Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Εναντιωματικός ρεαλισμός


Κυριακή, Έντουαρντ Χόπερ, 1926


 Αναρτώ ετεροχρονισμένα σε μετάφραση που έκανα σ' ένα άρθρο του Ρόμπερτ Κούρτζ που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2002, στην εφημερίδα Neues Deutschland. Σύνδεσμος του πρωτότυπου κειμένου:



    Οι κοινωνικές διενέξεις πάντοτε αποτελούν και μια μάχη για τις έννοιες, για την «εξουσία ορισμού» του τρόπου με τον οποίο τα προβλήματα γίνονται εν γένει αντιληπτά. Θα μπορούσε κανείς να πει και ότι τα προβλήματα ορίζονται φυσικά κατά κάποιον τρόπο, σύμφωνα προς την λογική του κυρίαρχου συστήματος. Και τότε ένας αντίστοιχος χρωματισμός προϋποθέτει τις έννοιες, ακριβώς όπως το κάνει το πρότυπο του Χαμαιλέοντα. Επ' αυτού δεν υπάρχει καμιά συνειδητή συμφωνία και καμιά λογοκρισία, αλλά λειτουργεί πολύ πιο εκλεπτυσμένα η εννοιοδότηση και η διαδικασία του ορισμού (Prozeß der Definition). Ένας σίγουρος, ας πούμε, τρόπος ομιλίας, ξεκινά να ρητορεύει προς τα έξω και ξαφνικά, όλοι μιλούν κατά τα φαινόμενα, με βαθιά πεποίθηση την ίδια γλώσσα. Ιδίως από κοινωνική και οικονομική άποψη έχει καθιερωθεί στην επιστημονική έρευνα, στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική τάξη μια γενικευμένη διευθέτηση της ομιλίας, από μια «γλώσσα συναίνεσης», η οποία επενεργεί ολοένα και πιο άκαμπτα, ακριβώς επειδή δεν έχει συνταγογραφηθεί κατευθείαν από κάποια διοίκηση.

    Αυτή η κατάσταση πραγμάτων απορρέει του γεγονότος, ότι η επιστήμη, τα μμε και η πολιτική δεν μπορούν να ενεργήσουν εξίσου μουγγά και αυτόματα σαν το αόρατο χέρι της αγοράς. Συγκροτούν την «υποκειμενική» πλευρά σε σχέση με τους «αντικειμενικούς» νόμους του συστήματος. Επομένως, η συμμόρφωση με τις καπιταλιστικές προσταγές δεν δίνεται από μόνη τής, αλλά πρέπει να γίνεται αρχικά, πάντα μέσα σε μια παρεκβατική διαδικασία. Μια ουσιαστική λειτουργία αυτής της ομιλίας συνίσταται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες, στοιχίζονται από κοινού, περιφραγμένοι στις απαιτήσεις του γενικού καπιταλιστικού κλίματος στις οποίες προσαρμόζονται και όλες οι κοινωνικές και πολιτισμικές σχέσεις. Αυτό ακριβώς αξιώνει τούτο το γλωσσικό καθεστώς. Και κατ' αυτή την άποψη, η επιστήμη, τα μίντια και η πολιτική τάξη σχηματίζουν ένα είδος καρτέλ που προσέχει έτσι ώστε κανένα βήμα να μην παρεκκλίνει της γραμμής. Στήνεται τότε, ένα γενικό πλαίσιο όπου η εκάστοτε αγοραία τη φύσει πελατεία τούς, βομβαρδίζεται από απεραντολογίες και ταυτόχρονα της σφίγγουν τα λουριά.

    Η σημασιολογία του ιδεολογικού ελέγχου κυριαρχείται, από εκείνους που έχουν την θεμελιώδη δύναμη να ορίσουν την «πραγματικότητα» και κατά συνέπεια την «ρεαλιστική» πολιτική (Realpolitik). Το κυρίαρχο σημασιολογικό καρτέλ κηρύσσει σήμερα, σαν αρχές της πραγματικότητας, τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής διαχείρισης της κρίσης και αναλόγως επαναπροσδιορίζει την έννοια της μεταρρύθμισης. Το άλλοτε κοινωνικό και χειραφετητικό πάθος για τις μεταρρυθμίσεις, όπως προέκυψε στην διαδρομή της ιστορικής εξέλιξης με την μορφή της συλλογικής ρύθμισης μισθών, του «κράτους πρόνοιας» και των δημόσιων υπηρεσιών, πρέπει τώρα να εξαργυρωθεί, ακριβώς αντίστροφα για μια αντίθετη μεταρρύθμιση (Gegenreform). Οι εκστρατείες για τις ιδιωτικοποιήσεις και τους κοινωνικούς περιορισμούς τρέχουν κάτω από το σύνθημα: «Μαζί μας, προμηνύεται μια Νέα Εποχή».

