάνη ότι υπάρχει τάχα
σύγκρουση μεταξύ «λαού» και «κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών».
H συνήθης δικαιολογία για την εγκαθίδρυση
του αστυνομικού κράτους είναι οι δολοφονικές επιθέσεις και οι τρομοκρατικές
ενέργειες. Ωστόσο το κράτος εξοπλίζει τους φρουρούς του πρώτον και κύριον για
να προλάβει την κοινωνική αντίσταση στη γένεσή της, όπως έδειξε η σύνοδος
κορυφής των G20 και οι συνέπειές της.
Όταν, μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου του 2015,
επιβλήθηκε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επί τη ευκαιρία διώχτηκαν και κάποιοι
ριζοσπάστες αριστεροί.
Σύντομα η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης παρατάθηκε πολλές φορές μέχρι που έγινε
μόνιμο καθεστώς. Όταν τελικά κηρύχθηκε η επίσημη άρση της, άφησε πίσω της, όπως
ήταν αναμενόμενο, μέτρα ασφαλείας ιδιαιτέρως οξυμμένα.
Τον φασισμό τον γεννά δηλαδή η ίδια η δημοκρατία. Ο Αντόρνο είχε πει σχετικά
ότι περισσότερο από τον φασισμό ενάντια στη δημοκρατία τον ανησυχεί ο
φασισμός μέσα στη δημοκρατία.
Κατ’ επέκταση, ο φασισμός είναι η συνέχιση της δημοκρατίας με άλλα μέσα.
Αυτό είναι σαφές αν λάβουμε υπόψιν ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία προϋποθέτει
την υπαγωγή των πάντων στην κίνηση της καπιταλιστικής αξίας: Στην κρίση η
περιβόητη δημοκρατία αναδιπλώνεται στον κατασταλτικό της πυρήνα. Όταν από το
ένα ευρώ μπορούν να βγουν δύο, όταν δεν χρειάζονται πλέον άνθρωποι για το
εργασιακό κάτεργο -όσο άθλια και ανούσια κι αν φαντάζει πλέον η δουλειά για τους
όλο και λιγότερους τυχερούς- οι άνθρωποι μπορούν να πάνε να πνιγούν, δεν
τίθεται θέμα δημοκρατικής διαχείρισης. Όλα είναι θέμα οικονομικής απόδοσης και
τελικά η μόνη προτεραιότητα είναι η θέση του κάθε κράτους στον παγκόσμιο
ανταγωνισμό.
Τα τελευταία χρόνια η αστυνομική τρομοκρατία
της δημοκρατίας στρέφεται μαζικά κατά των κοινωνικών αντιστάσεων. Το ίδιο και
στην Ελλάδα και την Ισπανία. Στην Ελλάδα εκκενώνονται κατειλημμένα σπίτια,
ειδικά μάλιστα αν στεγάζουν και πρόσφυγες. Αν συλληφθείς μπορεί μάλιστα να βασανιστείς
κιόλας – όπως ακριβώς και στη στρατιωτική δικτατορία. Κάθε οργανωμένη αντίσταση
αντιμετωπίζεται με υστερικές εκκλήσεις για τάξη και ασφάλεια. Κι όλ’ αυτά
φυσικά συμβαίνουν και επί της αριστερής διακυβέρνησης του Σύριζα.
Παρόμοια είναι και η κατάσταση στην Ισπανία. «Τρομοκράτης» ανακηρύσσεται
οποιοσδήποτε, ακόμη κι αν απλώς διαταράσσει τη δημόσια τάξη, π.χ. επειδή καταλαμβάνει
έναν χώρο, ή προμηθεύεται τρόφιμα που δεν έχει αγοράσει με σκοπό την δωρεάν
διανομή τους στον κόσμο. Κάποιοι μιλούν για επιστροφή στις μεθόδους του Φράνκο.
Ο «Νόμος-Φίμωτρο» του 2015 καταργεί την ελευθερία της διαδήλωσης και την
ελευθερία της γνώμης και προβλέπει πρόστιμο μέχρι και 600.000 ευρώ. Kι ενώ αυτά
προστατεύονται από το σύνταγμα, η παράβαση θεωρείται πταίσμα οπότε και τη
χειρίζεται απευθείας η αστυνομία κι έτσι παρακάμπτεται η δικαστική οδός.
Το πραγματικό πλαίσιο αυτού του νόμου είναι βέβαια οι πάμπολλες πορείες και
καταλήψεις πλατειών ενάντια στη λιτότητα τα τελευταία χρόνια. Όταν το καθεστώς
ξεμένει από «επιχειρήματα» ξαμολάει τα ΜΑΤ. Τελικά η μεγάλη προσφορά της
δημοκρατίας είναι οι ένοπλες δυνάμεις ασφαλείας και οι παρανοϊκοί
αντιτρομοκρατικοί νόμοι. Ύποπτος θεωρείται οποιοσδήποτε εντοπίζει μια αντίφαση,
την εκφράζει πρακτικά ή λεκτικά, ή συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με κάποιον
που το κάνει. Η κατάσταση αυτή φτάνει στα άκρα της όταν αναλαμβάνουν πια τα
ηνία εντελώς αποτρελαμένοι τύποι, που δεν τηρούν καν τα προσχήματα ότι δήθεν
προασπίζονται τον πολιτισμό και ότι τα έκτακτα μέτρα εφαρμόζονται μόνον για σωθεί
το κράτος δικαίου (όπως ακούμε συνεχώς στη Γερμανία)
ή για να «διασφαλιστεί η ελευθερία και η ασφάλεια των πολιτών», όπως το
διατύπωσε ο Ραχόι όταν ήρε τον Νόμο-Φίμωτρο, όταν -ανοιχτά και χωρίς
εξωραϊσμούς- οδεύουμε προς την απόλυτη βαρβαρότητα, όπως με τον Ντουέρτε στις Φιλιππίνες,
ο οποίος με συνοπτικές διαδικασίες επικήρυξε για εκτέλεση [από τα αποσπάσματα
των κεφαλοκυνηγών] τους (φερόμενους ως) χρήστες ναρκωτικών, παρομοιάζοντας
μάλιστα τον εαυτό του με τον Χίτλερ: «Ο
Χίτλερ έσφαξε τρία εκατομμύρια (!) Εβραίους...
Σήμερα έχουμε τρία εκατομμύρια
τοξικομανείς, (...) Ευχαρίστως να
τους έσφαζα (!)... [εδώ μτφ. του αγγλικού slaughter]», με στόχο
φυσικά «να πάψει το πρόβλημα στη χώρα μου και να σώσω την επόμενη γενιά από τον
αφανισμό». Και
πράγματι χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν. Ο παραλογισμός συνεχίζεται με τον
εκλεγμένο ψυχοπαθή Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Μοιάζει περισσότερο στον Ντουέρτε
παρά στον Τραμπ (θα αρκούσε βέβαια να μοιάζει στον τελευταίο)... «Εννοείται»
ότι είναι μισογύνης και ομοφοβικός ο Μπολσονάρο. Είναι και απροσχημάτιστα ωμός:
Δηλώνει τη συμπάθειά του για τις στρατιωτικές δικτατορίες και λέει πως τα
πράγματα δεν αλλάζουν με εκλογές, αλλά με εμφύλιο πόλεμο. Τα κοινωνικά κινήματα
όπως το κίνημα των ακτημόνων [ενν. Το Κίνημα των Χωρίς Γη, MST] οφείλουν
να αντιμετωπίζονται ως τρομοκρατικές οργανώσεις.
Τι θα κάνουν λοιπόν οι «ανήσυχοι» ναζιστές,
όταν θα έχει φύγει η Μέρκελ και θα έχει καταρρεύσει η οικονομία χωρίς όμως να
έχει επιστρέψει η χρυσή δεκαετία του ‘50; Θα επικηρύξουν για εκτέλεση τα «αριστερά
μιάσματα» ή τους «ανώμαλους» που μιλάνε για κοινωνικό φύλο; Δεν είναι τόσο
τραβηγμένο το σενάριο, όπως έδειξαν οι φαντασιοκοπίες και τα σχόλια διάφορων
ναζί του AfD.
Κάπου θα ξεσπάσει ο ολοένα και αποθρασυνόμενος «μηχανισμός ασφαλείας» - το
λεγόμενο «βαθύ κράτος».
Είναι σαφές ότι δεν είναι πια βιώσιμο το
καπιταλιστικό καθεστώς. Η κρίση που εδώ και καιρό έχει εξαθλιώσει μαζικά την «περιφέρεια»,
είναι πλέον πραγματικότητα και στις χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα. Οι
τελευταίες νησίδες ευημερίας απειλούνται κι αυτές από τη φτώχεια. Το κράτος
εξοπλίζει τις ειδικές δυνάμεις του και ταυτόχρονα υποφέρει από τα επισφαλή του
οικονομικά. Έτσι κυοφορείται το ενδεχόμενο στο μέλλον η καταστολή να μην
εκδηλώνεται στο πλαίσιο «της τάξης και της ασφάλειας» και η «δημόσια αταξία», η
ανοιχτή βαρβαρότητα δηλαδή, να υπερισχύει κάθε προσπάθειας για «δημόσια τάξη».
Στο τεύχος αυτό του exit!
παρουσιάζονται κριτικές προσεγγίσεις μιας σειράς από ιδεολογικά ρήγματα που
εκδηλώνονται σήμερα, εποχή όξυνσης των κοινωνικών ζητημάτων. Τα ρήγματα αυτά
συμπίπτουν με την επιδιωκόμενη «αναγέννηση του εθνικού κράτους», όπως το θέτουν
οι διάφοροι νεοδεξιοί και «ενιαιομετωπικοί» φασίστες [υπέρ της συνεργασίας
εθνικιστών, ναζιστών, πατριωτών, οικογενειακών οργανώσεων, εκκλησίας, μμε
κ.ο.κ.]. Συμπίπτουν επίσης με ένα είδος «θεολογικοποίησης» του μεταμοντέρνου Zeitgeist,
όπως εκφράζεται από διάφορους φιλοσόφους (όπως ο Αγκάμπεν ή ο Μπαντιού) που
επικαλούνται τον Παύλο. Να τονιστεί εδώ οπωσδήποτε ότι τόσο η εξαγρίωση των
μηχανισμών ασφαλείας που αναφέραμε, όσο και η φασιστική στροφή, μπορεί να έχουν
φτάσει σε νέα ύψη στα κέντρα της Δύσης, ωστόσο η πορεία τους προετοιμαζόταν για
δεκαετίες. Η Σολτς σχολιάζει το άρθρο του Ρόμπερτ Κουρτς «Η δημοκρατία τρώει τα
παιδιά της – παρατηρήσεις για τον δεξιό εξτρεμισμό» του 1993. Αναλύει κεντρικές
θέσεις του κειμένου στις ποικίλες διαστάσεις τους (οικονομία, πολιτική, σχέσεις
μεταξύ των φύλων κ.ά.) και εξετάζει την εξέλιξή τους σε διάφορους τομείς μέχρι
το 2018. Ευσταθεί ακόμη, συμπεραίνει η Σολτς, ο κεντρικός ισχυρισμός του Κουρτς
ότι η δημοκρατία και ο εθνικοσοσιαλισμός/φασισμός δεν αποτελούν μορφές δομικά
αντίθετες, αλλά φιλοδοξίες που απορρέουν κι οι δυο από την αντίληψη ότι η
δημοκρατία είναι η οργανωτική μορφή του καπιταλισμού, ακόμη κι αν δεν είναι το
ίδιο πράγμα. Γράφει λοιπόν η Σολτς ότι σήμερα, μετά την χρηματοπιστωτική κρίση
του 2008 και την έκρηξη των ακροδεξιών ιδεολογιών, του αντίστοιχου λαϊκισμού
και της ακροδεξιάς βίας που υποστηρίζονται και από τις αστυνομικές και
στρατιωτικές δυνάμεις, αυτό που έλεγε τότε ο Κουρτς φανερώνεται πλέον σε όλη
του την ένταση. Και καταλήγει ότι «η δημοκρατία ακόμη τρώει τα παιδιά της –
σήμερα μάλιστα τα τρώει στην κυριολεξία».
