του Φώτη Τερζάκη
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή τον Νοέμβριο του 1999.
ΟΤΙ Ο ΓΥΜΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ελεύθερο κάμπινγκ είναι εδώ και χρόνια υπό άτυπο διωγμό είναι σε όλους γνωστό· ο αυστηρός νόμος ενός αχαρακτήριστου υπουργού τού ΠΑΣΟΚ, προστάτη άθλιων και εγκληματικών εργολαβικών συμφερόντων, ήταν απλώς η τελική πράξη που ήρθε να το επικυρώσει. Όσοι προσπερνούν αδιάφορα το θέμα με τη σκέψη ότι στο κάτω-κάτω δεν είναι ελεύθεροι κατασκηνωτές, οφείλουν να γνωρίζουν τι ακριβώς διακυβεύεται εδώ - κι εκείνο που νομιμοποιούν με την παθητική τους αποδοχή.
Κατ' αρχάς ποιος ενοχλείται από το ελεύθερο κάμπινγκ, και για ποιο λόγο;
Το συνηθέστερο επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για την περιφρούρηση τής καθαριότητας των ακτών. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι οι εκ συστήματος ελεύθεροι κατασκηνωτές είναι άνθρωποι με βαθιά περιβαλλοντική ευαισθησία και στην πράξη οι μόνοι που έχουν άμεσο συμφέρον από τη διατήρηση ενός καθαρού και ανεκμετάλλευτου φυσικού περιβάλλοντος - προκειμένου να το βρουν στην ίδια κατάσταση τον επόμενο χρόνο. Όλοι γνωρίζουν ότι πραγματική μάστιγα των ακτών είναι τα μικροαστικά στίφη που ενσκήπτουν οπουδήποτε φτάνει άσφαλτος και υπάρχουν κέντρα διασκέδασης, οι λεγόμενοι εκδρομείς τού Σαββατοκύριακου, που αφήνουν συστηματικά πίσω τους τα θλιβερά τεκμήρια τής καταναλωτικής τους αδηφαγίας. Κατά συνέπεια, ένας μόνο λόγος μένει, ο οποίος ποτέ δεν κατονομάζεται ανοιχτά, που δικαιολογεί μια τέτοια απαγόρευση: τα συμφέροντα των κατά τόπους ξενοδόχων, δωματιούχων και ιδιοκτητών οργανωμένων κάμπινγκ.
Η τάξη αυτών των επιχειρηματιών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αυτοσχέδιοι ερασιτέχνες που συμπληρώνουν τα εισοδήματα τους από άλλες δουλειές παρέχοντας πρόχειρες και κακής ποιότητας υπηρεσίες, διογκώθηκε αναπάντεχα μέσα στην τελευταία εικοσιπενταετία, όταν η αυξανόμενη τουριστική κίνηση στα ελληνικά νησιά τροφοδότησε για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού το πιο τυπικό νεοελληνικό όνειρο: γρήγορα και άκοπα κέρδη. Τσιμέντωσαν όπως-όπως τις ακτές, άνοιξαν δρόμους για αυτοκίνητα, έχτισαν δωμάτια, καφετέριες και εστιατόρια και έγιναν φορτικοί κυνηγοί πελατών σε λιμάνια και παραλίες. Από το όλο σχέδιο δεν εξαιρούνται βεβαίως και οι μεγάλοι, επαγγελματίες επενδυτές τού τουριστικού τομέα, οι οποίοι, διαθέτοντας υλικά και πολιτικά μέσα, επιτάχυναν τη συνολική διαδικασία. Το ρεύμα όμως τού τουρισμού έχει κάπως ανακοπεί αυτήν την τελευταία δεκαετία. Έτσι, μένοντας με άδεια τα δωμάτια και τα καταστήματα τους (που κανείς δεν τους ζήτησε να φτιάξουν), δεν έχουν άλλο τρόπο από το να εξαναγκάσουν ένα κοινό να καταναλώσει τις υπηρεσίες τους. Να παραγάγουν δηλαδή με κάθε τεχνητό μέσο μια ζήτηση.
Δυστυχώς, το ίδιο το κράτος είναι δέσμιο αυτής τής καταστροφικής επιχειρηματικής λογικής. Σε υπουργικό επίπεδο ο τουρισμός γίνεται αντιληπτός ως μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση που πρέπει να απορροφήσει επενδύσεις και να αποφέρει υπολογίσιμα κέρδη. Πρέπει ως εκ τούτου να χτυπηθεί ο «φτωχός» τουρισμός και η αριθμητική μείωση των επισκεπτών να αντισταθμιστεί από μια υπέρογκη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, ολόκληρο το περιβάλλον βιομηχανοποιείται, συσκευάζεται καταλλήλως και προσφέρεται ως ακριβό εμπόρευμα στην αγορά τής οργανωμένης αναψυχής.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να καταλάβει κανείς ότι η βιομηχανοποίηση τού περιβάλλοντος πλήττει πρώτα-πρώτα το ίδιο το αγαθό που φιλοδοξεί να πουλήσει. Ένας από τους λόγους τού μεγάλου τουριστικού ενδιαφέροντος που παρουσίαζε η Ελλάδα τής δεκαετίας τού '70 είναι ότι παρείχε αφειδώς μια σχετικά αμόλυντη και παρθένα φύση η οποία έχει προ πολλού εξαφανιστεί από τις άλλες μεσογειακές ακτές (τής Ιταλίας, για παράδειγμα, ή τής Ισπανίας) ακριβώς εξαιτίας τής βιομηχανοποίησης τού τουρισμού σε αυτές τις χώρες. Στους παράγοντες τής τουριστικής κάμψης τής τελευταίας δεκαετίας οφείλει να συνυπολογιστεί η ίδια η αύξηση τού κόστους (σε συνδυασμό με την χαμηλή ποιότητα) των προσφερόμενων υπηρεσιών αλλά και η σταδιακή υποβάθμιση τού φυσικού περιβάλλοντος που ήταν προϊόν αυτής καθαυτής τής οικονομικής «αξιοποίησης» του. Πρέπει να είναι τυφλός κάποιος για να μη βλέπει ότι, μακροπρόθεσμα, η εμπορική εκμετάλλευση τής φύσης και η αιχμαλώτιση τού περιβάλλοντος στα συμφέροντα μιας βιομηχανίας αναψυχής θα καταστρέφει αναπότρεπτα το ίδιο το προς πώληση αγαθό και θα υπονομεύει σταθερά την ίδια την επιδίωξη τού κέρδους.
Η απαγόρευση τού ελευθέρου κάμπινγκ είναι μια ολοκληρωτική πολιτική με βαρύνουσες κοινωνικές, οικονομικές και οικολογικές σημασίες. Στο κοινωνικό επίπεδο αποστερεί από τους λεγόμενους «φτωχούς» πολίτες (κι εδώ αφορά κατεξοχήν τους «φτωχούς» από επιλογή, εκείνους που έχουν διαλέξει να ζουν με χαμηλό επίπεδο καταναλωτικών αναγκών) το αναφαίρετο δικαίωμα να χαίρονται τις φυσικές ομορφιές τής χώρας τους και κατά τρόπον τέτοιο, τους εξαναγκάζει να ενταχθούν στο ανελέητο παιχνίδι τού παραγωγισμού και τής κατανάλωσης με την απειλή ενός πρόσθετου κοινωνικού αποκλεισμού που τους μεταβάλλει σε μετανάστες και απόβλητους μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Σε οικολογικό επίπεδο, τώρα, οι συνέπειες είναι ολέθριες. Η φυσική αγριότητα γίνεται στόχος ανελέητων επιθέσεων και εξαφανίζεται σημείο προς σημείο: οι παραδείσιοι κόλποι γίνονται σταθμοί για πετρελαιοκίνητα γιοτ, τα μονοπάτια των οδοιπόρων γίνονται οδικές αρτηρίες που φέρνουν το καυσαέριο μέσα στα δάση και στις θάλασσες, η βλάστηση εκριζώνεται και σκεπάζεται από τόνους τσιμέντου, η γαλήνη των ερημικών τοποθεσιών θρυμματίζεται από την ηχορύπανση μιας φτηνής μουσικής διασκέδασης και οι μικροί παραδοσιακοί οικισμοί που ήταν αιώνες αφομοιωμένοι μέσα στο φυσικό περιβάλλον γίνονται πολυσύχναστοι, κακόγουστοι και ακριβοί τόποι εμπορικής συναλλαγής. Η ίδια η φύση, το «κοινό αγαθό» επί τη βάσει τού οποίου και μόνο μια κοινωνία μπορεί να συγκροτηθεί και να νοηθεί ως κοινωνία, γίνεται ένα απέραντο και καταθλιπτικό περιφραγμένο οικόπεδο, είτε κατεχόμενο δεσποτικά από «προνομιούχους» ιδιώτες, είτε από το κράτος (το οποίο μπορεί εν συνεχεία να το διαπραγματευθεί προσοδοφόρα με τέτοιους «προνομιούχους» ιδιώτες).
Το ζήτημα δεν είναι δευτερεύον ή επουσιώδες. Είναι πολύ πιο ζωτικό για όλους μας από τις μισθολογικές διεκδικήσεις οποιουδήποτε συνδικάτου. Αφορά το πιο στοιχειώδες, το πιο αρχέγονο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα τού ανθρώπου, όχι καν ως πολίτη αλλά ως φυσικού όντος τού οποίου τα ζωτικά συμφέροντα συνδέονται με την αυτονόητη νομή τού αέρα, τού φωτός, τού νερού και τής βλάστησης. Η βιομηχανοποίηση τού περιβάλλοντος από τις κρατικά ελεγχόμενες στρατηγικές τού τουρισμού πρέπει σήμερα να γίνεται αντιληπτή και να αντιμετωπίζεται σε συλλογικό επίπεδο όπως ακριβώς ένας στρατός εισβολής. Το παλιό αναρχικό σύνθημα «Γη και ελευθερία» αποκτά μια καινούργια, ειρωνική και μαζί τραγική, σημασία μέσα στους όρους τού μαζικού πολιτισμού και απέναντι στον καρκίνο τής εμπορευματοποίησης που κατατρώει τα σπλάχνα της γης ώρα με την ώρα. Η απαγόρευση τού ελεύθερου κάμπινγκ είναι ταυτόσημη με την εξόντωση των τελευταίων θυλάκων φυσικής αγριότητας - προάγγελος τής οικολογικής και οικονομικής ερήμωσης τής χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου