Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Merry Crisis and a Happy New Fear

Καλή κρίση κι' ευτυχισμένος ο καινούριος Φόβος



    Ο υφέρπων φόβος. Το πανταχού παρόν αγχογόνο αίσθημα ενός χειραγωγούμενου πανικού. Είναι και η πιο λελογισμένη συνταγή για να εκτρέφεις πειθήνια πολιτικά υποκείμενα. Η κοινωνία ελέγχου* όπου η ποδηγέτηση των υπηκόων της είναι εσωτερικευμένη στην "λαϊκή" βούληση έχει να επιδείξει εξαιρετικές νίκες στα χρόνια της ελληνικής κρίσης χρέους. Κοντέψαμε (Ω! Λα λα!) μέσα στο 2012 να βρεθούμε εκτός ευρωζώνης σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις αλλά ευτυχώς για εμάς οι υπεύθυνοι ευρωπαϊστές επικράτησαν και συνεχίζουν την αυτοκαταστροφικά δημιουργική ανάπτυξη του κεφαλαίου. 
    Κι' αν η αποπομπή μας από το ευρώ και η κατά συνέπεια επιστροφή της δραχμής αποτράπηκε την τελευταία στιγμή με την εκλογή της εγχώριας κομματικής τρόικας ούτως ώστε να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε την αλλοτρίωση της αυτονομημένης οικονομίας ο νέος κίνδυνος που βρίσκεται προ των πυλών και απειλεί το οικοδόμημα μιας πανηγυρτζίδικης δημοκρατίας αποκαλείται πόλεμος των άκρων! Ένας τίτλος εξίσου πιασάρικος με τον πόλεμο των άστρων. Είναι αυτός ο κατ' επίφαση φόβος που ερεθίζει το ανακλαστικό της παθητικής νοικοκυροσύνης και μετατρέπει την μικροαστική τάξη σε διαπρύσιο θεατή της εκχυδαϊσμένης νομιμότητας.
    Πρέπει λοιπόν να καταγγέλλεται η βία απ' όπου κι' αν προέρχεται ασχέτως εάν παρουσιάζει ξεκάθαρα εντελώς διαφορετικούς κοινωνικούς συσχετισμούς αιτίου και αιτιατού. Ο νοικοκυραίος, ο βλαχαναλωτής εθνικών αφηγήσεων, ο νομιμόφρων κεντρώος ψηφοφόρος, ο μεγαλοσχήμων έγκριτος επιφυλλιδογράφος θα αισθανθεί και πάλι το αίσθημα της ασφάλειας όταν το Κράτος αναλάβει υπεύθυνα τον ρόλο του ως κράτος δικαίου. Μόνο που αυτό το τελευταίο έχει πάει περίπατο επειδή διαχειρίζεται μια μόνιμη κοινωνική κατάσταση εξαίρεσης και συνεχώς καταστρατηγεί και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις δικαιωμάτων των υποδούλων του. Καλλιεργώντας σαν επιδέξιος σαδιστής με θεαματικές δηλώσεις την αναπαραγωγή του φόβου καταπραΰνει την καχεκτική συνείδηση τους επιτείνοντας την αναγκαία για την κοινωνική συναίνεση χειραγώγηση τους.
   Το σύνθημα του εξεγερσιακού Δεκέμβρη δεν θα μπορούσε να είναι πιο περιεκτικό, εύστοχο και διαχρονικό όχι μόνο για αυτά τα Χριστούγεννα αλλά και για τα επόμενα που θα 'ρθουν και για τα μεθεπόμενα και..... Χρόνια πολλά λοιπόν με τους επίπλαστους φόβους της κοινωνικής συναίνεσης να εμπεριέχουν και την δυνητική αφήγηση του εφιάλτη της!


*όπως την προσδιορίζει ο Ζύλ Ντελέζ στο δοκίμιο: Υστερόγραφο στις κοινωνίες ελέγχου.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Atmo - Action

Shed: Atmo - Action


     Ένας ακόμη βαρύς και απωθητικός χειμώνας! Οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου επέφεραν τα αντίθετα από τα προβλεπόμενα αποτελέσματα. Τελικά πύκνωσαν τόσο πολύ στην γήινη ατμόσφαιρα ή σαυτό που θεωρούνταν τέλος πάντων ως ατμόσφαιρα έτσι που το παχύ τους στρώμα να είναι αδιαπέραστο για τις ηλιακές ακτίνες. Σύμπασα η γη βυθίστηκε σ' έναν ατέρμονο χειμώνα! Η θερμοκρασία δεν ξεπερνά στο έδαφος τους 11 βαθμούς C. Ο ουρανός απώλεσε τα βαμβακερά του σύννεφα και μαζί όλη του την υγεία. Στη θέση τους μετεωρίζονται απειλητικά τα υβριδικά ελικόπτερα / μετεωρολογικοί σταθμοί που μετράνε την περιεκτικότητα του αέρα σε ανόθευτο οξυγόνο. Και στην θέση του ουρανού βρίσκεται τώρα μια χλωμή αλλά βαθιά απόχρωση του γκρίζου που με την διάθλαση μετατρέπει κατά την αυγή το ηλιακό φως σε σκουρόχρωμο μπεζ. Στην διάρκεια της ημέρας και όταν ο ήλιος διαγράφει στον ορίζοντα την πιο ψηλή του τροχιά το χρώμα του μετατρέπεται σε μία αποπνικτική απόχρωση του καφέ.

   Η πληθώρα των έμβιων εικόνων διαδραματίζεται στο κιαροσκούρο της πραγματικότητας που αλλάζει μόνο όταν το μαγνητικό πεδίο του ήλιου βρίσκεται σε διέγερση δίνοντας στην απόλυτη μονοχρωμία της ένα τραχύ υποφωτισμένο σέπια. Η καθημερινότητα αποτυπωμένη στις αποχρώσεις της πρωτόλειας φιλμογραφίας με βιασμένη όμως την γοητεία αυτής της αισθητικής. Στις πόλεις υπάρχουν ξέχειλοι δρόμοι και τα αυτοκίνητα συνωθούνται αναμεταξύ τους όταν συναντούν φανάρια. Στην πραγματικότητα οι δρόμοι αντικαταστάθηκαν από τις ροές των αμαξιών όμως αυτά εξακολουθούν να έχουν και τα πιο λαμπερά χρώματα αφού πότε δεν αποποιήθηκαν τον φετιχιστικό τους χαρακτήρα. Το τίμημα είναι αποκρουστικά δυσανάλογο Κανείς δεν μπορεί να ποδηλατήσει και τα μικρά παιδιά έχασαν μία καλπάζουσα ελευθερία. Την αίσθηση της ανέλιξης του καθαρού αέρα επάνω στο πρόσωπο σου όταν καβαλάς με ορμή το ποδήλατο σου.

     Κι' όμως για την εξέλιξη της απρόσκοπτης παραγωγής των αυτοκινούμενων φετίχ δόθηκαν λύσεις στα πιο παράλογα προβλήματα όπως αυτό του κυκλοφοριακού. Τα οχήματα στους δρόμους κινούνται με ποσόστωση. Οι επιβάτες τους επιβιβάζονται με ποσόστωση σε αντιστοιχία με τα ωράρια εργασίας. Οι καταναλωτές τους αποβιβάζονται πάλι με ποσόστωση ανάλογα με τον ελεύθερο χρόνο τους ως απόθεμα που προκύπτει από τα κενά ανάμεσα στις ώρες εργασίας τους. Και όσοι δεν έχουν κενά διαστήματα στις δουλειές τους δεν έχουν και ποσόστωση ελεύθερου χρόνου. Ποσόστωση η λειτουργική έννοια της τεχνοκρατίας σε μαγική χρήση Στην πραγματικότητα τα πάντα προσδιορίζονται με την ποσόστωση ακόμα και οι κοινωνικές τάξεις!

    Η τάξη των μικροαστών στερήθηκε τους οδηγούς ταξί από τότε που οι αυτοκινητοβιομηχανίες παρουσίασαν τα μοντέλα τους με τον αυτόματο πιλότο. Οι μεταφορικές εταιρείες απαλλάχτηκαν από τους περιττούς οδηγούς φιλτράροντας το κόστος τους σε καθαρά κέρδη. Η τροχαία απαλλάχτηκε από τους ζωντανούς τροχονόμους στους οδικούς κόμβους. Και τα τετραγωνισμένα προάστια των μεσοαστών στις μεγαλουπόλεις απαλλάχτηκαν από την ασύντακτη πολεοδομία των παραγκουπόλεων που αναπτύσσονται μόνο σε προκαθορισμένες νησίδες! Τα πάντα βρίσκονται σε μία διηνεκή τάξη για να εξυπηρετούν την αέναη κυκλικότητα του ωφελιμιστικού χρόνου. Και ο χρόνος ωφελεί μονάχα την παραγωγή και τις καριέρες.

   Ο χρόνος είναι χρήμα. Το χρήμα είναι χρόνος που χάνεται. Κι ο χρόνος που χάνεται δεν αναπληρώνεται ποτέ. Η απουσία του χρόνου στην απουσία της πραγματικής ζωής. Η απουσία της έκπληξης στο βίωμα της καθημερινής ζωής. Λόγω της αποπνικτικής ατμόσφαιρας οι πολίτες στους δρόμους κυκλοφορούν μασκοφόροι με τα τυπικά γραφειοκρατικά στοιχεία του βίου τους κρεμασμένα σ' ένα ψηφιακό καντράν στο πέτο. Προ πάντων θα πρέπει να διαφυλαχθεί το αίσθημα της τάξης. Η ευταξία προάγει την παραγωγή. Η παραγωγή διασφαλίζει την αποδοτικότητα. Και η αποδοτικότητα δεν πρέπει να εμποδίζεται από το μποτιλιάρισμα στους δρόμους. Ο χρόνος είναι χρήμα. Το χρήμα είναι χρόνος που χάνεται. Κι ο χρόνος που χάνεται δεν αναπληρώνεται ποτέ στο κενό της ζωής. Η απουσία του πραγματικού βίου στην παρουσία του κυκλικού χρόνου. Η θνησιμότητα του αυθορμητισμού στον θρίαμβο της αυτοματοποιημένης στιγμής. Η απουσία των ονείρων στα παιδικά υποσυνείδητα. Αυτά που ακόμα ονειρεύονται ξύλινα αυτοκινητάκια που περιδιαβαίνουν τους τετραγωνισμένους δρόμους.

Shed: The Traveller

Αποσπάσματα μέσα από έναν από τους καλύτερους δίσκους τέκνο των τελευταίων ετών!
Το βιντεάκι έδωσε το ερέθισμα για το ποστ.
--------------------------------------------------------------------------------
 Σε όσες και όσους αρέσει η εν λόγω μουσική μιας και πλησιάζουν αι γιορταί τσιμπήστε κι' ένα πρόσφατο σετάκι που το βρήκα άκρως απολαυστικό παρ' ότι τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά είναι λίγο σούπα!
{resourceTitle} by {username}

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ευφάνταστον τηλεοπτικό πρόγραμμα δι' όλην την οικογένειαν!




     Έχοντας γυρίσει σπίτι σου αργά το Σαββατόβραδο είτε ύστερα από τις βραδυνές άσκοπες τσάρκες, είτε όμως από την δουλειά σου έχεις την δυνατότητα να σκοτώσεις ή να ναρκώσεις λίγο τον χρόνο σου παρακολουθώντας ολίγη Του Βου πριν πέσεις για ύπνο μιας και ξημερώνει Κυριακή η μητέρα της μικροαστικής αργίας, ασχέτως εάν η εξαήμερη εργάσιμη εβδομάδα σου/μου είναι μία ακατάπαυστη κυνική λούπα. Εάν έχεις και τις κοινωνικές σου ευαισθησίες όπως για παράδειγμα το ότι μπορεί και να σε απασχολεί η προέλευση της φτώχειας τότε στέκεσαι πολύ τυχερός που πάνω στο ζάπινγκ πετυχαίνεις στον επίσημο φορέα και προπαγανδιστή του Κρατικού θεάματος, την δημόσια Του Βου το εκπαιδευτικόν πρόγραμμα με τίτλον: Poor us, An animated history of poverty.
   Ω μα τι εξαίσιον δοκυμανδέρ δια την μαύρη και άραχνη φθώχειαν! Ένα δοκυμανδέρ που παρουσιάζει με ψευδοδιαλεκτικό τρόπο την υποτιθέμενη ιστορία της ανθρώπινης δυστυχίας υπό καρτουνίστικη μορφή. Έτσι λοιπόν έχεις μείνει άναυδος μετά τα πρώτα πέντε λεπτά μαθαίνοντας ότι η φθώχεια (Φτου! Παναΐαμ, μακριά από μας τους μικροαστούς) είναι προαιώνια και μας κατατρύχει σαν είδος ήδη από την λίθινη εποχή ασχέτως εάν τότε οι κοινωνικές τάξεις ήταν ανύπαρκτες. Για τα θετικιστικά ασύλληπτα μυαλά αυτού του πιασάρικου πονήματος η φτώχεια προσδιορίζεται από την απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας σαν απόλυτη φυσική κατάσταση, Οι πρώτες πρωτόγονες τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες λόγω της τεχνολογικής τους καθυστέρησης ήταν υπερευαίσθητες και εκτεθειμένες σε παντός είδους φυσικές καταστροφές και οι άνθρωποι στην αδυναμία τους να προφυλαχθούν απ’ αυτές θεσπίζονται στο σύνολο τους από των φωστήρα homo technologicus του 21ου ως homo poverus! Αυτόν δηλαδή τον τεχνολογικό υπεράνθρωπο που εκτόπισε παραδείγματος χάριν στο Σερενγκέτι της Κένυας την αντίστοιχη πρωτόγονη αλλά αυτάρκη κοινότητα των Μασάι* για να εκμεταλλευθεί τα εδάφη τους προς τουριστική τέρψη των αλλοτριωμένων μεσοαστών, δυτικών που επειδή πλήττουν αφόρητα από την βαρεμένη ζωή τους αναζητούν την συγκίνηση σε προπληρωμένα σαφάρι εξολοθρεύοντας πολλαπλάσια ζώα από εκείνα που σκότωναν αυτοί οι "κακομοίρηδες αγριάνθρωποι" για να τραφούν!
   Παρουσιάζοντας σαν πρόλογο το ανεκδιήγητο αξίωμα του homo poverus η εξέλιξη του δοκυμανδέρ σε έχει περίπου προδιαθέσει και για το νόημα της πλοκής του. Οι συντελεστές του προβάλλουν τις απόψεις των ομιλητών σε μία ιδεαλιστικά γραμμική ιστορική αναπαράσταση για την φτώχεια και την ανθρώπινη εξαθλίωση. Συνέχουν λοιπόν σ’ έναν ιστορικό αχταρμά εντελώς διαφορετικές και ασύμβατες περιόδους με εξωγενή κοινωνικά χαρακτηριστικά και αιτίες ως προς το σημερινό καπιταλιστικό χάλι μόνο και μόνο για να μας πείσουν για το αναπόφευκτο της φτώχειας ως κοινωνικής κατάστασης εις το διηνεκές της ανθρώπινης ύπαρξης.
   Γύρω στο 22ο λεπτό αι τεχνοκράται έχουν αποφανθεί: η ανθρωπότητα διάγει μία μακρά περίοδο προόδου. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω! Το 90% του πληθυσμού που βίωνε τις θνησιγενείς συνθήκες ακραίας φτώχειας στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης έχει περιοριστεί σήμερα μόλις στο 20%. Ήτοι μόλις 1,5 δισεκατομμύριο περίπου συνάνθρωποι πεθαίνουνε της πείνας χωρίς να συνυπολογίζεται σε αυτή την διαστροφική έννοια της προόδου το πολιτισμικό, κοινωνιολογικό και οικολογικό κόστος.
      Στο τέλος αυτής της αφάνταστης ταινίας / ντοκιμαντέρ η εξίσωση έχει πάρει σάρκα και οστά: Καπιταλισμός + Κράτος Πρόνοιας - Εμφύλιους Πολέμους = Μείωση της φτώχειας για τις αδύναμες χώρες! Όμως επειδή αυτή η συνταγή δεν δένει πάντοτε το γευστικό γλυκό ή μας πέφτει ενίοτε βαριά, εκείνο που είναι απαραίτητο να συγκροτηθεί είναι μία παγκόσμια εκδημοκρατισμένη διάχυση του καταμερισμού της αφηρημένης εργασίας κατά τους συντελεστές αυτού του υπέροχου πονήματος. Κι' έτσι θα εξασφαλίσουμε με γεωμετρική πρόοδο την αύξηση της πείνας προοδευτικά σε όλους τους πληθυσμούς αφού η αυτοματοποίηση της οικονομικής παραγωγής αποδεκατίζει τις θέσεις δουλείας καθιστώντας την έμβια αφηρημένη εργασία άχρηστη!


----------------------
* καθώς αναλώνει μόνο τους φυσικούς πόρους που της είναι απαραίτητοι για την αναπαραγωγή της. 

 

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Hunger strike



Σύμφωνα με μία έκθεση που συντάχθηκε τον Αύγουστο του 2010 για λογαριασμό της Επιτροπής για την Γεωργία και την ανάπτυξη της Υπαίθρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περίπου το 30% των τροφίμων που παράγονται και προωθούνται στην αγορά για τα κράτη μέλη μένει αδιάθετο και πετιέται στις χωματερές! Υπάρχει δηλαδή ένα πλεόνασμα τροφής το οποίο αντί να διατίθεται στο κομμάτι της κοινωνίας που το έχει απόλυτη ανάγκη πηγαίνει στα σκουπίδια. Έτσι λοιπόν σε μία θαυματουργή εμπορευματική κοινωνία παρ' όλη την κατασπατάληση φυσικών και ανθρώπινων πόρων για την επίτευξη της μεγέθυνσης του επενδεδυμένου κεφαλαίου και παρ' ότι η αφθονία των αγαθών είναι μία πραγματικότητα η επιβίωση των ανθρώπων δεν εξασφαλίζεται ποτέ γιατί πρέπει πρωτίστως να εξασφαλίζεται απρόσκοπτα η διαδικασία της αναπαραγωγής των εμπορευμάτων. Μία καθ' όλα φυσιολογική διαδικασία για κάποιους νέο-ρικαρδιανούς συλλογισμούς.* Η εποχή που οι φουτουριστικοί Ρομπέν των Δασών θα εμφανιστούν στο προσκήνιο ίσως να μην απέχει και πολύ!

 * όμως η θετικιστική συλλογιστική τους είναι φτερό στον άνεμο! Θέλω λίγο καιρό ακόμα για την επίκριση της άποψης τους!

Temple of the Dog:
Hunger strike

I don't mind stealing bread from the mouths of decadence
But I can't feed on the powerless when my cup's already overfilled
But it's on the table
The fire is cooking and they're farming babies, while the slaves are working
The blood is on the table and their mouths are chocking
But I'm growing hungry
I don't mind stealing bread from the mouths of decadence
But I can't feed on the powerless when my cup's already overfilled
But it's on the table
The fire is cooking and they're farming babies, while the slaves are working
And it's on the table, their mouths are chocking
But I'm growing hungry (Growing hungry)
I'm growing hungry (Growing hungry)
I'm growing hungry (Growing hungry)
I'm growing hungry (Growing hungry)

I'm growing hungry (Growing hungry)
I'm growing hungry (Growing hungry)

I don't mind stealing bread (I don't mind)
I don't mind stealing bread
I'm growing hungry (Growing hungry)
I'm growing hungry (Growing hungry)

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Νέο-Ρικαρδιανές πλάνες


Υπάρχουν κάποιες επικριτικές απόψεις επάνω στις θέσεις του Άνσελμ Γιάππε που με την θετικιστική επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν επειδή ακριβώς αναλύουν μία συγκεκριμένη κατηγορία της κοινωνικής ολότητας που ονομάζεται καπιταλισμός δεν αντιλαμβάνονται την στρεβλή πραγματικότητα που αυτή έχει εγκαθιδρύσει. Προς το παρόν επιφυλάσσομαι να επανέλθω μ' ένα νέο κείμενο.* 

* προέχει όμως η χειρωνακτική εργασία ανακαίνισης του σπιτιού ενός φίλου. Τριψίματα-βαψίματα δηλαδή για όλη την εβδομάδα, ας όψεται η αφηρημένη του εργασία που δεν του επιτρέπει να διακινήσει τον μισθό του προς όφελος της εργατικής τάξης. Κοινώς δεν υπάρχει σάλιο για τους φίλους μπογιατζήδες.

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Ποιητής με δυσλεξία

Ένα δυσλεκτικό ποίημα!
( η υποκρισία της μετριότητας, η μετριότητα της υποκρισίας)

Είμαι ο πρώτος ποιητής που μέσα στο στόμα του
χορεύει άτσαλα η δυσλεξία,
όταν στο θυμικό μίας άνευρης κοινότητας
καραδοκεί υπόρρητα η ασφυξία.
Είμαι το ατελέσφορο μοντέλο που πάνω στο σώμα του
σκαρφάλωσε η νευρική ανορεξία,
όταν τα πεζοδρόμια των μικροαστών τα θέριζε και χθες η μισαλλοδοξία.

Είμαι ο άνυδρος σοφιστής που κουβαλά
αιώνια μέσα στις τσέπες του, 
 αιτιολογημένα την δυσανεξία
ενώ οι καθωσπρέπει διανοούμενοι
οργιστικά διατελούν 
σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Τότε οι άστεγοι θα αναθαρρήσουν και θα πουν:
ένας στεντόρειος ποιητής 
που αγωνίστηκε ατρόμητος  
κόντρα στη νεκρική ακαμψία.

Πόσο γελοία εμφάνιση, πόσο κακή η αυταπάτη;
Να βλέπεις την αναπαράσταση του όψιμου επαναστάτη!
Δημοσιογράφους που συνηγορούν ανερυθρίαστα
τα δίκια του ακριβοθώρητου εργάτη!
Ιερείς να ξορκίζουν(ε) αναίσχυντα
την άδολη αγάπη!
Να ευλογούν μπροστά σε μία κάμερα
το μίσος από τις σφηκοφωλιές.
Να μακαρίζουν(ε) τον όχλο
από τραμπούκους, μπάτσους και αριβιστές.
Να δίνουν συμβουλές αγκάθινες
σε αναλφάβητους, φαρμακερούς λαϊκιστές.
Προκλητικά να κοινωνούν 
μαμμόθρεφτους, μυξιάρηδες εθνικιστές.

Ξεθωριασμένες οι διασημότητες πουλάνε
κι’ αγοράζουν στο πλευρό των φασιστών
τον όρθρο της επωνυμίας.
Στάζουν τα σάλια τους 
όταν περήφανοι διαβιούν δεκαπέντε λεπτά 
της επιβλητικής κι' ανόθευτης βλακείας.
Ούτε που δύνανται να φανταστούν
το σφρίγος της απεξαρτημένης κολακείας
Βουτηγμένοι στης ανυπαρξίας την λήθη,
είναι της περιφρόνησης το ανάγνωσμα βγαλμένο απευθείας
απ' του ανίκανου την πλήξη.
Ποτέ τους δεν διανοήθηκαν
γιατί δεν βρίσκουν νόημα στην άχαρη ζωή τους
και επιζητούν απεγνωσμένα
την εξομολόγηση στον τηλεπαρουσιαστή τους.

Είμαι ο ποιητής που στη ζωή του
δεν έφαγα ποτέ με συναδέλφους
ούτε ψωμί, μα ούτε και αλάτι,
κι' ούτε που κρέμασα στην γλώσσα μου 
 προθερμασμένους πλαστικούς διαλόγους
γλείφοντας δουλικά τα γούστα του πελάτη

Είσαι ο αθέμιτος λαϊκιστής που ο λόγος του
φλερτάρει απροκάλυπτα την αγλωσσία
καθώς σαν φάρσα ξετυλίγεται μπροστά στο θυμικό 
ενός ανόητου λαού και πάλι η ιστορία!

(όμως η ΠΟΙΗΣΗ θα σου επιτεθεί
με γνώμονα την αμιγή σου υποκρισία)

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Η πολιτική ουσία του λαϊκισμού


  Έιντζελμπερτ Μετογιέρ. Μαύρη Αυγή, 2009


    Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα δοκίμιο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου από το βιβλίο του: Η "Ρωμιοσύνη" στον Παράδεισο. Σημειώσεις για μία κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού (Εκδόσεις Έρασμος, 1983). Το εν λόγω κείμενο στην ανάπτυξη της προβληματικής του λαϊκισμού ως διάχυτου κοινωνικού φαινομένου θίγει απερίφραστα κάποιες από τις αιτίες που καθιστούν αναγκαία την αντιεξουσιαστική προσέγγιση των διανοουμένων επάνω στα κοινωνικά τεκταινόμενα. Με άλλα λόγια ο διανοούμενος οφείλει ως θεματοφύλακας της κριτικής σκέψης να αποδομεί κάθε μορφή εξουσίας ιδιαιτέρως όταν αυτή εδράζεται επάνω στην επιτηδευμένη κολακεία του λαϊκού φρονήματος. Η ανάδειξη του λαϊκισμού ως κύριου εκφραστή της πολιτικής βούλησης συνεχίστηκε αδιάλειπτα όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τώρα και εν τω μέσω της κρίσης, αυτή η τακτική αφού έσπειρε γενιές και γενιές ανεύθυνων υπεύθυνων, θερίζει τις αντίστοιχες θύελλες. Θεωρώ πως το συγκεκριμένο δοκίμιο είναι εξαιρετικά επίκαιρο και θα προσθέσω επίσης ότι θίγει, εικονοκλαστικά, την στρεβλή ιερότητα που περιβάλλει τα λογοτεχνικά τοτέμ των νεοελληνικού θεάματος.


Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ

Α΄
Διανοούμενος «είναι κάποιος που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται, για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει». Ο αφορισμός ανήκει στον στρατηγό Αϊζενχάουερ και αποδίδει με ακρίβεια όχι μόνο τα δικά του αισθήματα για τους «αυγοκέφαλους» της χώρας του, αλλά και την ενστικτώδη εχθρότητα της πολιτικής εξουσίας γενικά για μια κοινωνική ομάδα ηθικών αντιρρησιών. Τι είναι αυτό που κάνει τους ρεαλιστές πολιτικούς ν’ απεχθάνονται τους διανοούμενους ή πιο σωστά ένα ορισμένο είδος διανοουμένων; Πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα η κοινότοπη θετικιστική καταγγελία του «απροσγείωτου ιδεαλισμού» και της «ανευθυνότητας» των διανοουμένων μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για τους κατηγόρους παρά για τους κατηγορουμένους. Οι διανοούμενοι κατηγορούνται πως «βαδίζουν στα σύννεφα», όταν, και επειδή, αρνούνται να ασκήσουν ένα κοινωνικό λειτούργημα που τους αποδίδεται δεοντολογικά –όταν δεν είναι συνεργάσιμοι με την πολιτική πραγματικότητα.
Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε «λαϊκιστικό» αντιδιανοουμενισμό είναι μια διπλή αντίφαση: α) Ο «λαϊκισμός» είναι α ν τ ι λ α ϊ κ ό ς. β) Ο αντιδιανοουμενισμός, ακόμα και στις πιο «αριστερές» του εκδοχές ευνοεί (και ευνοείται από) διανοούμενους που έχουν ήδη μπει ή επιδιώκουν να μπουν στο παιχνίδι της εξουσίας, Αναλυτικότερα: Ο πολιτικός λαϊκισμός τείνει και ολοκληρώνεται στο φασισμό που είναι η αποθέωση της χυδαιότητας περιτυλιγμένης στο χρυσόχαρτο του Μύθου. Τα λεγόμενα «ποπουλίστικα» κινήματα έχουν έντονα τα εξής φασιστικά χαρακτηριστικά: 1) έναν εθνικισμό που στην «αριστερίζουσα» αστικοδημοκρατικής καταγωγής γλώσσα ονομάζεται «πατριωτισμός», 2) ένα πρακτικό αντικομμουνισμό και μια «σοσιαλιστική» ή και «μπολσεβίκικη» φρασεολογία, 3) μια ειδική σχέση μάζας και αρχηγού μέσα στην οποία απαλείφεται κάθε κριτικότητα, δηλ. κάθε παράγων διαταραχής του μαγνητικού ρευστού μεταξύ αρχηγού και μάζας. Έτσι η «κορυφή» έρχεται «άμεσα», χαρισματικά σ’ επαφή με τις μάζες. Το κωμικοτραγικό και σύντομο ειδύλλιο του ΠΑΣΟΚ με τον «σοσιαλισμό» και η γνωστή μοίρα των πιο προβληματισμένων (και προβληματικών για την κομματική ηγεσία) διανοούμενων του παρέχουν ένα τυπικό παράδειγμα για τις πραγματικές τάσεις και συνέπειες του αντιδιανοουμενισμού μέσα στον πολιτικό χώρο.
Στην πράξη ο αντιδιανοουμενισμός οδηγεί σε κάποια μορφή φασισμού: Περονικής, Νασερικής, Κανταφικής ή κάποιας άλλης μελλοντικής –για να μη μιλάμε αιωνίως για τους παρωχημένους φασισμούς αγνοώντας αυτόν που αναδύεται μπροστά στα μάτια μας. Εννοούμε βέβαια τον σύγχρονο αριστεροειδή φασισμό των ελληνοσοσιαλιστών και των εθνοκομμουνιστών που έχουν κοινό παρονομαστή την δογματική και δημαγωγική «λαϊκοεπαναστατική» γλώσσα. Πρόκειται γενικά για ένα πνεύμα στρατώνα, για τον ίδιο αντιδιανοουμενισμό που εκφράζεται σε μια μεγάλη γκάμα από το ενστικτώδες μίσος του μόνιμου καραβανά (του «παιδιού του λαού») για τον «διοπτροφόρο» νεοσύλλεκτο, μέχρι τον σταλινικό πρακτικισμό, που αντιπαραθέτει την «πειθαρχία» ενός κομματικά ευνουχισμένου εργάτη στην «μικροαστική» εξέγερση του διανοούμενου (ασχέτως αν ο ίδιος ο σταλινισμός αποτελεί την χυδαιότερη έκφραση ενός μικροαστισμού που φόρεσε εργατική φόρμα).
Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός που διέπει κάθε «ποπουλίστικο» κίνημα στηρίζεται πάντα στη «σιωπηρή πλειοψηφία», στην πολιτική αδράνεια του λαού ή, ακόμα χειρότερα, στην επί ποδοσφαιρικού επιπέδου πολιτικοποίησή του. Η πολιτική ουσία αυτού του αντιδιανοουμενισμού δεν συνεπάγεται μόνο τον κραυγαλέο διασυρμό και τη δημόσια καταγγελία του «διανοούμενου» ανθρώπου αλλά όπως και κάθε παρόμοια τελετουργία, αναπαράγει, καλλιεργεί και κολακεύει τις ταπεινές και υποδουλωτικές ανάγκες των μαζών· πίσω απ’ αυτό τον δημαγωγικό λαϊκισμό κρύβεται μια βαθύτατη περιφρόνηση προς τις ίδιες τις μάζες, αφού ο ρόλος που τους επιφυλάσσει ο εξουσιαστικός λαϊκισμός (γιατί κάθε λαϊκισμός είναι ε ξ ο υ σ ι α σ τ ι κ ό ς), ο ρόλος που τους επιφυλάσσει το κράτος, η εκκλησία και το κόμμα δεν είναι ούτε να σ κ έ π τ ο ν τ α ι, ούτε ν’ α π ο φ α σ ί ζ ο υ ν ούτε να δ ρ ο υ ν αλλά να υπακούνε –να λένε τραγουδάκια, να χειροκρατάνε ρυθμικά και κάπου κάπου να ψηφίζουν.
Σ΄αυτό το χώρο του λαϊκού πανηγυριού συναντιούνται οι πολιτικές βεντέτες δεξιάς, κέντρου και αριστεράς και παίζουν το παιχνίδι τους χτυπώντας και ισοπεδώνοντας με το ρόπαλο της λαϊκιστικής συνθηματολογίας κάθε «ανωμαλία», (δηλ. κάθε ερωτηματικό) και κάθε πραγματικό πρόβλημα. Αυτή η επίκληση κι αυτή η χρησιμοποίηση του «λαϊκού» είναι ακριβώς ο φασισμός. Κι είναι καιρός πια να κόψουμε τα πονηρά δεσμά με τα οποία κακομοιριασμένοι φιλόσοφοι και κομπλεξικοί στρατοκράτες συνδέουν το Νίτσε με το Χίτλερ. Γιατί ο φασισμός δεν είναι ούτε «νιτσεϊκός» ούτε «αριστοκρατικός» ούτε «αντικαπιταλιστικός»· ο φασισμός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στριμωγμένος στο τελευταίο του καταφύγιο –στην στραπατσαρισμένη, κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη ψυχή των ίδιων των θυμάτων του.
Μομφές και χαρακτηρισμοί κατά των διανοουμένων («ατομιστές», «απροσγείωτοι», «εγωιστές» κ.α.τ.) θ’ ακούγονται πάντα· και θ’ ακούγονται εν ονόματι του λαού από εκείνους που κυριαρχούν επάνω του και δεν βλέπουν ποτέ με καλό μάτι τα κατεξοχήν «διανοουμενίστικα» αμαρτήματα όπως είναι η πνευματική ανησυχία, η κριτικότητα, ο ιδεαλισμός –δηλ. όλ’ αυτά που στην κομματική γλώσσα μεταφράζονται σε «μικροαστικό υπερεπαναστατισμό» ή «τυχοδιωκτική ανευθυνότητα»· γιατί αυτοί που αυτοχρίονται με το δικαίωμα να κάνουν τέτοιους χαρακτηρισμούς νιώθουν απόλυτα «υπεύθυνοι» -όχι βέβαια απέναντι στον συγκεκριμένο και παρόντα λαό αλλά απέναντι στην αφηρημένη ιδέα του «λαού» και απέναντι στην «ιστορία»· και νιώθουν «υπεύθυνοι», γιατί αυτοί δεν α ρ ν ο ύ ν τ α ι αλλά ασκούν ή διεκδικούν («για τον λαό» και πάνω στη ράχη του λαού) την εξουσία.
Το περίεργο τώρα είναι πως οι διανοούμενοι γίνονται στόχος αυτών των «φίλων του λαού» στο βαθμό ακριβώς που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους (κι αυτό άλλωστε στοιχειοθετεί και την «ανευθυνότητά» τους) και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή, αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και την σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός «καθοδηγητής». Βέβαια, δεν αρνούνται όλοι οι διανοούμενοι την εξουσία· αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως ο στόχος των εξουσιών, όπως και ο στόχος τω μεσσιών, είναι, καθώς είπαμε, εκείνοι ακριβώς οι διανοούμενοι που δεν διεκδικούν την εξουσία –οι «ανεύθυνοι». Όλοι οι φασισμοί ήταν και είναι εναντίον του υποκειμενισμού, του αυθορμητισμού, της ατομικότητας και υπέρ του «λαού»· αλλά ενός λαού που χρειάζεται «μπροστάρηδες», «οδηγητές», «ταγούς», «φύρερ», «εθνοπατέρες» και κομματικούς παπάδες –δηλ. όλους αυτούς που αιώνες τώρα επιμένουν να «σώζουν» τον κόσμο, το σώμα του ή την ψυχή του, με την πυρά και με τον τρόμο, με το σταυρό και με το ξίφος, με το τσεκούρι και με την αυθεντία, με το Λόγο και με το Θαύμα. Κι από κοντά σ’ αυτούς τους σταυροφόρους που ρημάζουν τη ζωή όλος ο παρδαλός θίασος βάρδων και μεσσιών, πνευματικών τραμπούκων, μυσταγωγών και μουσικάντηδων κι όλο το εθνικορεμπέτικο ποιητικό φολκλόρ.

Β΄
Υποσημάναμε στα παραπάνω την διανοουμενίστικη πηγή του «αντιδιανοουμενισμού». Αυτό δεν είναι αντίφαση· είναι μόνο η αντιφατική έκφραση μιας πραγματικότητας ανάλογης με τον αριστοκρατικό «λαϊκισμό». Είναι προβολή της ίδιας της εξουσίας πάνω στο αντικείμενό της. Όλη η έμφαση πέφτει στην προσπάθεια να στεγανοποιηθεί το «αγνό» λαϊκό στοιχείο, η Sancta Simplicitas, από τη σατανική διάβρωση του πνεύματος, από το μίασμα της κριτικής σκέψης. Δεν είναι ο λαός που επιβάλλει τον λαϊκισμό· ο λαός υ φ ί σ τ α τ α ι το λαϊκισμό όπως υφίσταται και τους παιδαγωγούς του –αυτούς που παρουσιάζουν πάντα το πνεύμα σαν την αρρώστια, σαν την «πανούκλα» που απειλεί το σώμα της υγιούς κοινωνίας. Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός είναι έργο διανοουμένων –διανοουμένων στην υπηρεσία του κρατούντος, διανοουμένων εθνικιστών, διανοουμένων σταλινικών, διανοουμένων παπάδων, διανοουμένων λαϊκιστών, διανοουμένων φιλισταίων.
Στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης το φαινόμενο του διανοουμενίστικου αντιδιανοουμενισμού παρατηρείται εκεί όπου η «χαμένη παράδοση» φαίνεται να εισβάλλει μέσα στο «μοντέρνο» ή πιο σωστά το «μοντέρνο» προβάρει απανωτές «πρωτόγονες» μάσκες, οι οποίες δεν φτιάχνονται βέβαια από «πρωτόγονους» τεχνίτες αλλά παράγονται μαζικά στις βιομηχανίες τουριστικών ειδών. Το αποτέλεσμα αυτής της νοθείας στην ποίηση είναι μια «ιδιωματική» γραφή συνδεδεμένη από τη μια μεριά με το σχολαστικό φολκλόρ της «ντοπιολαλιάς» και με το υπεριστορικά αδιατάρακτο «φως του Αιγαίου», κι από την άλλη με τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» που ρέει από το εκκλησιαστικό μέλος και τη γλώσσα των μεσαιωνικών χρονικών. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» και τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, ο μυθοποιημένος Παπαδιαμάντης και η εκλαϊκευμένη Βίβλος δεν είναι μόνο οι πιο κοντινοί μας σταθμοί για το διαρκώς αναγγελλόμενο τουριστικό ταξίδι προς τις «ρίζες», αλλά και οι πιο προσιτές «πηγές» απ’ όπου αντλείται όλη εκείνη η ψευδομεταφυσική σαβούρα, για να παραγεμιστούν όπως όπως τα κενά ενός εφευρεμένου «νεοελληνικού μύθου», που ωστόσο παραμένει πάντα μια έκθετη, διάτρητη ιδεολογία, πότε απολογητική και πότε επιθετική και μνησίκακη σαν θρησκόληπτο γραΐδιο:
Κατά πρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε
αυτός αγαλλιά
[…….]
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε
αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε
ιδεοφορεί.(1)
Καμιά φορά η «αφέλεια» είναι ιδεολογία· στον Ελύτη ήταν επιθετικότητα –η συσσωρευμένη επιθετικότητα της «αισιόδοξης» και «προοδευτικής» γενιάς του ’30 προς τον Καρυωτάκη. Όταν ο Ελύτης με τον «Άξιον εστί» αποφάσισε καθυστερημένα αλλά προκλητικά να «ιδεοφορήσει», δεν βρήκε τίποτ’ άλλο από τα «εθνικοαπελευθερωτικά» αποφόρια, που η πιο σκεπτικιστική μερίδα της αριστεράς, όπως εκφράστηκε μέσα από τα ουσιαστικότερα ποιητικά κείμενα της μεταπολεμικής γενιάς, φρόντιζε να ξεφορτωθεί μαζί με πολλές από τις ακριβοπληρωμένες αυταπάτες της. Ο ελληνικός μύθος του Ελύτη (αυτός ο δήθεν αντι-ιδεολογικός κόσμος των «Προσανατολισμών») γίνεται στο «Άξιον εστί» μύθος ελληνοχριστιανικός, επιπόλαιο άνθος πάνω στο χάσμα που δεν γεμίζει ούτε με την επίκληση στο Σολωμό και τους άλλους «πατέρες», ούτε με ξώπετσες αναφορές στη νεοελληνική περιπέτεια της οποίας δεν αποδίδεται όχι βέβαια ο βιωματικός κραδασμός αλλά ούτε καν η ιστορική της αλήθεια. Η βαθύτερη εμπειρία που ΄κανε τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς να χαράξουν τα λιγοστά τους ποιήματα και να σωπάσουν, προσηλωμένοι σε ένα συνταρακτικό βίωμα που ήταν συγχρόνως συλλογικό και προσωπικό, στο «Άξιον εστί» ταξινομείται, τακτοποιείται, και ενταφιάζεται μέσα στην ετοιμοπαράδοτη ιδεολογική εικόνα του «κακού ξένου». Ο διάβολος είναι πάντα ο «αλλοεθνής»· το σπέρμα του κακού εισάγεται από εξωελληνικούς χώρους, ενώ το ίδιο το ελληνικό τοπίο επιστρατεύοντας την εθνική αυτάρκεια και ιδιαιτερότητά του («ελληνικό φως» κ.α.τ.) αντιστέκεται στον κακό ξένο, γιατί (σύμφωνα και με την ιδεολογία του επίσημου κράτους που διακηρύσσει ότι «οι Έλληνες ηνωμένοι εμεγαλούργησαν») το «κακό» είναι πάντα ο «ξένος»:
Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.(2)
Έτσι ο «αφελής περιηγητής του αιώνος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο Ελύτης, επαναλαμβάνει τον αριστοκρατικό λαϊκισμό του Σικελιανού. Ένα σημαντικό μέρος από τον «σοσιαλισμό» των καλλιεργημένων επτανησίων αρχόντων, που ανακάλυψαν κάποτε το λαό «τους», για να τον αντιτάξουν με μάταιη εκδικητικότητα στον κυρίαρχο πια αστισμό, κατέληξε στον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου ο Σικελιανός, στερνοπαίδι αλλά και υπέρβαση της ξεπεσμένης επτανησιακής αρχοντιάς, χύνει καινούριο αστικό αίμα στις στεγνές φλέβες της έννοιας της αριστοκρατικότητας, καθώς μιλάει για το χώμα «του» και τους χωριάτες «του» όχι πια με την ιδεολογία ενός ξεπεσμένου άρχοντα αλλά με τη συνείδηση ενός νεαρού θεού που βρίσκεται ανάμεσα σε δυνατούς και ωραίους υπηκόους:
Παντού ο λαός· και λάτρεψα
και στη λαχτάρα μου είπα:
«Βάλε το αυτί στα χώματα»
και φάνει μου πως η καρδιά
της γης βαριά αντιχτύπα.(3)
Αλλά το φυσικό συμβόλαιο ανάμεσα στον ποιητή-θεό και στον λαό, αυτή η χαρισματική «προς τα κάτω» διάχυση δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική επικοινωνία αλλά σε μια ιδεολογικοποίηση της χειραγώγησης και της εξουσίας. Η νεαρή αστική ιδεολογία, που είναι ομόλογη προς εκείνη του δημοτικιστικού κινήματος, θα μετατρέψει τον ανιδιοτελή Διόνυσο σε «εκπολιτιστή» Απόλλωνα και θα βάλει σε Τάξη, Αρμονία και Εργασία τον κόσμο. Πίσω από το μύθο και την ιδεολογία της ευεργετικής Αυθεντίας προετοιμάζεται ο Λόγος της αστικής δημοκρατίας:
Μα εσάς, ω ψεύτες, τη ζωή
που αρνιέστε να δουλέψτε,
σας έδεσα στ’ αλέτρια μου·
για ν’ ανεβείτε ένα σκαλί
και λίγη γης να οργώστε
σας κέντησα τη ράχη σας
βαθιά με τη βουκέντρα!(4)
Η σημασία του «Αλαφροΐσκιωτου» δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις μεταγενέστερες βυθοσκοπήσεις του Σικελιανού στις διάφορες «Συνειδήσεις» του. Υπήρξε η τελευταία πλήρης ελληνική έκφραση της ενότητας Ηγέτη-Λαού-Γης. Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ακόμα ένας θεός, ενώ ο Διόνυσος του Ελύτη («Προσανατολισμοί») είν’ ένας μεταμφιεσμένος αστός. Στην αίσθηση του Ελύτη υπάρχει περισσότερος τουρισμός και λιγότερες ψευδαισθήσεις· δεν υπάρχει καμιά τρέλα και καμιά παραφορά (η τρέλα της γνωστής «ροδιάς» του είναι καθαρά σουρεαλιστική, δηλ. ρηματική), δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο και καμιά γελοιότητα, κανένας «σικελιανισμός» -ο Ελύτης δεν ήταν λιγότερο «πονηρεμένος» από τον Σεφέρη. Γι’ αυτό όμως και η προσχώρησή του στην «εθνικοαπελευθερωτική» ιδεολογία είναι περισσότερο διαβλητή από εκείνη του Σικελιανού. Ο Ελύτης πέρασε με αρκετή καθυστέρηση και με ένα άτσαλο πήδημα σ’ ένα χώρο όπου ο Σικελιανός είχε μπει με μια κίνηση το ίδιο θεατρική, αλλά άνετη και μεγαλειώδη όπως στάθηκε ολόκληρη η ζωή του –η ζωή ενός ποιητή-εθνάρχη και μυσταγωγού. Εδώ ακριβώς, στην περιοχή της «εθνικοαπελευθερωτικής» ιδεολογίας που ευνόησε στον Ελύτη την ανάπτυξη μιας οραματικής ευφορίας (Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών)(5) η ίδια η ποιητική μέθοδος παρεκτρέπεται σε «ιδεολογία», καθώς οι λέξεις «παίζουν» όχι μόνο την ποίηση αλλά και την επανάσταση φενακίζοντάς τες και τις δύο –όπως άλλωστε έκανε και ο σουρεαλισμός γενικότερα.

Γ΄
Πολύ κοντά στην πολιτική φιλολογία του λαϊκισμού ανθεί και η θεολογία του. Αυτή η θεολογία, όσο κι αν απωθεί την «πολιτική» και τις «ιδεολογίες», αποτελεί την έσχατη ιδεολογική μεταμόρφωση των πανανθρώπινων και διαρκών αιτημάτων, όταν πέφτουν στα χέρια των θεολόγων. Γιατί η θεολογία κάθε μορφής, όπως και η πολιτική, έρχεται να «τακτοποιήσει» το όραμα και την εξέγερση, τεμαχίζοντας τη βαθύτερη αλήθεια τους σε δόγματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι αυτοί που ρητορεύουν πιο κραυγαλέα απ’ όλους για τις «χαμένες μας ρίζες» χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα και τα ίδια επιχειρήματα με τους υποτιθέμενους αντίποδές τους,  τους πολιτικάντηδες όλων των αποχρώσεων, εναντίον των «φθοροποιών ιδεών της Δύσης», εναντίον των «κακών ξένων» που απειλούν ν’ αφανίσουν την «εθνική μας ταυτότητα».
Αφήνουμε κατά μέρος τον κύριο κορμό της «ορθόδοξης παράδοσης» κι αναφερόμαστε κατευθείαν στις πιο επιπόλαιες σημερινές της εκβλαστήσεις, που φέρουν όλη την ευθύνη για τη χυδαιοποίηση κάθε αυθεντικής παραδοσιακής αξίας μέσα στον κρυπτοπολιτικό ψευδομυστικισμό της νεοελληνικής ιδεολογίας. Οι σύγχρονες sophisticated εκδοχές της χριστιανικής ελληνορθοδοξίας γελοιοποιούνται, τουριστικοποιούνται και αναιρούνται από τους ίδιους τους ανομολόγητα πολιτικοποιημένους φορείς τους.
Ένας νέος χριστιανός θεολόγος(6) νομίζει πως ανακαλύπτει το ιδανικό του σ’ εκείνον το γερο-ψαρά που είναι κομμουνιστής όχι από λογική πεποίθηση αλλά από υπαρξιακή ανάγκη (από «δίψα δικαιοσύνης»). Αλλά ενώ διαπιστώνει το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην πολιτική των ηγεσιών και στην ηθική ποιότητα του γερο-ψαρά, ταυτόχρονα επιχειρεί να στριμώξει αυτή την ποιότητα (που την θεωρεί «έξω» από την πολιτική) μέσα σε μιαν άλλη στρούγκα. Μέμφεται μάλιστα την εκκλησιαστική ηγεσία που αφήνει, υποτίθεται, ανεκμετάλλευτο αυτό το πλούσιο λαϊκό κοίτασμα· και την μέμφεται με τη ρεφορμιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πεφωτισμένος σταλινικός Γκαρωντύ αντιπολιτευόμενος τον παραδοσιακό σταλινισμό. Γιατί κάθε «αντιπολίτευση» προϋποθέτει μια κατ’ αρχήν αποδοχή· κι ο «φωτισμένος» θεολόγος αποδέχεται κατ’ αρχήν τον δικό του «σταλινισμό», τον δικό του «φασισμό», το δικό του «κόμμα» –δηλ. την εκκλησία που την θεωρεί μάλιστα «μόνη που θα μπορούσε να μιλήσει τίμια και αφτιασίδωτα τη γλώσσα του ψαρά».
Έτσι ο «απλός ψαράς» χρειάζεται και στους μεν και στους δε και χρειάζεται έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τον θέλουν να είναι: «αγνός» και «ταπεινός». Τον χρειάζονται και οι μεν και οι δε σαν άγιο, δηλ. σαν θύμα, για να μεταφράζουνε τα πάθη του σε ψήφους ή να φτιάχνουν με το αίμα του μπογιά για κάθε λογής εικονίσματα. Σ’ αυτό συμπίπτουν πολιτικοί και θεολόγοι όσο κι αν ρητορεύουν ο ένας εναντίον του άλλου και οι δυο μαζί υπέρ ενός «λαού» που είναι η βάση κάθε εξουσιαστικού αντιδιανοουμενισμού. Η Sancta Simplicitas που έκανε κάποτε δυνατά τα οράματα ήταν ακόμα και τότε στην υπηρεσία μιας εξουσίας που έστελνε στην πυρά τους αιρετικούς. Αυτή η λαϊκή «απλοϊκότητα» πραγματοποιείται σήμερα στο χυδαίο επίπεδο μιας «πονηρεμένης» βαρβαρότητας, ευνοημένης από τις πολιτικές θεολογίες. Οι σύγχρονοι καθεδρικοί ναοί της Πίστεως είναι χτισμένοι στα Νταχάου και τις Σιβηρίες. Η «απλότητα» και η «αθωότητα» όπως τα εννοεί ο Έλιοτ στο «Δάντη» του οδηγούν, οδήγησαν ήδη, στον δεξιό και στον «αριστερό» αντιδιανοουμενισμό, δηλ. απ’ τον ένα ή τον άλλο δρόμο, στον φασιστικό λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός ήταν πάντα υπόθεση της εξουσίας, όχι των λαών. Το πολιτικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι καταχωνιασμένο βαθιά μέσα στην ψυχή της και συνοψίζεται στο πώς να σωθεί απ’ τους «σωτήρες» της, πώς ν’ απελευθερωθεί από τους «απελευθερωτές» της. Η ελευθερία μέσα στην ιστορία δεν ήταν ποτέ τίποτ’ άλλο απ’ την ελευθερία κάποιων να κυριαρχούν πάνω σε κάποιους. Η συσπείρωση κατά των ισχυρότερων μετέφερε απλώς το πρόβλημα απ’ το βιολογικό στο κοινωνικό επίπεδο. Αλλά η «πρόοδος» δηλ. η μεταβίβαση της κυριαρχίας από την «αριστοκρατία» στη «δημοκρατία» δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως δεν το ’λυσε κι η αντικατάσταση των καθαρόαιμων ευγενικών κτηνών από το άβουλο και περιοδικά μνησίκακο κοπάδι· γιατί απ’ αυτό το κοπάδι που μαντρώθηκε πια στην ιστορία παράγεται τόσο ο «ήρωας» ή ο «υπεράνθρωπος» όσο και το πολιτικό κατοικίδιο των δημοκρατιών –διχάζοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο σε δυο αποτρόπαιες μάσκες. Η «κριτική» στο παρελθόν δεν μπορεί να γίνει απ’ τη σκοπιά του μέλλοντος. Το παρόν είναι που κρίνει την εκλογή μας. Δεν θέλουμε ούτε αυτό που η ανθρωπότητα ονειρεύεται με φρίκη και σκοτεινή αγαλλίαση σαν «παρελθόν» της, ούτε αυτό που ευαγγελίζονται οι ψυχροί προφήτες της τεχνοκρατίας –γιατί δεν είμαστε ούτε με το παρελθόν ούτε με το μέλλον. Θέλουμε δεν θέλουμε, αποτελεσματικά ή ατελέσφορα, υπερασπιζόμαστε το τ ώ ρ α, το σκαλοπάτι που φτάσαμε μπουσουλώντας, σκαρφαλώνοντας, σκοτώνοντας, τραγουδώντας ή κλαίγοντας –υπερασπιζόμαστε πάντα αυτό που είμαστε.