Στην κατακλείδα της η Σολτς ασκεί κριτική
στο άρθρο του Daniel Späth “Querfront allerorten” (Ακροδεξιά μέτωπα παντού) που
δημοσιεύθηκε στο 14ο τεύχος του exit! Θεωρεί ότι ο Σπετ δεν έλαβε υπόψιν
την ανάπτυξη της ακροδεξιάς (το αργότερο) από την κατάρρευση του σοσιαλισμού
του ανατολικού μπλοκ και την παρουσιάζει σαν να έπεσε από τον ουρανό τα
τελευταία χρόνια. Έτσι ο Σπετ αγνοεί κάποιες ουσιαστικές διεργασίες (μεταξύ
άλλων και αυτές που αναφέρει ο Κουρτς στο άρθρο του 1993), τις οποίες η Σολτς
εξηγεί στο πλαίσιο της κριτικής του διαχωρισμού της αξίας. Ο Σπετ δεν
περιλαμβάνει στην ανάλυσή του τις αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ δεξιού και αριστερού
πολιτικού φάσματος στο σημερινό μετωπικό Querfront και αντ’ αυτού
επικεντρώνεται αποκλειστικά στα κοινά σημεία νεοδεξιάς και φιλελευθερισμού.
Το κείμενο με τίτλο “Staatsgewalt vom Beginn
der Neuzeit bis heute – Der Nationalstaat als Geburtshelfer und Dienstleister
der Warenproduktion“ (Κρατική Βία από τις απαρχές της νεωτερικότητας μέχρι
σήμερα: Το εθνικό κράτος ως μαμή και υπηρέτρια της εμπορευματικής παραγωγής)
του Gerd Bedszent εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η Νέα Δεξιά
διακηρύττει την επανίδρυση των εθνικοκρατικών δομών.
Ο Μπεντσέντ ξεκινά με μια ιστορική
ανασκόπηση, χαρακτηρίζει το κράτος σχετικά πρόσφατο κοινωνικο-οικονομικό
μόρφωμα, προϊόν της πρώιμης νεωτερικότητας και αποτέλεσμα της στρατηγικής
συμμαχίας των απολυταρχικών ηγεσιών με τους αστούς των πόλεων. Καθοριστική για
την προϊούσα εθνική οικονομία υπήρξε η διπλή κυριαρχία κρατικής βίας και
εμπορευματικής οικονομίας. Οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί ήταν απαραίτητοι για
να μετατραπούν οι πληθυσμοί σε λειτουργικά υποκείμενα της εμπορευματικής
οικονομίας και για την εξομάλυνση των συγκρούσεων με τις ανταγωνίστριες εθνικές
οικονομίες. Η σημερινή παγκόσμια κρίση στερεί από τους διοικητικούς μηχανισμούς
των εθνικών κρατών το οικονομικό τους υπόβαθρο. Οι αποκρατικοποιήσεις που
ακολούθησαν την κατάρρευση της οικονομίας είχαν καταστροφικές συνέπειες σε
μεγάλα τμήματα της Αφρικής, της Ασίας, της λατινικής Αμερικής και της
ανατολικής Ευρώπης και πλησιάζουν με καλπάζοντα ρυθμό προς τις ανεπτυγμένες
περιοχές της δυτικής Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής.
Η δομική ανικανότητα των πολιτικών
μηχανισμών να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης ενθαρρύνει την
ανάδυση σκοτεινών πολιτικών ρευμάτων που θέλουν να ταυτιστούν με τη δήθεν
ηρωική εποχή του πρώιμου καπιταλισμού. Στον χοντροκομμένο κόσμο των ιδεών της
ακροδεξιάς δεν υπάρχει χώρος για συζητήσεις περί οικονομικής ανάπτυξης. Τα
αιτήματά τους περιορίζονται στον κατασταλτικό αποκλεισμό των θυμάτων
οικονομικών συμφορών και στη φαντασίωση πολέμων αναδιανομής μετά το τέλος του
κράτους. Το κύμα ακροδεξιάς βίας που χρόνια τώρα μαστίζει τη Γερμανία είναι
ακριβώς μια τέτοια παράφρων προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης.
Όπως αποδεικνύει ο Μπεντσέντ, ούτε στη
θεωρία δεν στέκει η φαντασίωση της ακροδεξιάς για μικρά μορφώματα εξουσίας,
απομονωμένα από τον υπόλοιπο κόσμο… Χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση τέτοια
μορφώματα δεν μπορούν να επιβιώσουν κι αυτό δεν έχει να κάνει με την έλλειψη
κράτους, αφού άνετα μπορεί να δημιουργηθεί μια προσομοίωση κράτους. Εξάλλου οι
δραστηριότητες των ένοπλων ακροδεξιών ομάδων συμβάλλουν τελικά στην αποδυνάμωση
του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Η δράση δηλαδή των ακροδεξιών ενθαρρύνει τη
διαδικασία διάβρωσης των κρατικών μηχανισμών βίας αντί να την αναχαιτίζει.
Στις διαδικασίες κρίσης της καπιταλιστικής
κοινωνικοποίησης η θρησκεία προσφέρει ποικίλες ευκαιρίες ευτυχίας, αποσυμπίεσης
και καταφυγής. Κατά την πυρετώδη αναζήτηση θεραπειών, κάποιοι επικαλούνται τον
άγιο Παύλο που έχει αποκτήσει πλέον νέα θέση στη φιλοσοφική σκέψη, π.χ. του
Αλαίν Μπαντιού και του Τζιόρτζιο Αγκάμπεν. Στην έμπλεη μεσσιανισμού φιλοσοφική
σκέψη τους αναφέρεται το κείμενο του Herbert Böttcher “Hilft in der Krise nur
noch beten? – Zur philosophischen Flucht in paulinischen Messianismus“ (Μόνον η
προσευχή μας έμεινε στην κρίση; Για τη φιλοσοφική καταφυγή στον παύλειο μεσσιανισμό)
Το ενδιαφέρον του Μπαντιού επικεντρώνεται
στον επαναστάτη Παύλο. Μέσω της αναγνώρισης του γεγονότος της έλευσης του
Χριστού ο Παύλος αμφισβητεί τον ιουδαϊκό νόμο και την ελληνική σκέψη και
γίνεται ο ιδρυτής μιας νέας οικουμενικής αλήθειας. Τούτη η αλήθεια γίνεται το
θεμέλιο για τη συγκρότηση του ευσεβούς υποκειμένου. Από την κατάσταση απόλυτης
αδυναμίας που βιώνει στον καπιταλισμό, το υποκείμενο ξαναγίνεται εκ του μηδενός
και πάλι ικανό να δράσει μόνο και μόνο λαμβάνοντας την υπαρξιακή απόφαση να
πιστέψει και να παραμείνει πιστό σε ένα γεγονός κενό περιεχομένου - και στην
αλήθεια αυτού του γεγονότος.
Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν από την άλλη θέλει να
ανακόψει την τροχιά της κατάστασης εξαίρεσης που έχει καταντήσει κανονικότητα.
Με τη βοήθεια του Παύλου κατασκευάζει ένα μεσσιανικό υπόλοιπο που σπάει την
τροχιά, καθώς και έναν «σωτήριο χρόνο, που μένει». Αυτά συγκροτούν το υπόβαθρο
ενός νέου μεσσιανικού τρόπου ζωής «σαν να μην», με άλλα λόγια: μιας νέας ζωής
στον καπιταλισμό, σαν να μην υπήρχε ο καπιταλισμός. Ενώ ο Μπαντιού επιχειρεί να
θεμελιώσει μια ταυτότητα αλήθειας και υποκειμένου, ο Αγκάμπεν θέλει να φτάσει
σε μια μη-ταυτότητα, που αποφεύγει κάθε περιεχόμενο και επικαθορισμό.
Ο Μπέτχερ δείχνει πώς οι δύο φιλόσοφοι
συνδέονται από την άρνησή τους να αναλύσουν τον καπιταλισμό ως «συγκεκριμένη
ολότητα», όπως και η άνευ όρων επιστροφή σε προνεωτερικές παραδόσεις, επιστροφή
που αποκλείει κάθε ιστορική τοποθέτηση και ως εκ τούτου κάθε συζήτηση περί
σχέσεων εξουσίας. Πέρα από σφάλματα θεολογικής φύσης, αυτό οδηγεί και σε μια
εργαλειοποίηση του Παύλου. Η φιλοσοφική επίκληση μιας θρησκευτικής μορφής
αναδίδει μια μεταμοντέρνα θρησκοληψία με χαρακτηριστικά αυταρχισμού,
μοιρολατρείας και εναντίωσης στη στοχαστική σκέψη. Συγγενεύει με τον φιλοσοφικό
υπαρξισμό και τη θεολογική σκέψη που θέτει τη βεβαιότητα πάνω από τις
υπαρξιακές εμπειρίες και επιδιώκει το τόλμημα της απόλυτης πίστης. Τελικά
αποδεικνύεται εξίσου εχθρικό προς την κριτική σκέψη, εξίσου φονταμενταλιστικό
με τα πνευματικά εμπορεύματα που προσφέρουν οι εκκλησίες και η αγορά του
εσωτερισμού.
Τα τελευταία χρόνια έχει ασκηθεί πολλή
κριτική στην «πολιτική της ταυτότητας» αριστερών και αριστερών-φιλελεύθερων. H
queer σκηνή βράζει, όπως έδειξε η έκδοση του Beißreflexe (Αντανακλαστικά
της δήξεως) το 2017 κι άλλων τίτλων της σειράς βιβλίων Kreischreihe. Με την
queer πολιτική ταυτότητας ασχολείται το κείμενο “Geschlecht zwischen
performativer ›Spielmarke‹ und Biologisierung – Eine Kritik spätpostmoderner
Queerness und der medizinische Diskurs um ‘Transsexualität‘“ (To φύλο ανάμεσα
στο επιτελεστικό στοίχημα και τη βιολογικοποίηση: Κριτική της ύστερης
νεωτερικής queerness και ο ιατρικός λόγος για την τρανς σεξουαλικότητα) του
Thomas Meyer. Το κείμενο τονίζει ότι οι κριτικές που σήμερα απευθύνονται στους
queer διατυπώθηκαν τη δεκαετία του 1990 από το φεμινιστικό κίνημα. Επισημαίνει
πως η απαίτηση της queer σκηνής να γίνονται αποδεκτές όλες οι «αποκλίνουσες»
ταυτότητες είναι κι αυτή προβληματική. Το επιχειρεί αναλύοντας τον ιατρικό λόγο
για το φαινόμενο της τρανς σεξουαλικότητας. Θέλει να δείξει ότι μέσα από τον
λόγο για την τρανς σεξουαλικότητα, η δυσφορία στο πλαίσιο του αναγκαστικού
δυισμού των φύλων, η αποτυχία να ενταχθεί κανείς στις μονοσήμαντες κατηγορίες
του φύλου έλαβαν ιστορικά τη μορφή ενός ιατροφαρμακευτικού και εντέλει
χειρουργικού προβλήματος. Έτσι όμως δεν αμφισβητείται ο εξαναγκασμός του φύλου,
αντίθετα, διαιωνίζεται και βιολογικοποιείται. Τελικά η μεταμοντέρνα χαλάρωση
του κώδικα συμπεριφοράς των φύλων δεν άλλαξε και πολλά. Η πολιτική αποδοχής του
queer κινήματος δεν είναι κι τόσο ριζοσπαστική, ειδικά μάλιστα στο πλαίσιο της
εξαχρείωσης της πατριαρχίας (Ροζβίτα Σολτς) και των φασιστικών κινημάτων που
προωθούν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων.
Στο τεύχος 14 του 2016 είχε δημοσιευτεί το
κείμενο του Richard Aabromeit (πρώτο μιας σειράς που προτίθετο να ετοιμάσει)
για την ιστορία του χρήματος. Το κείμενο “Geld ist doch klar – oder?“ (Χρήμα
φυσικά – ή μήπως όχι;) δέχτηκε πολλή κριτική. Στη δημοσιευμένη του μορφή το
κείμενο δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της κριτικής του διαχωρισμού της αξίας.
Φυσικά δεν μπορεί κανείς να περιμένει μια πλήρως επεξεργασμένη θεωρία της
ιστορίας που να περιλαμβάνει την κριτική του διαχωρισμού της αξίας, ωστόσο,
ακόμη κι ένα αποσπασματικό κείμενο οφείλει να μην υπολείπεται τουλάχιστον του
κεκτημένου επιπέδου ανάλυσης. Στο κείμενο “Zur
anhaltenden Aporie der Geschichte – Nachtrag zu ‘Geld – ist doch klar, oder?‘“ (Το επίμονο αδιέξοδο της ιστορίας:
Επιλεγόμενα στο ‘Geld – ist doch klar, oder?‘) ο Tόμας Μάγιερ διατυπώνει
ορισμένες θέσεις για μια φιλοσοφία της ιστορίας στο πλαίσιο της κριτικής του
διαχωρισμού της αξίας και κατόπιν στρέφεται στα προβληματικά σημεία του
κειμένου του Αμπρομάιτ.
Στην συμβολή του με τίτλο “Zur immanenten
Polarität bürgerlicher Geschichtstheorie“ (Η εγγενής πόλωση στην αστική θεωρία
της ιστορίας) ο Jan Luschach αμφισβητεί, από την οπτική γωνία της κριτικής του
διαχωρισμού της αξίας, ορισμένες αξιωματικές θέσεις της νεωτερικής θεωρίας της
ιστορίας, όπως καταρρίφθηκαν τον 19ο αιώνα είτε με την εγελιανή μεταφυσική της
προόδου, είτε με τον λεγόμενο ιστορισμό. Επιχειρεί να καταδείξει ότι και οι δύο
θεωρητικές κατευθύνσεις κινούνται στο ίδιο πλαίσιο σκέψης καταλαμβάνοντας τους
δύο πόλους της «έννοιας» και της «θεώρησης». Αν η τελεολογική και οντολογική
φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ ιδωθεί ως πλήρης αυτονόμηση της έννοιας από
το αντικείμενό της, τότε η σύλληψη της ιστορίας αφενός μοιάζει να μπορεί να
πλησιάσει πολύ το αντικείμενό της, αφετέρου όμως απλώς υποστασιοποιεί τη
συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία και τίποτα παραπάνω. Χάνεται μέσα στην ίδια της
τη θεώρηση και τη διαίσθηση, πράγμα που δυσχεραίνει τη συγκρότηση κριτικών
εννοιών και όρων. Ανατρέχοντας στις σκέψεις για την ιστορία ως «ιστορία των
φετιχιστικών σχέσεων», που πρωτοανέπτυξε στα κείμενά του ο Ρόμπερτ Κουρτς
καταλήγοντας στη σύλληψή του της «ιστορίας ως αδιεξόδου» [απορίας],
ο Λούσαχ συμπεραίνει πως, πέρα από τις ψευδο-εναλλακτικές συλλήψεις της
ιστορίας, οφείλουν να αναλυθούν εκ νέου τα ζητήματα περί συνέχειας και
ασυνέχειας, κοινών στοιχείων και διαφορών, μεταξύ καπιταλιστικών και
προνεωτερικών σχέσεων.
Το βιβλίο
του Ρόμπερτ Κουρτς Weltordnungskrieg (Πόλεμος της Παγκόσμιας Τάξης) μεταφράστηκε
μερικώς στα γαλλικά με τον τίτλο Impérialisme d‘Exclusion et Etat
d‘Exception, Παρίσι 2018 απο τις εκδόσεις Divergences. Στα πορτογαλικά
εκδόθηκε συλλογικός τόμος που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το κείμενο “Die Krise
des Tauschwerts“ (Κρίση της ανταλλακτικής αξίας) του Ρόμπερτ Κουρτς από τις
εκδόσεις Consequência με τον τίτλο A Crise de Valor de Troca, Ρίο ντε
Τζανέιρο 2018. Η μονογραφία του Anselm Jappe για τον Guy Debord επανεκδόθηκε
στα αγγλικά: Ώκλαντ 2018, PM Press (α‘ έκδοση 1999). Το Ökomenischeς Netz
Rhein-Mosel-Saar εξέδωσε συλλογικό τόμο για τα 25 χρόνια της ύπαρξής του στην
Κομπλέντς (2018) με κείμενα μεταξύ άλλων των Χέρμπερτ Μπέττχερ, Ροζβίτα Σολτς,
Ρόμπερτ Κουρτς και Λένι Βίσσεν. Επίσης οι εκδόσεις Heise ετοίμασαν ηλεκτρονική
έδοση του βιβλίου του Tomasz Konicz Faschismus im 21. Jahrhundert – Skizzen
der drohenden Barbarei (Ο φασισμός τον 21ο αιώνα: Το περίγραμμα της
επαπειλούμενης βαρβαρότητας), όπου συγκεντρώνονται κείμενα που ασχολούνται με
ποικίλες όψεις του εκφασισμού των σχέσεων τα τελευταία χρόνια.
Thomas Meyer για τη συντακτική ομάδα του exit! Noέμβριος 2018