    Όλοι ανησυχούν αν οι «μεταρρυθμιστές», θα επικρατήσουν έναντι του «αιωνίου παρελθόντος». Κι όλοι καλούνται ν’ αποδεχτούν τους μεταρρυθμιστικούς «συμβιβασμούς στην διάρθρωση της κοινωνίας». Για παράδειγμα: να περικοπούν οι δαπάνες 5 ή 10 τοις εκατό; Πρέπει να κλείσουμε ένα νοσοκομείο ή τον παιδικό σταθμό; Θα έπρεπε να σταματήσει η παροχή των επιδομάτων για τους καρκινοπαθείς ή για τα άτομα με αναπηρίες; Να δοθεί αύξηση 1 τοις εκατό στις παροχές; Μα η επιβάρυνση, θα είναι τριπλάσια στις άλλες υπηρεσίες· ο βαθμός επιδείνωσης που παλεύει για τις μεταρρυθμιστικές γενναιοδωρίες ονομάζεται πια, «καλυτερεύσεις για τον λαό». Ο πολιτικός ανταγωνισμός αφορά μόνο όποιους μπορούν διαρκώς να πουλούν με επιδεξιότητα τις σκληρότερες περικοπές. Και ο πολιτικός χώρος της Αριστεράς απειλείται, ότι χωρίς «πειστικές μεταρρυθμίσεις» κινδυνεύει να μείνει «έκπτωτος στην μηδαμινότητα». Η «εκλογική βούληση» αφήνεται να δει μέσα από την σημασιολογία του ελέγχου, την αφθονία τόσου «ρεαλισμού» και τέτοιας «πολιτικής ωριμότητας» που η ίδια, διψά για χαμηλούς μισθούς, πολιτικές λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις.

    Όμως τούτο το κυρίαρχο γλωσσικό καθεστώς είναι τόσο ξεφτισμένο, όπως οι εδώ και χρόνια πληκτικές αναγγελίες της επικείμενης ανάκαμψης. Εάν συνεχιστεί αυτό, ο κάποτε τιμητικός τίτλος (Ehrenname) του «μεταρρυθμιστή» κινδυνεύει να γίνει τελικά, μία χυδαία βρισιά με την οποία ο «μέσος άνθρωπος» θα κατονομάζει τους κακούς τού γείτονες ή κάποιο αγριεμένο σκυλί. Η πλύση εγκεφάλου δεν λειτουργεί πάντα. Η κυριαρχία της εξουσίας ορισμού της πραγματικότητας μπορεί να σπάσει ασφαλώς από έναν κοινωνικά εναντιωματικό ρεαλισμό (Gegenrealismus). Έτσι μια μεγάλη, συνολική εκστρατεία, ενάντια στο σχέδιο των μισθών της φτήνιας θα ήταν μια πολιτισμική μάχη (Kulturkampf), κάτι πολύ περισσότερο από μια αμιγή κοινωνική πολιτική μέσα στα όρια της πολιτικής αριθμητικής· μια επίθεση για ένα στοιχειώδες πολιτισμικό επίπεδο. Μια εναντιωματική-ρεαλπολιτίκ που θα διαμφισβητεί απηνώς τις περιπλοκές, τις χυδαιότητες και όλα τα παρακλάδια της καταπιεστικής εργασίας και την καταστολή της κοινωνικής πρόνοιας, έχει την δυνατότητα να είναι μαζικά αποτελεσματική.

    Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για μια σοβαρή μάχη διατήρησης των δημοσίων υπηρεσιών ως θεμελιώδες συστατικό μέρος του βιοτικού επιπέδου. «Ο λαός» έχει μπουχτίσει από τους σιδηροδρόμους με τις μετοχές, τα ταχυδρομεία με τις μετοχές και την απειλή της ύδρευσης υπό μετοχικό καθεστώς στον ίδιο βαθμό που συμβαίνει με το σύστημα υγείας δύο ταχυτήτων και την φτηνή κι ανεκπαίδευτη εκπαίδευση. Απ' αυτή την άποψη, η «Αντεπίθεση πυρών» (Πιέρ Μπουρντιέ) δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να οικοδομήσει το «αιώνιο χθες» των γραφειοκρατικών παραδόσεων. Είναι εύλογο άλλωστε το σχέδιο μιας δημόσιας υπηρεσίας με την μορφή της αυτοδιαχειριζόμενης σύμπραξης χωρίς επικερδές κίνητρο που θα ανταπέδιδε πίσω (στις κοινωνίες) τους υλικούς μηχανισμούς και τις υποδομές. Ένας τέτοιος προσανατολισμός συνδεδεμένος με την αξία της δημόσιας χρήσης δεν θα ήταν μεν πέρα από την μορφή της αξίας, μα ενδεχομένως θα ήταν μία αντιληπτή στιγμή χειραφετητικού μετασχηματισμού.

    Αν ο καπιταλισμός δεν μπορεί καν να διατηρήσει το πολιτισμικό επίπεδο, πρέπει και να μην γίνεται αποδεκτός «με υποκλίσεις» από κανέναν. Τουναντίον, ο λογαριασμός είν' ανοιχτός, εφόσον ο καπιταλισμός από την πλευρά τού δεν «εγκρίνει» πλέον, όλο και περισσότερο, την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανάγκη για οργανωμένους σχηματισμούς αντιπροσώπευσης των κοινωνικά εκπατρισμένων δεν θα τελειώσει ήπια -όπως έγινε κάποτε με τους πρόσφυγες του 2ου παγκοσμίου πολέμου που απορροφήθηκαν από το «οικονομικό θαύμα»- αλλά απεναντίας, αυξάνει σφοδρά· και όχι μόνο στην Ανατολική Γερμανία. Η αριθμητική του κυρίαρχου σημασιολογικού και πολιτικού καρτέλ δεν μπορεί να τους παρέχει φωνή, αλλά μόνο να οδηγήσει τις ψήφους τούς στον μύλο της εθνικιστικής-ρατσιστικής αγανάκτησης. Ας πούμε την αλήθεια: Πρέπει να διακυρήξουμε την προσωπική μας ευθύνη κι .όχι την πίστη μας στο Κράτος. Μια προσωπική ευθύνη, κατά την μη γραφειοκρατική έννοια ενός αντιθετικού κινήματος, κοινωνικά αυτόνομου και όχι με την σημασία της άκρως αυταρχικής, μα «χαρωπά ευπρόσδεκτης» πίστης στην αγορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου