Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Παρατεταμένη αυτοκτονία

Ελί Λοτάρ, Το Σφαγείο, 1929


Αναρτώ μία μετάφραση σε κείμενο του Ernst Lohoff που δημοσιεύτηκε στη Γερμανική εφημερίδα Jungle World στις 2 Αυγούστου. Σύνδεσμος πρωτότυπου: https://jungle.world/artikel/2018/31/erweiterter-selbstmord?page=all


Πώς ο εμπορικός πόλεμος του Τράμπ κλονίζει την παγκόσμια καπιταλιστική τάξη

   Όπως ήδη γνώριζε ο Κλαούζεβιτς, οι πόλεμοι αρχίζουν αμυντικά. Η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να είναι σαφής πως αυτό ισχύει και για τους εμπορικούς πολέμους. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένων των τιμωρητικών δασμών για τον χάλυβα και το αλουμίνιο που επιβλήθηκαν από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ, εκείνη απάντησε μόνο με περισσότερο ή λιγότερο συμβολικά μέτρα. Τον Ιούλιο, τέθηκαν σε ισχύ δασμοί για το ουίσκι μπέρμπον, το φυστικοβούτυρο και άλλα παρόμοια προϊόντα. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ, η οποία επιδίωξε να περιορίσει τις ζημιές της, κατέθεσε αγωγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), γνωρίζοντας μάλιστα, πόσο λίγο θα νοιαζόταν η αμερικανική κυβέρνηση για μία δυσμενή ετυμηγορία του γι’ αυτήν. Ειδάλλως, η ΕΕ σηματοδοτεί ─με την αμυδρή της ελπίδα, μήπως και αποθαρρύνει την αμερικανική κυβέρνηση─, ότι με την εφαρμογή δασμολογικών αντιποίνων στα αυτοκίνητα, η «κόκκινη γραμμή», όπως συχνά αποκαλείται, θα παραβιαστεί.

   Ενώ η διατλαντική εμπορική διαμάχη υποβόσκει μετά τη «συμφωνία» μεταξύ Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ και Τραμπ, τα σημάδια της σύγκρουσης των ΗΠΑ με την Κίνα κλιμακώνονται. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην τακτική της κινεζικής κυβέρνησης, η οποία αντιδρά σε κάθε νέα οικονομική κύρωση με αντισταθμιστικούς δασμούς σε ίσο αθροιστικό όγκο. Από την άλλη μεριά, η σύγκρουση με την Κίνα είναι πολύ πιο εκρηκτική στα αίτια της από αυτήν με την ΕΕ. Συμπεριλαμβανομένου του ισοζύγιου παροχής υπηρεσιών, που περιλαμβάνει τα έσοδα εταιρειών όπως η Microsoft και η Amazon, δεν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ των ΗΠΑ και συνολικά των χωρών της ΕΕ. Τα υψηλά ελλείμματα δημιουργούνται από τις ΗΠΑ αποκλειστικά στο εμπόριο με τη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης της εκτεταμένης εργασίας φασόν (verlängerte Werkbänk)[1] και μόνο στον τομέα της βιομηχανίας. Αντιθέτως, στην Κίνα αντιστοιχεί σχεδόν το ήμισυ του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος, έως προσφάτως 811 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το έλλειμμα μάλιστα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών φτάνει το 77%.