Υποσημειώσεις:

[1] Οδ. Ελύτη, Το  Άξιον εστί, Ι
[2] Οδ. Ελύτη, ό.π., Ζ.
[3] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 266-70
[4] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 950-56
[5] Οδ. Ελύτη, Το Άξιον εστί, Προφητικόν
[6] Πολιτιστική παράδοση και πολιτιστική αλήθεια σήμερα. Μια συνέντευξη του Χρ. Γιανναρά στο περιοδ. ΑΝΤΙ 15/11/1975

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

«Η διασημότητα είναι το αντίθετο της ύπαρξης» Γκυ Ντεμπόρ




     Η Μάρι Μπι είναι ένα οποιοδήποτε κορίτσι επειδή ακριβώς είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Η Μάρι Μπι θα μπορούσε να είναι η γκόμενα μου με την οποία βγήκαμε μετά το σχόλασμα της αφηρημένης μας εργασίας και πήγαμε για σινεμά μήπως ξεσκάσουμε λιγάκι βλέποντας στο Εκράν την Εβδόμη Σφραγίδα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν! Η Μάρι Μπι είναι η φιλενάδα και συμφοιτήτρια μου από την Νομική. Κάνουμε κολλητή παρέα και πηγαίνουμε σπίτι της πυκνά - συχνά μετά το τέλος των μαθημάτων να πιούμε ένα καφεδάκι ακούγοντας Portishead, ενόσω τσατάρουμε σαν δυο αχώριστες φιλές για τα τεκταινόμενα της σχολής μας. Ιδιαίτερα όταν είμαστε σε περίοδο εξετάσεων αυτή μας η συνήθεια είναι ανακουφιστική κι’ εξάλλου η φωνάρα της Beth Gibbons είναι τόσο αγχολυτική! Η Μάρι Μπι δεν είναι μόνο η συναγωνίστρια και συντρόφισσα μας αλλά είναι και πολύ ατομάκι. Μαζί κατεβαίναμε στην συνέλευση του Συντάγματος και μας ανέλυε κάθε φορά τους προβληματισμούς της για τον συμφυρμό της απολιτίκ μάζας στην επάνω πλατεία που εκδηλώνει σαν εμπόρευμα την δυσαρέσκεια της. Εξάλλου η Μάρι Μπι είναι τόοσο καλλιεργημένη και τόοοσο πολυδιαβασμένη! Αφού να φανταστείς την Κοινωνία Του Θεάματος σαν ευαγγέλιο την προασπίζει!
      Η Μάρι Μπι είναι ακριβώς το κορίτσι της καθημερινότητας. Εκείνη που μέσα από την σκληρή και σταθερή δουλειά της, καθιέρωσε την καριέρα της στις εγχώριες και διεθνείς πασαρέλες. Η Μάρι Μπι είναι μεγάλη δουλευταρού! Δεν έγινε έτσι τυχαία η επιστημονική συνεργάτιδα του αυριανού μας πρωθυπουργού Αλέξη. Κατόρθωσε την επαγγελματική της ανέλιξη μέσα από την αδιάβλητη και αξιοκρατική διαδικασία της επιλογής βιογραφικών. Ξέρετε, εκείνης της διαδικασίας που εκτελούν όλες οι εταιρίες όπου ο προϊστάμενος του ανθρώπινου δυναμικού ίσως εν μέσω χασμουρητών, ίσως εν μέσω επιτακτικών βρυχηθμών προς τους υφιστάμενους του, εξετάζει τις ψηφιακές ή Α4 κόλες που παρουσιάζουν τις ζωές των υποψήφιων υπαλλήλων εντελώς αφηρημένα και αποσπασματικά ωσάν η ζωή τους ολάκερη να συμπυκνώνεται στην έκφραση της στείρας και ακατάπαυστης διεκπεραίωσης στεγνών καθηκόντων. Είναι έκδηλο ότι τα βιογραφικά σημειώματα είναι η επίσημη θέσπιση της αλλοτρίωσης. Οι άνθρωποι θεσμικά πλέον δεν έχουν ούτε ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, ούτε φυσιογνωμία, ούτε και ψυχισμό! Έχουν μονάχα να επιδείξουν εργαλειακά καταχωρημένες δραστηριότητες που εκλαμβάνονται ως ένα συμπίλημα παραγωγικών ιδιοτήτων και εργασιακά ποιοτικών δεξιοτήτων πάνω στην μορφή της αφηρημένης εργασίας. Οι άνθρωποι στην αφαιρετικά εγκαθιδρυμένη εξουσία του μεγαλοπρεπούς θεάματος που έχει την απατηλή μορφή κοινωνίας είναι κι’ αυτοί κατεξοχήν εργαλεία δηλαδή αντικείμενα. Ένας λαμπρά αντικειμενοποιημένος πολιτισμός, στον λαμπρό πολιτισμό των αντικειμένων.
      Κι’ όμως η Μάρι Μπί είναι τόσο όμορφη για να είναι αντικείμενο! Τόσο όμορφη που η γαλάζια Μπάρμπι και η πράσινη Μπιμπιμπό ίσως αισθάνονται άβολα και αμήχανα μέσα στην αυταρέσκεια τους. Σίγουρα δεν θα τους είναι και τόσο βολικό να έρχεται μία εξωφυλαρούχα από την γυάλα της μόδας με την ποιοτική ιδιότητα της πολιτικής επιστημόνισσας για να επιβάλλει την παρουσία της στην σκιαμαχία των κοινωνικών προσωπικοτήτων. Εξάλλου η Μάρι Μπι είναι ο δούρειος ίππος της Αριστεράς. Όλα τα πατριωτικά και κουτσομπολίστικα ιστολόγια σφάζονται στην ποδιά της από χθες το πρωί. Υποκλίνονται μπροστά σε μία ακραιφνή Ελληνίδα που η πτυχιακή της εργασία είχε πεδίο έρευνας τον Αχμέτ Νταβούτογλου, δηλαδή τον Χένρι Κισσινγκερ της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής όπως τον αποκαλεί η ίδια. Κι’ έτσι η Μάρι Μπί σκορπά ρίγη συγκίνησης στον μέσο Έλλην αυνανιστή - εθνικιστή που για το έκπαγλο κάλλος της θα ήταν διατεθειμένος ακόμα και τις φλέβες του πατριωτικού θυμικού του να κόψει. Η θεαματική αναπαράσταση της φυλής ως αρχαϊκής ιδεολογίας με την μορφή ηθικής ψευδοαξίας αντικαθίσταται από την βιωματική αναπαράσταση της εργαζόμενης σελέμπριτι ως εκμοντερνισμένης ιδεολογίας με την ίδια μορφή ηθικής. 
     Η Μάρι Μπι ως είδωλο αποκαθιστά και πάλι τους ρόλους της εμπορευματικής κοινωνίας. Και ως εκ τούτου απωθεί την δυνατότητα του διαλόγου και κατά συνέπεια της διαλεκτικής έξω από την υπόσταση της δεδομένης κοινωνίας. Εργάστηκε σκληρά ως μοντέλο προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Και τώρα δρέπει καρπούς στο επιστημονικό επιτελείο του Τσύριζα ως λαμπερό παράδειγμα σκληρά εργαζόμενης που επέδειξε απαρέγκλιτη προσήλωση στους στόχους της και απέδειξε ότι με ορθολογισμό, αποτελεσματικότητα και πρακτικό μυαλό φτάνεις στην εργασιακή Ιθάκη. Όλοι οι ενσυνείδητα εργατικοί άνθρωποι μπορούν πλέον ξεφυσώντας με ανακούφιση να ταυτιστούν μαζί της και να προσβλέπουν στην αξιοκρατική ανταμοιβή των δικών τους εργασιακών κόπων πάντοτε εντός των ορίων της εκχυδαϊσμένης κοινωνίας. Και το ψεύδος της ευτυχισμένης ενοποίησης αυτής της ηλίθιας κοινωνίας εν τω μέσω του κατακερματισμού της μπορεί ακούσια να επαναλαμβάνεται εις τον αιώνα τον άπαντα.
       Ας μην τρέφουμε αυταπάτες! Η Μάρι Μπι είναι στην πραγματικότητα και κατά την υποκειμενική μου πάντα αισθητική κρίση μία πανέμορφη κοπέλα. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Όλα τα υπόλοιπα υπόκεινται στην εξηλιθίωση του θεάματος ως απτό παράδειγμα διαίρεσης και ενότητας μέσα στην φαινομενικότητα αυτού του κίβδηλου και σιχαμερού κόσμου. Η Μάρι Μπι είναι ένα είδωλο, μία ακόμη αναπαράσταση του άμεσου βιώματος και ως αμιγής αναπαράσταση πανέμορφα θα καταναλωθεί!

Παραπομπές:
Α) Κοινωνία του Θεάματος ~ Γκυ Ντεμπόρ. Εκδόσεις: Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2000
ΔAufstieg und Fall des Arbeitsmanns  ~ Norbert Trenkle, Grouppe Krisis Zeitschrift, die theoretische Beiträge 2008