Ορισμένες θλιβερές
κοινοτοπίες για την αδικοχαμένη Κυριακή
Η πραγματικότητα στέκει
αδιάψευστος μάρτυρας της βαναυσότητας του κράτους που είναι αδύνατο να
εξανθρωπιστεί. Μόνο ο αυτοσεβασμός και ο ρεαλισμός που ενέχει μία ενεργή κριτική
συνείδηση οφείλει να το αναγνωρίζει όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτού του
είδους την αναλγησία. Στην αφηρημένη διαχείριση των ανθρώπινων ζωών η λήθη μιας
διαδικασίας υπερισχύει πάντοτε κυνικά ―συνέβη φυσικά και στη πανδημία― απέναντι
στην αλήθεια της επείγουσας ανθρώπινης ανάγκης. Σε μια τέτοια διαδικασία που λαμβάνει
μέσα στην ιστορία συνεχώς διαφορετικές εγκληματικές μορφές γιατί αποτελεί ολοκληρωτικά
έναν κοινωνικό αυταρχισμό αντιστοιχεί η εκβιομηχάνιση της ύπαρξης, η αποκτήνωση
της μετατροπής της ανθρώπινης ζωής σε αντικείμενο που αποστερεί τον άνθρωπο από
τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του. (Μέσα στον 20ο αιώνα η νεωτερική
κοινωνία ταλαντευόταν από το εθνικοσοσιαλισμό του τρίτου Ράιχ και τους ερυθρούς
Χμερ στη Καμπότζη, μέχρι την πολιτιστική επανάσταση της Κίνας ή τις
παιδουπόλεις της Φρειδερίκης ώστε να λάβει την τωρινή μορφή μίας αυταρχικής-δημοκρατικής
διαχείρισης των πληθυσμών που έχουν καταστεί πλεονάζοντες από την κρίση που
μαστίζει τον φιλελευθερισμό της αγοράς και το αόρατό του χέρι προσπαθώντας
μάταια να την υπερβούν.)
Η νοοτροπία του υπαλλήλου η οποία εξ ορισμού
απεκδύεται την κριτική ικανότητα διότι δρα παθητικά ενατενίζοντας δεν μετασχηματίζεται
μέσα στην υφιστάμενη αλλοτρίωση επειδή είναι εγγενής της εξατομίκευσης των
ανθρώπων που έχασαν πλέον και την παραμικρή δυνατότητα της ελευθερίας στη χρήση
των ζωών τους. Όταν τα πάντα εξαντλούνται στον αποδιοπομπαίο τράγο της ατομικής
ευθύνης, αλλά ποτέ δεν θίγονται οι συγκεκριμένες συνθήκες της γενικευμένης υποβάθμισης
της ζωής και κατ’ επέκταση οι ακρωτηριασμένες κοινωνικές σχέσεις, ξεπέφτουμε με
ευκολία στην αθλιότητα της θεωρητικής παρλαπίπας για την αναβάθμιση των
μηχανισμών του κράτους και στον πρακτικό εκφυλισμό της κοινωνίας, με τον
απειλητικό κίνδυνο των κατασταλτικών οργάνων του τα οποία παροτρύνονται, από
τον λαϊκισμό και την απερισκεψία του, να χρησιμοποιούν σφαίρες.
Η συνολική
αδυναμία της κριτικής επανεξέτασης των κοινωνικών δεινών και της καταστρεπτικής
δομής τους στρέφει την παράλογη προβολή της ατομικής ευθύνης επάνω στο ίδιο το
θύμα. Ο μισογυνισμός έρχεται να δηλώσει απροκάλυπτα την παρουσία του έπειτα από
κάθε γυναικοκτονία. Αντί να καταδικαστεί καθολικά μέσα στην ίδια την κοινωνία ώστε
να απομονωθεί η έμφυλη βία, ενδυναμώνεται μια ροπή προς τη σεξουαλική βία με την
θεαματική δαιμονοποίηση των θυμάτων και της συμπεριφοράς τους. Όχι μόνο έχει
εκλείψει νοσηρά η έννοια του αυτοσεβασμού, εξαλείφοντας την δυνατότητα μιας στοιχειώδους
συνείδησης, αλλά παγιώνεται ο εποικισμός ενός συλλογικού θυμικού από κατώτερα
και βάρβαρα ένστικτα. Και τότε έπονται
ενδημικά και άλλες τέτοιεςφρικώδεις δολοφονίες.
Théodore Géricault, Τζόζεφ ο νέγρος - Μελέτη πορτραίτου, 1818-1819
Το
ελληνικό λιμενικό κατέστησε σαφή την αδράνειά του με την δραστήρια συμμέτοχή
του στο θέαμα της διάσωσης των προσφύγων. Γεγονός που αποδείχνει ότι εν μέσω
γελοίων ψεμάτων το κράτος γνωρίζει πολύ καλά πώς μονάχα με την ιδιότητα των πτωμάτων
μπορεί να κάνει αποδεκτά τα θύματα και πως αυτός που κατέχει την εξουσία πρέπει
και να δείχνει πώς με την ανωνυμία τους ξέρει να διευθύνει τη λήθη που προκαλεί
το βολικό γι’ αυτόν ναυάγιο.
Με κρυφή
αφορμή το προδιαγεγραμμένο έγκλημα, όπως ήταν το δυστύχημα των Τεμπών, η
εξουσία υπερθεματίζει μία φαιδρή θεώρηση της ασφάλειας μέσα στους κόλπους μιας κοινωνίας
που έχει εγγυημένα υποβαθμίσει. Είδαμε λοιπόν αυτούς τους κατ’ επάγγελμα «πραγματιστές»,
που αγαπούν περισσότερο απ’ όσο πρέπει τους εαυτούς τους, να διαφημίζουν τις εγγυήσεις
τους χωρίς επ’ ουδενί να παίρνουν στα σοβαρά τη διαρκή αποτυχία της κυρίαρχης
κοινωνικής οργάνωσης κάθε φορά που ήταν πρόθυμη να δεχτεί οποιαδήποτε
αλλοτρίωση θα προάγει την «ασφάλειά» της.
Τούτη η προθυμία γίνεται απροκάλυπτη πια στο
ζήτημα των προσφύγων.Εκεί που η ιδιότητα
του πολίτη δεν συμβαδίζει ούτε κατά διάνοια με την ανθρώπινη ιδιότητα. Εκεί
όπου «η πολιτική οικονομία των ανθρώπινων δικαιωμάτων συνιστά την πραγματική
απειλή» (Ρόμπερτ Κουρτζ). Οι πληθυσμοί των διαλυμένων Κρατών είναι απαξιωμένοι
διότι είναι άχρηστοι προς ουσιαστική εκμετάλλευση κάθε μορφής της αξίας (Μαρξ)
και στερούνται οποιουδήποτε καθεστώτος νομιμότητας. Έπειτα η ύπαρξη νόμιμων
συνόρων ορίζει και την λαθρεμπορία τους. Η περιβόητη νομιμότητα που τα καθιστά κλειστά
ή ανοικτά θεσμοθετεί τη διακίνηση απεγνωσμένων ανθρώπων ως τυπική
επιχειρηματική δραστηριότητα· ως μία προς πώληση διατιθέμενη υπηρεσία για εκείνους
που την έχουν ανάγκη.
Το
ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο ξεπλένουν το πρόσωπο ενός πολιτισμένου
αγιογδύτη πλουτίζοντας επάνω στις πλάτες έκπτωτων κατατρεγμένων. Το πολιτικό
προσωπικό με την επίσημη επαγγελματική διαχείριση των «δικαιωμάτων» τους κι ο
υπόκοσμος με την στυγνή εκμετάλλευση των αναγκών τους. Για τους ευρωπαίους
προμάχους της δημοκρατίας και τους αντίστοιχους έλληνες υπερασπιστές της είναι
προτιμότερο να μαντρωθούν όλοι οι ξυπόλητοι και οι κυνηγημένοι, ρισκάροντας
έτσι εργαλειακά, ακόμη και τον δυνητικό φονταμενταλιστικό εκφασισμό ορισμένων
ανθρώπων που θα έχουν βιώσει την απίστευτα πολιτισμένη Δυτική φιλοξενία μέσα
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι επάνω στο πετσί τους, από το να κοιτάξουν
κατάματα τα χάλια του συστήματος που υπηρετούν στον καθρέφτη. Η βαρβαρότητα
τρέφει τις καλύτερες εκ των δημοκρατικών προθέσεων.
Επί χρόνια το θέαμα
(ΜΜΕ - πολιτική τάξη – επιστήμη) του κυρίαρχου σημασιολογικού καθεστώτος βάφτιζε
την μη αναστρέψιμη απαξίωση των κοινωνικών υποδομών εκσυγχρονιστικά βήματα προς
ελκυστικές επενδύσεις στο πλαίσιο της «αποτελεσματικής» διαχείρισης της οικονομίας.
Η μηντιακή εμπροσθοφυλακή συγκρότησε την αντιλαϊκιστική της μανιέρα καταγγέλλοντας,
με την απαξίωση που φέρει η ηθική κουλτούρα του τεμπέλη, αυτούς που κατήγγειλαν
με τη σειρά τους όλες τις ελλείψεις των υποδομών εφόσον δούλευαν σ’ αυτές και τις
γνώριζαν από πρώτο χέρι. Τα άμεσα αποτελέσματα του ρεαλισμού που κατατρόπωσε τη
λαϊκιστική απειλή βιώθηκαν εφιαλτικά από το ίδιο το σώμα της κοινωνίας στο
σιδηροδρομικό δυστύχημα της Τρίτης. Και είναι δεδομένο πως δεν είναι κι ούτε θα
είναι τα μόνα. Εγκληματική είναι η επικοινωνιακή πλημμύρα εγκαινίων από
διαχρονικά ανύπαρκτες δημόσιες υποδομές και οι «τσάμπα» δηλώσεις και
διαβεβαιώσεις περί άρτιας λειτουργίας τους εφόσον ενισχύουν ένα πλαστό αίσθημα
ασφάλειας μέσα στη κοινωνία (και αυτό αντιστοιχεί και στην πανδημία). Γι’ αυτό
και είναι αχρείαστη η όποια επιτροπή ειδικευμένων σοφών ώστε να αποφανθεί για
τα αίτια μιας καταστροφής. Ο καπιταλισμός εδώ και δεκαετίες, δεν μπορεί ούτε
και θέλει, να διατηρήσει το όποιο πολιτισμικό επίπεδο της ανθρωπότητας
καταστρέφοντας τις φυσικές συνθήκες ύπαρξης της ζωής στον πλανήτη. Το δε πολιτισμικό
επίπεδο των «αξιωματικών και υπαξιωματικών του κεφαλαίου» ―δες το βίδεο― είναι ολοφάνερο
ότι δεν είναι καν άξιο αναφοράς!
Τέσσερις μεσήλικες, εντιμότατα μέλη
της αστικής τάξης, αποφασίζουν να οργανώσουν ένα τριήμερο οργιαστικό
φαγοπότι με σκοπό έναν ηδονικά χορταστικό θάνατο. Στα μελαγχολικά
σκηνικά εκείνης τής εξοχικής βίλας, με τα λουκούλλεια τραπέζια και τις
ηδονιστικές παρουσίες, προαναγγέλλεται αλληγορικά η κρισιακή πορεία τού
σύγχρονου καπιταλισμού. Η αδηφαγία του οδηγεί σε αποπνικτική συσσώρευση
και αυτή σε εξαθλίωση. Ο καπιταλισμός θα αυτοκτονήσει τρώγοντας μέχρι
θανάτου, η επιθανάτια αγωνία του θα έχει τη γεύση τού εμετού. Το
κλασικό κινηματογραφικό αριστούργημα του Μάρκο Φερέρι μας έρχεται πάλι
στο μυαλό αυτές τις μέρες που ένα ζωντανό «μεγάλο φαγοπότι» βρίσκεται σε
εξέλιξη. Μόνο που τους ρόλους τού Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, του Ούγκο
Τονάτσι, του Μισέλ Πικολί και του Φιλίπ Νουαρέ, παίζουν οι αξιότιμοι
κύριοι Βαρδινογιάννης, Μυτιληναίος, Λάτσης και Περιστέρης, με σκηνοθέτη
τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η τεράστια αναδιανομή πλούτου που
συντελείται μπροστά στα μάτια μας, αποτελεί για κάποιους έναν δομικό
παραλογισμό. Μέσω τού χρηματιστηρίου ενέργειας, η τρέχουσα λιανική τιμή
τού ρεύματος είναι σήμερα 14 φορές μεγαλύτερη από το κόστος λιγνιτικής
παραγωγής, 20 και πλέον φορές μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής και
συντήρησης των ΑΠΕ. Με μια απλή κυβερνητική απόφαση αναστολής τού
χρηματιστηρίου, με μια απόφαση δραστικής μείωσης εισφοράς τού φυσικού
αεριού και αύξησης τού λιγνίτη, το κόστος θα έπεφτε αυτομάτως στο 10%
της σημερινής του τιμής και το κερδοσκοπικό παιχνίδι τεχνητής σπάνης, θα
έπεφτε στο κενό. Είναι άλλωστε εμφανές σε όλους το ολιγοπωλιακό
παιχνίδι των τραστ, αφού από τη στιγμή που έσπασε το κρατικό μονοπώλιο
τής ΔΕΗ και επικράτησε ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός, η τιμή τής
κιλοβατώρας έχει ανέβει σχεδόν 1000%. Κι όμως, σε συνθήκες άγριας
κρίσης τού καπιταλισμού, διαρκούς πτώσης τού ποσοστού κέρδους, αυτός ο
τερατώδης παραλογισμός ξεδιαλύνεται αυτοστιγμεί αν σκεφτεί κανείς πως το
κράτος λειτουργεί διαχρονικά ως το «κόμμα των αφεντικών», πως οι
εγχώριοι πάροχοι ενέργειας καθώς και οι μεγαλύτεροι μεταφορείς φυσικού
αερίου στον πλανήτη (οι Έλληνες εφοπλιστές) είναι οι πραγματικοί
ιδιοκτήτες του ελληνικού κράτους, οι ουσιαστικοί εντολείς κάθε
κυβέρνησης μέσα στον καπιταλισμό. Οι εγχώριοι ιδιώτες πάροχοι κερδίζουν
καθημερινά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ με τις πλάτες τού κράτους που,
σε ένα απίστευτο ράλι αναδιανομής, μεταφέρει μεγάλο μέρος του κοινωνικού
πλούτου στα χέρια μιας δράκας ολιγαρχών. Η ταχύτητα και το μέγεθος
αυτής τής κοινωνικής ληστείας συγκαλύπτεται εν μέρει από το γεγονός πως
το κράτος, δανειζόμενο αγρίως, επιδοτεί το μεγαλύτερο μέρος των κερδών
τους, γνωρίζοντας πως το νέο χρέος θα φορτωθεί ξανά στους φτωχούς στο
επερχόμενη κρισιακό κύκλο. Κι όμως οι καπιταλιστές, σε όλα τα μήκη
και πλάτη της γης, δεν είναι απλά μια χούφτα από αδηφάγα καθάρματα,
είναι α ν α γ κ α σ μ έ ν ο ι σε αυτό το φαγοπότι. Πολλά χρόνια πριν τον
Μαρξ, οι κλασικοί αστοί οικονομολόγοι είχαν διαπιστώσει πως η φυσική
τάση τής αγοράς οδηγεί στην πτωτική τάση τού κέδρους. Ήξεραν, κι ας το
αρνούνται σήμερα οι φιλελεύθεροι και αριστεροί τους επίγονοι, πως το
μόνο που παράγει αξία είναι η ανθρώπινη εργασία, αφού τα μηχανήματα
μπορεί να «έχουν αξία», όμως δεν «παράγουν αξία». Ο Μαρξ απλά έβαλε κάτω
την «εξίσωση» και είδε πως οι κεφαλαιοκράτες είναι υποχρεωμένοι
εξαιτίας τού ανταγωνισμού τους να επενδύουν διαρκώς σε σταθερό κεφάλαιο
(μηχανήματα και καινοτόμες υποδομές), και έτσι, μειώνοντας διαρκώς την
εξάρτησή του από την ανθρώπινη εργασία, πετώντας όλο και περισσότερους
εργάτες εκτός παραγωγής, να αυξάνουν εκείνη την περίφημη Οργανική
Σύνθεση τού Κεφαλαίου, που με τη σειρά της, μοιραία και παράδοξα
ταυτόχρονα, αποσαθρώνει τον ίδιο τον καπιταλισμό, αφού βρίσκεται στον
παρονομαστή τού κλάσματος τής κερδοφορίας του. Ο Μαρξ απέδειξε τη
νομοτελειακή πορεία προς την κρίση. Όσο η αγορά λειτουργεί «κανονικά»,
όσο δηλαδή ο νόμος της συσσώρευσης εκτρέπει τον πλούτο στα χέρια όλο και
λιγότερων, τόσο τα ποσοστά κέρδους θα μειώνονται ασφυκτικά, παραλύονται
το ίδιο το «κίνητρο» επένδυσης, την ίδια την αγορά. Από την εποχή
του Μαρξ ο καπιταλισμός μηχανεύτηκε πολλούς τρόπους για να υπερβεί την
πτώση τού ποσοστού κέρδους, τον βέβαιο θάνατό του. Με την αποικιοκρατία
προσπάθησε να διευρύνει τις αγορές σε όλο τον πλανήτη, με τους
παγκόσμιους πολέμους προτίμησε να καταστρέψει υποδομές, σταθερό και
μεταβλητό κεφάλαιο, για να μπολιάσει εκ νέου την κερδοφορία πάνω στα
ερείπια. Μετά επιχείρησε τον εσωτερικό αποικισμό, εμπορευματοποιώντας
κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Με την
Τρίτη βιομηχανική επανάσταση ενέταξε τον αυτοματισμό στην παραγωγή
ελπίζοντας σε ένα άλμα παραγωγικότητας και κερδοφορίας, που όμως,
οδηγώντας σε μαζική ανεργία, πριόνισε ταχύτατα την κερδοφορία και βάθυνε
την κρίση. Μην έχοντας άλλη στρατηγική, εδώ και δυο δεκαετίες,
αποικιοποιεί το μέλλον, δανείζεται μανιωδώς, εξαργυρώνοντας στο σήμερα
τους καρπούς μιας υποτιθέμενης μελλοντικής αξίας, που μόνο στην φαντασία
του υπάρχει. Όσες στρατηγικές κι αν ακολούθησε, καμία δεν του βγήκε. Κι
όμως συνεχίζει, σαν ημιθανής υπέρβαρος ήρωας τού Φερέρι. Θα προτιμήσει
την αυτοκτονία από το να αμφισβητηθεί η ιδιοκτησία του. Γιατί στη
βάση όλης αυτής της αυτοκτονικής αδηφαγίας, αυτής που νομοτελειακά τον
οδηγεί στον θάνατο δια πνιγμού, είναι η ιδιοκτησία τού κεφαλαίου. Όσο η
ιδιοκτησία παραμένει ο θεμελιώδης θεσμός τής κοινωνικής μηχανικής, όσο η
παραγωγή βασίζεται ακόμα στον ανταγωνισμό, τόσο θα γίνεται περισσότερο
παρόντας και ασφυκτικά ανυπέρβατος εκείνος ο παλαιός νόμος της πτωτικής
τάσης του ποσοστού κέρδους. Όσο ο κόσμος αρνείται τη σωτηρία του και ο
συλλογικός λυτρωτής απουσιάζει, τόσο οι επενδύσεις θα δίνουν ασύμφορες
(έως αρνητικές) αποδόσεις και οι τράπεζες θα τυπώνουν χρήμα πάνω στο
χρήμα: εικονική επέκταση της πίστωσης, μια μελλοντική προσδοκία που έχει
την αφέλεια να θεωρεί πως εξαργυρώνεται στο παρόν. Στο περιβάλλον
αυτής της οριακής κρίσης, με τους καπιταλιστές πιο αδηφάγους από ποτέ,
με την αναδιανομή πλούτου να τρέχει με πρωτοφανείς ρυθμούς στην
ανθρώπινη ιστορία, κάτω από την επίκληση μια διαρκούς (πραγματικής)
κρίσης του κεφαλαίου, οι όποιες μεταρρυθμιστικές ή «φιλολαϊκές»
πολιτικές εντός τού συστήματος, που κάποτε υπόσχονταν μια ζούγκλα με
«ανθρώπινο πρόσωπο», μοιάζουν με σαχλαμάρες εγχειριδίων «αυτοβελτίωσης». Εγκλωβισμένη
στο παλαιό σχήμα τής ήττας, αποδεχόμενη εδώ και δεκαετίας το there is
no alternative (ΤΙΝΑ) τού καπιταλιστικού τρόπου, καμία
σοσιαλδημοκρατική, εναλλακτική ή ριζοσπαστική πολιτική δεν έχει
κατανοήσει (ή δεν θέλει να κατανοήσει) το μέγεθος τής κρίσης, σε τι
τερατώδες αδιέξοδο βρίσκεται ο παγκόσμιος καπιταλισμός και πως προσπαθεί
να συγκαλύψει μια ολοκληρωτική κατάρρευση σωρεύοντας δυσθεώρητα χρέη.
Καμία τέτοια δεν έχει κατανοήσει τι φτώχεια και εξαθλίωση περιμένει την
εργατική τάξη τα ερχόμενα χρόνια και τον πολιτικό ολοκληρωτισμό που
εγκυμονεί για να τη διαχειριστεί, έναν πολιτικό ολοκληρωτισμό που
προκύπτει ως «φυσικό εποικοδόμημα» μιας όλο και μονοπωλιακότερης αγοράς. Καμία
μεταρρυθμιστική πολιτική δεν έχει κατανοήσει (ή δεν θέλει να
κατανοήσει) όλα τα παραπάνω, γιατί αν τα κατανοούσε θα μιλούσε για
απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής εδώ και τώρα, για κοινωνική
αυτοδιαχείριση παντού εδώ και τώρα, για μηδενισμό των εξοπλιστικών
δαπανών, για ριζική μείωση των ωρών εργασίας, μηδενισμό της ανεργίας,
για έναν ενιαίο μισθό και μία σύνταξη για όλους, για κοινωνική
απαλλοτρίωση τού αμύθητου ολιγαρχικού πλούτου και του κεφαλαίου ΕΔΩ ΚΑΙ
ΤΩΡΑ, και όχι για «επιδόματα», «κοινωνικό (παρα)κράτος», «φιλολαϊκή
στροφή», για 13ο δρόμο προς τον σοσιαλισμό, για «μετα-καπιταλισμό» και
διάφορες άλλες τέτοιες αβυθομέτρητες μπαρούφες.
«Ο κύριος εχθρός
βρίσκεται μέσα στην ίδια του τη χώρα» έγραψε ο Καρλ Λίμπκνεχτ κατά τη
διάρκεια του Α’ παγκόσμιου πολέμου, μία φράση η οποία έμεινε βαθιά χαραγμένη στην
συλλογική μνήμη της Αριστεράς. Η παρόρμηση της μητροπολιτικής Αριστεράς να
αρνηθεί την κινητοποίηση ενάντια στον εξωτερικό εχθρό δεν έρχεται τυχαία. Η
καπιταλιστική παγκόσμια κοινωνία αποτελεί εν τέλει, μία επιβεβαιωμένα
ιμπεριαλιστική τάξη, στην οποία η εξουσία και η επιρροή κατανέμονται εξαιρετικά
άνισα σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Κατά συνέπεια, τα κράτη του
καπιταλιστικού κέντρου ορίζουν τον ρυθμό με τον οποίο πρέπει να χορεύει η
περιφέρεια της παγκόσμιας αγοράς και καθορίζουν επίσης κατά κανόνα τα ηγεμονικά
πρότυπα ερμηνείας.
Ακόμη και ο πόλεμος υπό την ηγεσία των
ΗΠΑ εναντίον του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν ακολούθησε το 2003 στο Ιράκ
τούτο το γνώριμο σενάριο. Εν τούτοις, σηματοδοτεί συγχρόνως ένα ιστορικό ορόσημο.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν, να συντρίψουν στρατιωτικά την
ετοιμόρροπη αναπτυξιακή δικτατορία του Ιράκ σε χρόνο μηδέν· παρ’ όλα αυτά η
πολιτική αναδιοργάνωση κατέληξε σε φιάσκο. Η ιδεολογική αίσθηση του καθήκοντος
με την οποία η Δύση τη δεκαετία του ’90 σύρθηκε στους «πολέμους για τα
ανθρώπινα δικαιώματά» της, ως αυτοαποκαλούμενος παγκόσμιος αστυφύλακας, έχει
έκτοτε εξαφανιστεί εντελώς.
Όχι ότι η Δύση δεν είναι πλέον σε θέση να
επιβάλλει παγκοσμίως την υπεροχή των οικονόμικών της συμφερόντων. Σοφά σε τούτο
το έδαφος, οι εκάστοτε Πούτιν, Λουκασένκο και Ερντογάν αυτού του κόσμου ούτε καν
αμφισβητούν τις ΗΠΑ και τα κράτη της ΕΕ. Άλλωστε, αμέσως μετά τον θρίαμβό τους
την περασμένη χρονιά οι νικητές Ταλιμπάν μεταμορφώθηκαν σε ικέτες ζητώντας από
τη Γερμανική κυβέρνηση, μεταξύ άλλων, ανθρωπιστική βοήθεια· ωστόσο η
συμπεριφορά τους στη σφαίρα της πολιτικής ταυτότητας γίνεται τόσο πιο
πολεμοχαρής. Κάθε είδους απολυταρχικοί παίρνουν την πόζα του αντιιμπεριαλιστή
αγωνιστή και θορυβωδώς δεν ανέχονται οποιοδήποτε δυτικό πατρονάρισμα ενώ την
ίδια στιγμή δοκιμάζουν ν’ αποκτήσουν δοσοληψίες με τη Δύση.
Αν το μοναδικό τίμημα για τούτη την
αλλόκοτη μορφή συνεργασίας και αντιπαράθεσης, ήταν να χάσει το κύρος της η Δύση
τότε το όλο ζήτημα θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί μια ασήμαντη μπαγαποντιά για
την Αριστερά που προσανατολίζεται προς την χειραφέτηση. Δυστυχώς, τα πραγματικά
θύματα της αντιπαράθεσης βρίσκονται εντελώς αλλού. Οι αυταρχικοί εξουσιαστές παίζουν
από σπόντα [διπλό παιχνίδι]. Επιδιώκουν τη σύγκρουση με τη Δύση ώστε να
εξασφαλίσουν τον έλεγχο επάνω στους δικούς τους λαούς. Αντιπαρατιθέμενοι στην
Δύση, τα καθεστώτα των «κλεφτών και απατεώνων» ―όπως ο Αλεξέι Νοβάλνι και άλλοι
αντιπολιτευτικοί αποκαλούν το ρωσικό κυβερνών κόμμα Ενωμένη Ρωσία― θέλουν να ανακτήσουν τη νομιμότητα που απολάμβαναν
στην Ρωσία και αλλού, και την έχουν χάσει προ πολλού, σε μία κοινωνία
εξαντλημένη από την διαφθορά και την κοινωνική αθλιότητα.
Πρόθεσή τους είναι να τοποθετήσουν τις
σχέσεις τους επάνω στην ακόλουθη επιχειρηματική βάση: οι ΗΠΑ και η ΕΕ πρέπει ν’
αποκηρύξουν τις φλυαρίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την δημοκρατία και ν’
αφήσουν στα αυταρχικά καθεστώτα την εξουσία τους και την ελευθερία τους στην
κυριαρχία και την κατοχή των δικών τους πληθυσμών. Τότε η ειρηνική εξισορρόπηση
των συμφερόντων δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα.
Η υπόθεση εν προκειμένω γίνεται πιο
περίπλοκη στην περίπτωση της τέως υπερδύναμης Ρωσίας, δεδομένου ότι δεν αρκεί στο
καθεστώς του Πούτιν να διατηρεί την απόλυτη εξουσία στη χώρα του. Για να πείσει
με το ζόρι των ρωσικό λαό, ότι είναι μάταιη η ανυπακοή, ακολουθεί ένα είδος
στρατηγικής της μηδενικής δημοκρατίας στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Κάτω
από τον φόβο της ανατρεπτικής μετάδοσης, η Ρωσία του Πούτιν έχει μετατραπεί σ’
ένα οχυρό προληπτικής αντεπανάστασης. Είτε πρόκειται για την Κιργιζία, τη
Λευκορωσία ή, το Καζακστάν πιο πρόσφατα, μόλις μια κλεπτοκρατία κλονιστεί στην
πρώην σοβιετική σφαίρα επιρροής, η σωτηρία είναι κοντά της στην μορφή της
ρωσικής πολιτικής υποστήριξης ή ακόμη και του Ρωσικού στρατού. Τα κράτη της
Βαλτικής είναι απίθανο να επανέλθουν και επίσης η Ουκρανία διέφυγε της ρωσικής μέγγενης
με την «πορτοκαλί επανάσταση». Είναι πλέον πολύ πιο σημαντικό, τουλάχιστον ν’
αποσταθεροποιηθεί. Χωρίς την αποδέσμευση της δεν θα είχε ποτέ προσαρτηθεί η
Κριμαία και δεν θα υπήρχε σήμερα καμιά ανάπτυξη των ρωσικών στρατευμάτων.
Κάποια
κομμάτια του αστικού τύπου γράφουν για τον νεοσοβιετικό ιμπεριαλισμό εν όψει
της σύρραξης στην Ουκρανία. Τούτη η τοποθέτηση που κολλιέται σαν ετικέτα,
συσκοτίζει περισσότερο από ό, τι επεξηγεί, διότι δεν καθιστά αν μη τι άλλο σαφές
το παράδοξο που χαρακτηρίζει την σχέση της Ρωσίας με τα γειτονικά της Κράτη. Η
έντονη επιθετικότητα της πολιτικής των Ρώσων εξουσιαστών εκπηγάζει από την
αδυναμία του καθεστώτος και αποτελεί εκδήλωση της αποδιοργάνωσης της ρωσικής
κοινωνίας. Πέραν αυτού, η χρήση της έννοιας του ιμπεριαλισμού υποδηλώνει ότι η
ρώσικη ηγεσία επιδιώκει ν’ αποκτήσει τον άμεσο έλεγχο σε άλλες χώρες και στους
πόρους τους ώστε να ενισχύσει τις δικές της οικονομικές δυνατότητες. Στην
πραγματικότητα, η υποστήριξη του Λευκορωσικού καθεστώτος που έχει πληγεί από
τις Δυτικές κυρώσεις και η προσάρτηση της Κριμαίας είναι μία επιχορήγηση δίχως
προοπτική απόσβεσης. Εάν παραδόξως η Ρωσική ηγεσία δοκιμάσει πραγματικά να
προσαρτήσει την Ουκρανία, αυτό θα ήταν ολέθριο για την κατοχική δύναμη ακόμη
και χωρίς τις Δυτικές κυρώσεις.
Επίσης, κάποια κομμάτια της Αριστέρας
μιλούν με προθυμία για τον ιμπεριαλισμό. Όμως μ’ αυτό δεν υπονοούν την Ρωσία
αλλά ως επί το πλείστον την Δύση. Λέγεται ότι η επέκταση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στα
Ανατολικά είναι η έκβαση ενός μεθοδευμένου σχεδίου αρπαγής γης. Τούτη η
ερμηνεία προβάλει στις αρχές του 21ου αιώνα τους κανόνες με τους
οποίους λειτουργούσε η παγκόσμια πολιτική στα τέλη του 19ου αιώνα.
Φυσικά και υπάρχουν κύκλοι στα Κράτη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που υποστηρίζουν την
διεύρυνση στην Ανατολή, φυσικά και υπάρχουν μεμονωμένες πρωτεύουσες που
επωφελήθηκαν από αυτή. Ωστόσο, οι
δυνάμεις που την παρακινούν δεν βρίσκονταν σε καμία περίπτωση στις
μητροπολιτικές χώρες της Δύσης αλλά στα Κράτη της περιφέρειας.
Στις χώρες της Βαλτικής και στην Ουκρανία
η κατώτερη εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ και τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ ήταν κι εξακολουθεί
να είναι, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η μοναδική προοπτική. Τις
ωθεί στους αντίστοιχους θεσμούς. Στα Δυτικά μητροπολιτικά κράτη δεν υπερίσχυσε
καθόλου ο ομόφωνος ενθουσιασμός. Προ παντός στην ΕΕ τα παλιά μέλη θεώρησαν τα
νεότερα ότι είναι ένα εν δυνάμει βάρος. Η δημοκρατική αίσθηση του καθήκοντος
και η υποψία ότι οι νέες προσθήκες μπορούσαν να επιβαρύνουν υπερβολικά το
ταμείο και να θέσουν σε κίνδυνο την ικανότητα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
εξισορρόπησαν η μία την άλλη.
Όσον αφορά το ΝΑΤΟ, είχε χάσει τον λόγο
της ύπαρξής του με το τέλος της αντιπαράθεσης του διπολικού μπλοκ. Ως εκ
τούτου, θα έπρεπε είτε να είχε διαλυθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είτε να
προσφέρει στην Ρωσία την ενταξή της. Όσο συνεχίζει να υπάρχει ως γνήσια Δυτική
στρατιωτική συμμαχία, ήταν εύλογο για τις χώρες που αναζητούν δεσμούς με την
Δύση να εξωθηθούν στο ΝΑΤΟ. Αν κάποιος θέλει να μιλήσει για τον ιμπεριαλισμό
μέσα σ’ αυτόν τον συσχετισμό τότε θα πρέπει να δώσει έμφαση στην παράδοξη μορφή
του. Προέρχεται λιγότερο από την παρόρμηση των παλιότερων μελών για κατάκτηση
και επέκταση και πολύ περισσότερο από την επιθυμία των «νεοφερμένων» να
ενταχθούν στην λέσχη των εκλεκτών. Ακόμη και οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν πλέον
θαμμένο το όνειρό τους για έναν μονοπολικό κόσμο. θέλουν να επικεντρωθούν στον
κύριο αντίπαλο τους και αυτός δεν εδρεύει στη Μόσχα αλλά στο Πεκίνο.
Η ρωσική προπαγάνδα επεξηγεί τον Δυτικό
προσανατολισμό των Κρατών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού ως έκβαση μιας
συστηματικής «πολιτικής της περικύκλωσης». Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να
επικαλείται την εθνική ταυτότητα και να αποσπά την προσοχή από τον τρόμο που
προκαλεί ένας καπιταλισμός (α λα Πούτιν) της μεγάλης ρωσικής μαφίας σε πλατιά
στρώματα του πληθυσμού στα διάδοχα Κράτη της Σοβιετικής Ένωσης. Όντως η
επιθετική τακτική της Ρωσικής κυβέρνησης κατά τεκμήριο καταλογίζει στην Δύση πως
κάνει το αντίθετο από εκείνο, για το οποίο [το Κρεμλίνο] την κατηγορεί. Μόνο
και μόνο, επειδή το καθεστώς του Πούτιν ξέρει ακριβώς πόσο περιορισμένο είναι
το συμφέρον της Δύσης για την ανατόλική του περιφέρεια, επιδιώκει την
αντιπαράθεση. Θα τού βγει ο υπολογισμός; Όπως και να έχει, δύσκολα θ’ αποτύχει
εξαιτίας της γερμανικής πολιτικής. Σ’ αυτήν εδώ την χώρα υπάρχει μία ευρεία και
άτυπη υπερκομματική συμμαχία που βρίσκει κατανόηση στον Πούτιν.
Είναι αχρείαστη μια ριζοσπαστική Αριστερά
η οποία προθυμοποιείται να στηθεί στην ουρά και να μπει σε τούτο τον μεγάλο
συνασπισμό που αντιδρά [ενάντια] στην Δυτική πολεμική υπέρ των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Οι δυνάμεις της χειραφέτησης στέκονται μπροστά σε μια εντελώς
διαφορετική πρόκληση. Η οικουμενικότητα των Δυτικών αξιών, η οποία ανέκαθεν
διέψευδε τον εαυτό της, έχει πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Είτε η Δύση
θέλει να συμβιβαστεί με τον Πούτιν, είτε να συμμετέχει μαζί του στο παιχνίδι των
συγκρούσεων του, και τα δύο στρατόπεδα τα ενώνει ένας ρεαλπολιτίκ
προσανατολισμός.
Ο αποχαιρετισμός στην
φιλελεύθερη-δημοκρατική αίσθηση του καθήκοντος δεν καθιστά καθόλου τον κόσμο
έναν καλύτερο τόπο, αλλά έναν ακόμη πιο τρομαχτικό. Μετά την κατάρρευση του
υπαρκτού σοσιαλισμού ο φιλελεύθερος μύθος έλεγε ότι η δημοκρατία και η
οικονομία της αγοράς θ’ άνοιγαν τον δρόμο για τα μέλη της παγκόσμιας κοινωνίας
προς την ελευθερία και την ευημερία. Αυτή η ψευδαίσθηση έχει η ίδια ντροπιαστεί
αξιολύπητα. Μα τούτο δεν πρέπει να σημαίνει ότι το δικαίωμα του καθενός στην
αυτοδιάθεση και στην συμμετοχή του μέσα στον κοινωνικό πλούτο καταπέφτει στον
σωρό των σκουπιδιών της ιστορίας.