   Τα τεράστια εμπορικά ελλείμματα στις ΗΠΑ αποτελούν την ραχοκοκαλιά της παγκόσμιας οικονομίας από τη νεοφιλελεύθερη επανάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εάν η δυτική κυριαρχία είχε επιδιώξει μια κλασσική κεϋνσιανή πολιτική στη δεκαετία του '70, προκειμένου να βελτιώσει την ανταγωνιστική κατάσταση της αμερικανικής βιομηχανίας με χαμηλά επιτόκια βάσης και νομισματικό ντάμπινγκ, η διακυβέρνηση του Ρέιγκαν ολοκήρωσε μια ριζική αλλαγή στρατηγικά. Εκμεταλλεύθηκε την ξεχωριστή θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου συναλλάγματος, ενίσχυσε την δυναμική των χρηματοπιστωτικών αγορών και μετέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες με τις πολιτικές των υψηλών επιτοκίων και της περικοπής των φόρων στην γη της επαγγελίας για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που αναζητούσε επενδυτικές ευκαιρίες. Έκτοτε, η μόνιμη εισροή ξένου κεφαλαίου ωθεί την αμερικανική οικονομία. Η νεοφιλελεύθερη θεραπεία για να υπερνικηθεί η ασθενής αύξηση της παραγωγικότητας και ο καλπάζων πληθωρισμός είχε φυσικά, επίσης παρενέργειες. Μόνο το υψηλό επίπεδο των επιτοκίων είχε τεράστια επιβάρυνση στη βιομηχανία των ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Όμως ακόμη πιο θανατηφόρα ήταν η απορρόφηση ξένου κεφαλαίου, η οποία συνοδεύτηκε από την πτήση του δολαρίου στον διεθνή ανταγωνισμό. Η χώρα πέρασε μια κυριολεκτική αποβιομηχάνιση από την οποία ποτέ δεν επανήλθε.

   Έτσι δημιουργήθηκε και μια νέα μορφή διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, στην οποία στηρίζεται σήμερα η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Οι ΗΠΑ εξάγουν ολοένα και μεγαλύτερες μάζες πλασματικού κεφαλαίου, όπως μετοχές και ομόλογα, τα οποία αποτελούν την αναμονή της μελλοντικής αξίας, σε όλο τον κόσμο. Αυτό καθιστά δυνατή ως ανταπόδοση, προ πάντων στην Ανατολική Ασία και στην παγκόσμια πρωταθλήτρια των εξαγωγών Γερμανία, την επιτυχία τούς στις παγκόσμιες αγορές εμπορίου. Στατιστικά, αυτή η ανταλλαγή εμπορευμάτων με πλασματικό κεφάλαιο εμφανίζεται ως έλλειμμα του εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Μόνο στην πρώτη θητεία του Ρέιγκαν αυτό πενταπλασιάστηκε, στα 122 δισεκατομμύρια δολάρια ανά έτος, και μετά συνέχισε να αυξάνεται διαδοχικά.

   Η μεγάλη αναταραχή της κρίσης του 2008 έβαλε αυτή την τρελή τάξη μπροστά σε μια οριακή δοκιμασία. Μετά την χρεωκοπία της Λήμαν Μπράδερς (Lehman Brothers), μια μαζική απόσυρση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου από τις ΗΠΑ απείλησε να καταρρεύσει όχι μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα εκεί, αλλά ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικό ιστό που βασίζεται στην προκεφαλαιοποίηση της μέλλουσας παραγωγής της αξίας. Σε αυτή την κατάσταση —για φαντάσου— η κρατικοκαπιταλιστική Κίνα, ο μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ, προσέφερε την πιο αποφασιστική συμβολή στη σωτηρία του κοινού καπιταλιστικού μαγαζιού. Κατόπιν εντολής της κυβέρνησης, κινεζικά κρατικά επενδυτικά ταμεία αγόρασαν προϊόντα της αμερικανικής αγοράς κεφαλαίων, κυρίως τίτλους του δημοσίου, κι έτσι σταμάτησαν τη φυγή κεφαλαίων από τις ΗΠΑ.

   Μόλις δέκα χρόνια αργότερα, ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και των εταίρων της, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς που είναι εξαρτημένη από τη δυναμική των χρηματοπιστωτικών αγορών, τίθεται και πάλι υπό αμφισβήτηση. Αλλά αυτή τη φορά, ο κίνδυνος δεν προέρχεται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και την εξασθενημένη εμπιστοσύνη του στη φερεγγυότητα των αμερικανικών τραπεζών. Αν’ αυτού, η αμερικανική πολιτική στο πλαίσιο Τραμπ είναι το ξέσπασμα μιας γενικής επίθεσης στα εμπορικά πλεονάσματα των άλλων και κατ’ αυτό τον τρόπο καταγγέλλει τα επιχειρηματικά θεμέλια της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Η δυτική κυριαρχία εγκαταλείπει έτσι την τάξη που είχε η ίδια εγκαταστήσει πριν από 40 χρόνια.

   Σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι αισθάνονται, εν όψει της εμπορικής πολιτικής του Τραμπ, κρύο ιδρώτα στα μέτωπα τους – και δικαιολογημένα. Τόσο πιο ηλίθια είναι, βέβαια, η συνηθισμένη κρίτική τους. Παντού, η ψαλμωδία για το ελεύθερο εμπόριο και την ευλογία τού ψέλνεται για άλλη μια φορά, σαν να μην είναι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός που παρήγαγε λεγεώνες αποτυχημένων. Εάν, ωστόσο, όλοι οι Αμερικανοί είχαν πραγματικά εξίσου ωφεληθεί από τα δήθεν πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου, δεν θα υπήρχε το φαινόμενο Τραμπ.

   Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Λευκός Οίκος έχει εκτροχιαστεί, επειδή η κοινωνική πόλωση είναι κατά συνέπεια ακραία σε εκείνες τις χώρες που συμμετέχουν ως εξαγωγείς πλασματικών κεφαλαίων στον καινούργιο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στη Γερμανία, η ισχυρή θέση της βιομηχανίας έχει δώσει μια τελευταία ευκαιρία σε μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού όσον αφορά στην επισφάλεια και στην εξαθλίωση – το κεφάλαιο τα χρειάζεται ακόμα. Στις εργατικές τάξεις των ΗΠΑ, η διαδικασία του εκμαυλισμού και της κατάπτωσης έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο.[2] Υπό τον Τραμπ, η διάλυση της κοινωνικής συνοχής και ο αποκλεισμός του περιττού πληθυσμού αποκτούν μια νέα ποιότητα. Ο εξοστρακισμός με την μεσολάβηση της αγοράς συμπληρώνεται πια και επικαλύπτεται με ανοιχτά ρατσιστικό και σεξιστικό αποκλεισμό. Παρά τη φρίκη αυτής της εξέλιξης, κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι η διαδικασία του κοινωνικού εκδημοκρατισμού, που ακολουθείται εδώ και δεκαετίες από τους κοσμοπολίτες απολογητές του παγκόσμιου κεφαλαίου, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για αυτή την απότομη αλλαγή.

   Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η πρωτοπόρος χώρα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης προωθεί την εξάρθρωση των παγκόσμιων καπιταλιστικών σχέσεων. Παρόμοια με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την προεδρία Ρόναλντ Ρέιγκαν, η κυβέρνηση Θάτσερ στη Μ. Βρετανία ενίσχυσε μονομερώς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, μεταμορφώνοντας τις πρώην βιομηχανοποιημένες περιφέρειες σε μια ενιαία σκουριασμένη ζώνη και έσπρωξε εκατομμύρια εργαζόμενους στον τομέα των επισφαλών υπηρεσιών.

   Επί δεκαετίες, οι Βρετανοί Συντηρητικοί έχουν καταστήσει την ΕΕ τον αποδιοπομπαίο τράγο γι 'αυτή την «παρενέργεια» του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, επάνω στην οποία το Λονδίνο, οφείλει την θέση του σε μεγάλο βαθμό ως το σημαντικότερο χρηματοοικονομικό κέντρο της Ευρώπης. Μέσω του δημοψηφίσματος Brexit, το άλλοθι των Βρετανών Συντηρητικών έχει γίνει πρακτικά η κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής δράσης. Σε μια προσπάθεια να εδραιωθεί η ιδεολογική ενσωμάτωση του κοινωνικά διχασμένου βρετανικού πληθυσμού μέσω ενός εθνικισμού που αποκλείει, οι κατάπληκτοι Συντηρητικοί ανέλαβαν ξαφνικά την εντολή να παρακάμψουν το διακρατικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εξαρτάται η ευημερία της βρετανικής οικονομίας.

   Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ πηγάζει από την ίδια λογική. Το παγκόσμιο καπιταλιστικό καθεστώς, το οποίο είχε οικοδομηθεί με τη δυναμική της χρηματοπιστωτικής αγοράς από την αμερικανική ηγεσία, προσφέρει μόνο χαμένους σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στη χώρα της. Η κλασική νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει αδιαφορήσει γι’ αυτό εδώ και δεκαετίες. Ο δεξιός λαϊκισμός παρέχει έναν εξωτερικό εχθρό σαν υποκατάστατο, κατηγορώντας τις χώρες εταίρους και τις «αθέμιτες εμπορικές πράκτικές τους» ως υπεύθυνους για την δυσπραγία. Ο Τραμπ είχε ήδη επικεντρωθεί στον προεκλόγικό του αγώνα, να υπηρετήσει την ανάγκη ταυτότητας των λευκών ανδρών, η οποίοι ονειρεύονται ένα οπισθοδρομικό όνειρο παλινόρθωσης της χαμένης υπόληψης της «έντιμης εργασίας». Παραμένει πιστός στη γραμμή αυτή και βρίσκει απήχηση.

   Ο αγώνας για τις διαδικασίες της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, και η απελπισμένη αναζήτηση της Τερέζας Μέι για να βρει μια μέση οδό ανάμεσα στην οικονομική αυτοκτονία και την παραβίαση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος εξακολουθούν να φέρουν τα χαρακτηριστικά μιας επαρχιακής φάρσας. Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, από την άλλη πλευρά, ισοδυναμεί με παρατεταμένη αυτοκτονία. Ακόμη και το να παίζεις με δασμούς και αντίποινα θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα παγκόσμια οικονομική κρίση. Το πραγματικό «πυρηνικό ατύχημα» (GAU)[3] συμβαίνει, ωστόσο, όταν η τροφοδοσία των ΗΠΑ με φρέσκο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διακόπτεται. Ο Αμερικανός πρόεδρος πιστεύει ότι το εμπορικό έλλειμμα των 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων μπορεί να κερδίσει μόνο τού τον εμπορικό πόλεμο και παραβλέπει την ουσία: ένας εμπορικός πόλεμος ενάντια στην Κίνα, η οποία κατέχει το ένα τρίτο των Αμερικανικών κρατικών τίτλων, μπορεί να έχει μόνο καταστροφική έκβαση.


[1] Ο Λόχοφ αναφέρεται ρητά στις συμφωνίες παραγωγής προϊόντων τρίτων κατ’ ανάθεση, το επονομαζόμενο contract manufacturing, όπου μία εταιρεία αναθέτει εξωτερικά το κομμάτι της παράγωγής της σε μια άλλη που εχει συμπιέσει το κόστος. Πρόκειται δηλαδή για τον περίφημο εξωπορισμό (outsourcing) της παραγωγής.
[2]  Σ.τ.μ. Οι ΗΠΑ περνάνε την χειρότερη κρίση τοξικομανίας του πληθυσμού τους από καταβολής του Κράτους πρόνοιας, ενώ οι επιθέσεις μαζικών δολοφονιών σε δημόσιους χώρους τύπου ISIS από αφηνιασμένους έφηβους πολλαπλασιάζονται ακατάπαυστα. Το αμερικάνικο θέαμα αποδεικνύει περίτρανα την ανικανότητά του να πείσει τους υπηκόους του και τους στρέφει ενάντια στους εαυτούς τους. Διότι «τίποτε πλέον δεν λειτουργεί και τίποτα πια δεν γίνεται πιστευτό» Γκυ Ντεμπόρ
[3] Ο Λόχοφ στο πρωτότυπο κείμενο έχει γράψει το γερμανικό ακρωνύμιο GAU που παρομοιάζοντας παραπέμπει στη διαβάθμιση ενός πυρηνικού ατυχήματος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου